-
1 ἄεθλος
1 contestἀέθλων γἕνεκεν O. 1.99
ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφάν O. 2.13
νέοις ἐν ἀέθλοις O. 2.43
μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15
μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.3
ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1
ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24
ἀέθλων Πυθίων P. 3.73
γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253
ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.53
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26
καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
σὺν δ' ἀέθλοιςἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7
μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.11
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.73
Νεμέας ἐξ ἐράτων ἀέθλων N. 6.12
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos.) N. 10.23ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων. N. 11.23
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. Ἰσθμός.) I. 1.11 ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, I. 1.50εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1
ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.26
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. the Theban Iolaia) I. 4.67ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.7
καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.) Pae. 4.22b met. contest, taskἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84
“ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων P. 4.220
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48 -
2 ἄεθλος
ἄεθλος, ὁ, ep. u. Ion. = ἆϑλος, öfter bei Hom., der es nie in der Bedeutung »Kampfpreis (ἄεϑλον)« gebraucht, Lehts. Aristarch. 151, sondern nur vom Kampfe selbst; meist von Wettkämpfen, Kampfspielen, Iliad. 16, 590 ἢ ἐν ἀέϑλῳ, ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ; von ernsten Kämpfen z. B. Odyss. 1, 18 οὐδ' ἔνϑα πεφυγμένος ἦεν ἀέϑλων, 3, 262 ἡμεῖς μὲνγὰρ κεῖϑιπολέαςτελέοντες ἀέϑλους ἥμεϑα, 4, 170 ὃς εἵνεκ' ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέϑλους, 4, 241 ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεϑλοι. – Auch Pind. oft, z. B. Ol. 1, 135. 2, 24; oft auch Alex. D.
-
3 αεθλος
-
4 άεθλος
-
5 ἄεθλος
-
6 ἄεθλος
ἄεθλος, ἆθλος: (1) prize-contest, distinguished from war, ἢ ἐν ἀέθλῳ | ἠὲ καὶ ἐν πολέμῳ, Il. 16.590.— (2) combat (in war), Il. 3.126; then ‘toil,’ ‘hardship,’ esp. of the ‘labors’ of Heracles, imposed by Eurystheus ( Εὐρυσθῆος ἄεθλοι, Il. 8.363).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄεθλος
-
7 ἄεθλος
ἄεθλος, = Kampf; meist von Wettkämpfen, Kampfspielen; von ernsten Kämpfen -
8 ἄεθλος
Grammatical information: m.,Meaning: `contest', n. `prize of contest'Other forms: - ον n. Hom.Etymology: Original meaning prob. `contest for a prize'. Not to Skt. vāyati `be tired', which is also formally difficult (impossible if * ueh₂-). The form suggest * h₂uedʰ-.Page in Frisk: 1,22Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄεθλος
-
9 συν-άεθλος
συν-άεθλος, = σύναϑλος, Opp. C. 1, 195.
-
10 φιλ-άεθλος
φιλ-άεθλος, ion. u. ep. = φίλαϑλος, Ἑρμῆς Ep. ad. 27 (XII, 143).
-
11 δυς-άεθλος
δυς-άεθλος, mühselig, Eustath.
-
12 δω-δεκ-άεθλος
δω-δεκ-άεθλος, zwölfmal gesiegt habend, Herkules, Ep. ad. 286 ( Plan. 99).
-
13 ἆθλος
ἆθλος, ὁ, [var] contr. from [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἄεθλος, which alone is used by Hom. (except in Od.8.160), and mostly by Hdt. and Pi.:—A contest either in war or sport, esp. contest for a prize, Hom.; νικᾶν τοιῷδ' ἐπ' ἀέθλῳ (for the arms of Achilles) Od. 11.548; ἄεθλος πρόκειται a task is set one, Hdt.1.126;ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄ. ὑποκείσεται Pi.O.1.84
; ἄεθλον προτιθέναι to set it, Hdt.7.197; ἆθλοι Πυθικοί, Δελφικοί, S.El.49, 682; toil, Pi.P.4.165; of the labours of Heracles, D.S.4.11, etc.: metaph., conflict, struggle, ordeal, Alc.33, A.Pr. 702, 752, S.Ant. 856. -
14 πεντ-αέθλιον
πεντ-αέθλιον, τό, poet. u. ion. statt πεντάϑλιον, w. m. s.; eben so πεντάεϑλον, τό, u. πεντ-άεϑλος, ὁ.
-
15 ἀέθλιον
ἀέθλιον, τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεϑλος ἄεϑλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέϑλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀϑλοφόρους, οἳ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέϑλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέϑλια ϑαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι ϑέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέϑλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνϑα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέϑλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.
-
16 ἆθλος
ἆθλος, ὁ, = ἄεϑλος, Kampf, Wettkampf, Hom. einmal, Od. 8, 160 οὐ γάρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω, ἄϑλων, οἷά τε πολλὰ μετ' ἀνϑρώποισι πέλονται, vgl. Lehrs Aristarch. 151; – Πυϑικοί, die pythischen Kampfspiele, Soph. El. 49; γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat. Legg. XII, 949 a; Dem. 60, 13. Daher Anstrengung, oft bei Trag., auch in Prosa, Ἡρακλέους, die Arbeiten des Herkules, Isocr. 5, 109.
-
17 ὑπό-κειμαι
ὑπό-κειμαι (s. κεῖμαι), 1) darunter liegen; Εὔβοια ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; πεδίον ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται ϑεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσϑω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ ἄεϑλος Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι παϑεῖν Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie ὑπόϑεσις, argumentum; die Substanz, καϑ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται ἄν-ϑρωπος, ἐν ὑποκειμένῳ – λευκόν τι, – καϑ' ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – ἐπιστήμη, Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος χρόνος, die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; ἐλπίς ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von ὑποτίϑημι; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς τετταράκοντα μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεϑειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι –, Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.
-
18 ααατος
2(ᾰᾱᾰ и ᾰᾱᾱ)1) неприкосновенный, запретный, заповедный, священный(Στυγὸς ὕδωρ Hom.)
2) предполож. безвредный, безопасный, безобидный(ἄεθλος Hom.)
-
19 αγωνιος
-
20 αθλος
эп.-ион. άεθλος ὅ1) борьба, состязание(νικᾶν ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὴ καὴ ἱππικοί Plat.)
2) труд, задание, делоὁ προκείμενος ἄ. Her. — заданная работа;
ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. — возложить на кого-л. какие-л. задачи;3) мучение, страдание Aesch., Soph.
См. также в других словарях:
ἄεθλος — ἆθλος contest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… … Dictionary of Greek
au̯ē-11 (u̯e-d(h)-?) — au̯ē 11 (u̯e d(h) ?) English meaning: to try, force Deutsche Übersetzung: ‘sich mũhen, anstrengen”? Material: Solmsen Unters. 267 f. connects O.Ind. vüyati, tē “ gets tired, is exhausted, tires “ with Gk. ἄεθλος “ drudgery,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
άεθλον — ἄεθλον, το και ἄεθλος, ο (Α) επικοί και ιωνικοί τύποι αντί ἆθλον*, ἆθλος* … Dictionary of Greek
άθλο — το (Α ἆθλον και ασυναίρ. ἄεθλον) βραβείο, έπαθλο, γέρας νεοελλ. (συνήθως στον πληθυντικό ειρωνικά) τα άθλα, κατορθώματα, αξιοκατάκριτες πράξεις αρχ. 1. βραβείο σε αγώνα, βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή 2. άθλος, αγώνας, επίπονη προσπάθεια, πάλη 3.… … Dictionary of Greek
αέθλιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία ή του Αίολου και της Πρωτογένειας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Πατέρας του βασιλιά της Ήλιδας Ενδυμίωνα. Προστάτης των αγώνων. 2. Εγγονός του προηγούμενου, γιος του Ενδυμίωνα από την Υπερίππη … Dictionary of Greek
αεθλονικία — ἀεθλονικία, η (Α) νίκη σε αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄεθλος + νίκη] … Dictionary of Greek
αεθλοσύνη — ἀεθλοσύνη, η (Μ) [ἄεθλος] αγώνας, άμιλλα … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
πανάεθλος — πανάεθλος, ον (Μ) αυτός που υπέστη όλα τα είδη τών μαρτυρικών άθλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄεθλος, επικ. και ιων. τ. του ἆθλος] … Dictionary of Greek