Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πάγοι

См. также в других словарях:

  • πάγοι ενδοχωρικοί — (απόδοση του σουηδικού όρου inlandsis). Οι ηπειρωτικοί πάγοι οι οποίοι καλύπτουν τις πολικές περιοχές. Το πάχος του παγετώδους αυτού καλύμματος μπορεί να φτάσει τα 2.000 3.000 μ. και ο σχηματισμός του καθορίζεται όχι τόσο από την ένταση των… …   Dictionary of Greek

  • Πάγοι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου …   Dictionary of Greek

  • Πάγοι — Πάγος that which is fixed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγοι — πάγος that which is fixed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Pagi, Greece — Pagoi or Pagi (Greek: Πάγοι) also with an a accented is a town in the northern part of the island of Corfu. It it also in the municipality of Agios Georgios. Its 2001 population was 380 for the village and 676 for the municipal district.… …   Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»