Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὤφελον

См. также в других словарях:

  • ὤφελον — ὀφείλω IG aor ind act 3rd pl (epic) ὀφείλω IG aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • подобль — (1*) пр. Подобный, похожий: халаньскыи столпъ. иже добрѣ ˫азыкы раздѣли. ˫ако же бы подоблi тѣ(х). на зло бо и свѣ(т). (ὡς ὤφελόν γε κἀκείνας) ГБ к. XIV, 185г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIOBOLUS — apud Athenienses, pecunia erat, quae dabatur τοῖς εκκλησιάξουσιν, id est, civibus, qui Comitiis seu contioni intererant, unde et τὸ εκκλησιαςτικὸν audit apud Scriptores. Quatuor enim singulis annis statae erant contiones, κυρίαι Ε᾿κκλησίαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είθε — και είθες και είθενες (AM εἴθε, Α και επικ. αἴθε Μ και ἔθε) μόριο που εκφράζει ευχή, άμποτε, μακάρι νεοελλ. είθε να (με υποτ. για ευχή που μπορεί να εκπληρωθεί ή οριστ. ιστορ. χρόνου για ανεκπλήρωτη ευχή («είθε να μην είχα γεννηθεί») αρχ. (με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»