Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κορίνϑιοι

См. также в других словарях:

  • Κορίνθιοι — Κορίνθιος courtesan masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • PINUS — I. PINUS Cybelae sacra, propter Attidem vel Atym, puerum formosum, qui ipsi in delitiis erat, sub illa castratum iacentemque, quam historiam fuse narrat Servius, ad Aen. l. 9. v. 116. vel in eam conversum, ut fabulatur Ovid. Met. l. 10. Ita autem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σισυφίδες — οι / Σισυφίδαι, ΝΑ 1. οι απόγονοι τού Σισύφου 2. συνεκδ. οι Κορίνθιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίσυφος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης*] …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • εξέρπω — ἐξέρπω (Α) [έρπω] 1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῡ σκίμποδος δάκνουσί μ ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι») 2. πηγαίνω έξω 3. προχωρώ μπροστά 4. απέρχομαι 5. παράγω, γεννώ …   Dictionary of Greek

  • επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»