Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Θήβα

См. также в других словарях:

  • Θήβα — Θήβᾱ , Θήβη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήβᾳ — Θήβᾱͅ , Θήβη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Sp Tėbai Ap Θήβαι/Thēbai sen. graikų kalba Ap Θήβα/Thiva graikiškai L sen. gr. polis, dab. mst. C Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θήβα — η πόλη της Βοιωτίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Επαμεινώνδας — (Θήβα 415; – Μαντίνεια 362 π.Χ.). Στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Πολύμνιδα, υπήρξε μαζί με τον Πελοπίδα ο πρωτεργάτης της ανόδου και της κυριαρχίας της Θήβας στην Ελλάδα κατά το α’ μισό του 4ου αι. π.Χ. Απέκτησε ευρύτατη μόρφωση και υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Θηβαγενῆ — Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαγενεῖς — Θηβᾱγενεῖς , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem acc pl Θηβᾱγενεῖς , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήβας — Θήβᾱς , Θήβη fem gen sg (doric aeolic) Θήβᾱς , Θῆβαι to Thebes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βρυζάκης, Θεόδωρος — (Θήβα 1814 – Μόναχο 1878). Ζωγράφος. Μεγάλωσε στο Καποδιστριακό ορφανοτροφείο της Αίγινας μετά τον απαγχονισμό του πατέρα του από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 1821. Φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) …   Dictionary of Greek

  • Καραμαγγιώλης, Μενέλαος — (Θήβα 1962 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κλασικό λύκειο Αναβρύτων και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στον κινηματογράφο και σε θεατρικές παραγωγές ως βοηθός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ασχολήθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»