Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁμαρτίαι

См. также в других словарях:

  • ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτί' — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Minuscule 480 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 480 The beginning of the Gospel of Luke (f. 101) …   Wikipedia

  • грѣхъ — ГРѢХ|Ъ (2447), А с. Грех, нарушение религиозных предписаний: Наводѩть ли сѩ ѹбо и доселѣ. грѣси о҃ць на чѩда. на третии и четвьртыи родъ (ἁμαρτίαι) Изб 1076, 189; лѣпо бо намъ ѥсть нарекъшемъсѩ чьрньцемъ то по вьс˫а д҃ни ка˫атис˫а грѣхъ своихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εμποδώ — ἐμποδῶ ( έω) (Μ) εμποδίζω («αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν εἰσιν οἱ ἐμποδοῡντες ἡμᾱς», Δούκ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαφίστημι — ἐξαφίστημι (Α) [αφίστημι] 1. απομακρύνω, αφαιρώ («αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ ὑμῶν», ΠΔ) 2. στέλνω 3. αυξάνω 4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι («πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Καμπούρογλους, Δημήτριος — (Αθήνα 1852 – 1942). Ιστοριοδίφης και λογοτέχνης. Μετά τις νομικές σπουδές του άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα. Όμως, από πολύ νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία και, αργότερα, με την ιστορική αναδίφηση, στην οποία αφοσιώθηκε τελικά. Το… …   Dictionary of Greek

  • Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»