-
1 κορυφ-ώδης
κορυφ-ώδης, ες, gipfelartig, sich spitz erhebend, φύματα Hippoer.
-
2 κορυφαγενής
κορῠφ-ᾱγενής, ές,A head-born, prop. epith. of Athena: in Pythag. philosophy, of an equilat. triangle, like Τριτογένεια 11, Plu.2.381f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαγενής
-
3 κορυφαία
κορῠφ-αία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαία
-
4 κορύφαινα
κορῠφ-αινα, ἡ, a fish,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύφαινα
-
5 κορυφαιότης
A headship, supremacy, Corp.Herm.18.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαιότης
-
6 κορυφάς
A edge of the navel, Hp. ap. Gal.19.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφάς
-
7 κορυφαῖον
κορῠφ-αῖον, τό,II in pl., head-parts of animals sacrificed, prob. in SIG1002.12 (Milet., v/iv B. C.).III Archit., central block of tympanum, IG12.373.100, 115; ridge-beam of a roof, ib.22.1668.49,52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαῖον
-
8 κορυφαῖος
κορῠφ-αῖος, ὁ,A head man, chief, leader,αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κ. εἶναι Hdt.3.82
; τῶν ἀνδρῶν τοὺς κ. ib. 159, cf. 6.23, 98, Pl.Tht. 173c; οἱ κ. party-leaders, Plb.28.4.6, cf. Phld.Sto.Herc.339.11; in the Drama, leader of the chorus,ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κ. D.21.60
codd., cf. Arist.Pol. 1277a11, Posidon.15J., etc.; κ. ἑστηκώς standing at the head of the row, Ar.Pl. 953.II as Adj., at the top, ὁ κ. πῖλος the apex of the Roman flamen, Plu.Marc.5; τὰ κ. τῆς νίκης the crowning fruits of.., Hdn.8.3.5;κ. τέλος τῶν πραγμάτων Id.7.5.2
; τοῦ λαμπροῦ -αῖον (sc. αἴτιον) Phld.Po.2.41.2 epith. of Zeus, CIG4458.4 (Seleucia in Pieria); of the Roman Jupiter Capitolinus, Paus.2.4.5: [comp] Sup. κορυφαιότατος in later Gr.,κ. ἀρχαί CIG3885
([place name] Eumeneia), cf. Plu.2.1115b, Luc.Sol.5, Hist.Conscr.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφαῖος
-
9 κορυφή
A head, top: hence,1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap. 309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA 491a34;τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2
.2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.),οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456
;ὄρεος κορυφῇσι 3.10
, cf. Alcm.60.1;κορυφαὶ γαίας B.5.24
;κ. Οὐλύμποιο Il.1.499
, cf. Ar.Nu. 270;Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27
;τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12
;κ. πόληος Alc.Supp.17.6
;ἀστρογείτονας κ. A.Pr. 722
, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99.3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti. 119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3.4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti. 21e; point of an angle,τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16
, etc.; apex of a cone, Arist.Mete. 362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def.5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7.II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23;ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra. 415a
; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of.., Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16.2 height, excellence of.., i.e. the choicest, best,κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15
; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9;φιάλαν.. πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4
; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79.3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92.4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19. -
10 κορυφήνδε
κορῠφ-ήνδε, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφήνδε
-
11 κορύφιον
κορῠφ-ιον, τό,A = κολούλιον, Xenocr. ap.Orib.2.58.79 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύφιον
-
12 κορυφιστήρ
A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφιστήρ
-
13 κορυφιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφιστής
-
14 κορυφίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφίς
-
15 κόρυφος
κόρῠφ-ος, ὁ,A = κορυφή 1.3, IG42(1).71.17, al. (Epid.).II pet name for a child (?), PTeb.414.7 (ii A. D.).III Alexandrian word for ὁ ὡς κόρη οἰφώμενος, Sch.Theoc.4.62 (v.l. κόροιφος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυφος
-
16 κορυφόω
A bring to a head,ἰόνθους Archig.
ap. Orib.Syn.8.58;τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν Gp. 5.26.9
:—[voice] Pass., [κῦμα] κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται rises with arching crest (cf.κορύσσω 11
), Il.4.426;κορυφουμένων [ἑλκέων] ὅκως ἐν θαλάσσῃ κύματα Aret.SD2.9
: metaph., τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι kings are on the highest pinnacle, Pi.O.1.113; κορυφουμένου τοῦ πολέμου coming to a crisis, J.BJ6.2.9;πόθου κορυφούμενον σάλον Aristaenet. 1.10
.III [voice] Pass., to be concluded,κεκορυφωμένου τοῦ κεφαλαίου Phld.Rh.1.122
S.; being summed up,AP
7.429 (Alc.Mityl.):—[voice] Med., sum up,τὴν οὐσίαν τοῦ θεοῦ Jul.Or.4.143b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφόω
-
17 κορυφώδης
κορῠφ-ώδης, ες,A peaked, pointed, Hp.Epid.6.1.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφώδης
-
18 κορύφωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύφωμα
-
19 κορυφών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορυφών
-
20 κορύφωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορύφωσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… … Dictionary of Greek
κατοιάδες — κατοιάδες, αἱ (Α) (για γίδες) αυτές που οδηγούν τα πρόβατα («ταῑς δὲ ποίμναις ἡγεμόνες τῆς πορείας ἦσαν αἶγες κατοιάδας οἱ ποιμένες ὀνομάζουσιν αυτάς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, κορυφ άς)] … Dictionary of Greek