Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κορῠφ-ή

См. также в других словарях:

  • Ιδαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρητα, ιερέα του Ηφαίστου, ένας από τους επιφανείς Τρώες. Μαζί με τον αδελφό του, Φαληρέα, επιτέθηκε εναντίον του Διομήδη, ο οποίος όμως σκότωσε τον Φαληρέα. Ο Ήφαιστος έσωσε τον Ι., για να μην μείνει… …   Dictionary of Greek

  • κατοιάδες — κατοιάδες, αἱ (Α) (για γίδες) αυτές που οδηγούν τα πρόβατα («ταῑς δὲ ποίμναις ἡγεμόνες τῆς πορείας ἦσαν αἶγες κατοιάδας οἱ ποιμένες ὀνομάζουσιν αυτάς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, κορυφ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»