Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συν-ίημι

См. также в других словарях:

  • θεοσύνετος — θεοσύνετος, ον (Μ) αυτός που συνετίζεται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν ετος (< συν ίημι), πρβλ. α σύν ετος, κακο σύν ετος] …   Dictionary of Greek

  • ευσυνίημι — εὐσυνίημι (ΑΜ) αντιλαμβάνομαι πλήρως, κατανοώ απόλυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν ίημι «μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μεθήμων — μεθήμων, ον (Α) (για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ ίημι (πρβλ. συν ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»