-
1 Λύκοιο
Λύκοςwolf: masc gen sg (epic) -
2 λύκοιο
λύκοςwolf: masc gen sg (epic) -
3 ὑπο-θέω
-
4 δικην
-
5 δίκα
δῐκᾱ (δίκα, -ας, -ᾳ, -αν; -ας.)1 justicea sing., right, (sense of) justiceκόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
“ κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας δόλιον” P. 4.140ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος i. e. shining with hospitable justice for all N. 4.12εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πι[στ]ὰς ἐφίλη[ς.]ν. Παρθ. 2.. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 1. ἐν, σὺν, παρὰ δίκ. pro adv.,ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell.) O. 6.12σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά I. 7.48
b pl. decisions, judgements of right “ ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” P. 4.153 ( Αἰακὸς)ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24
2 manner, way νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (sc. Ἱέρων) P. 1.50 ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. acc. pro prep. c. gen.,ποτὶ δἐχθρὸν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
3 pro pers., JusticeΔαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ O. 7.17
Εὐνομία κασιγνήτα τε βαθρὸν πολίων ἀσφαλὲς Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.7
φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.71
-
6 ἐχθρός
1 adj.a act., hostileτις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.59
στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance: cf.φίλον P. 3.5
) O. 7.90b pass., hated, hatefulἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) N. 1.65ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.2 subs., foe, adversaryποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54 -
7 λύκος
-
8 σκολιός
a curving κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Boeckh: -ιαὶ, -ιοὺς, -ιοῖς codd.: cf. c. infra) fr. 203. 3.b winding λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι, ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (cf. c. infra) P. 2.85c crooked, cunning πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. -
9 ὑποθέω
-
10 δίκη
A custom, usage, αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218;ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255
, etc.;ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691
;ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59
, etc.; ἡ γὰρ δ., ὁππότε .. this is always the way, when.., 19.168 (so in late Prose,ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2
); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δ. ἐπέχειν τινός to be like.., Anon.Lond.6.18; normal course of nature,ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3
: hence,2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen.,λύκοιο Pi.P.2.84
; ; ; in later Prose, Arist.Mu. 395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr. 235d.II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th. 902, A.Th. 662, etc.;Δίκης βωμός Id.Ag. 383
(lyr.), Eu. 539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71.3 Adverb. usages, duly, rightly,Il.
23.542, Pl.Criti. 112e;ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12
, cf.S.Tr. 1069, etc.;σὺν δίκῃ Thgn.197
, Pi.P.9.96, A.Th. 444, etc.;κατὰ δίκην Hdt. 7.35
, E.Tr. 888, etc.;μετὰ δίκης Pl.Lg. 643e
;πρὸς δίκης S.OT 1014
, El. 1211 (but πρὸς δίκας on the score of justice, Id.OC 546 (lyr.));διαὶ δίκας A.Ch. 641
;ἐκ δίκης Herod.4.77
: opp.παρὰ δίκαν Pi.O.2.18
, etc.;ἄνευ δίκης A.Eu. 554
;πέρα δίκης Id.Pr.30
; (lyr.); δίχα δίκης without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης in preference to legal proceedings, Th.1.141.III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: esp. in pl., ;περὶ οἶδε δίκας Od.3.244
, etc.;δίκαι σκολιαί Hes.Op. 219
, 250;κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
.IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence,1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or action, opp. γραφή (q. v.), Lys.1.44, etc.;ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41
; οἱ δίκην ἔχοντες the parties to a suit, IG7.21.8 ([place name] Megara), cf. Plu.Cic. 17.2 trial of the case,πρὸ δίκης Is.5.10
, etc.;μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53
; court by which it was tried, .b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1;δ. μακρὰν λέγειν Ar.V. 776
, cf. Men.Epit.12.3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj. 113: adverbially in acc.,τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr. 614
; freq. δίκην or δίκας διδόναι suffer punishment, i. e. make amends (but δίκας δ., in A.Supp. 703 (lyr.), to grant arbitration);δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2
, cf. 5.106; , etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by.., Pl. Grg. 525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sts. = δ. διδόναι, Hdt.1.115;δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba. 1312
, Heracl. 852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.;λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92
, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R. 529c (but ἔχω τὴν δ. have satisfaction, Id.Ep. 319e;παρά τινος Hdt.1.45
); δίκας or δίκην ὑπέχειν stand trial, Id.2.118, cf. S. OT 552;δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50
; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap. 39b;δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78
; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63;ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δ. Antipho 5.13
; δίκην φεύγειν try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114;δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120
; τινός for a thing, Antipho 4.1.5;δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol. 1302b24
;δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79
; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος 11; δίκην τείσασθαι, v. τίνω 11;δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc. 312
; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83;δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18
, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59.V Pythag. name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.) -
11 πολιός
A, ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
, Od.5.410, etc.;χήραν πολιόν E.Andr. 348
:—grey, grizzled, grisly,λύκοιο Il.10.334
; ;σίδηρος Il.9.366
, h.Merc.41, cf. E.Heracl. 758(lyr.); of the surging sea,πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης Il.4.248
;πολιὴν ἅλα ναιέμεν 15.190
;π. θάλασσα Alc.51
;π. πέλαγος Ar.Av. 350
(lyr.);γάλα Q.S.10.135
; 1G42(1).131.12
(Epid.); but,2 most freq. of human hair, grey from age, κάρη, κεφαλή, Il.22.74, Od.24.317, etc.;π. στῆθος Alc.Supp.20.2
;γῆρας π. Pi.I.6(5).15
, E.Ba. 258; greyhaired men,Od.
24.499;π. ματέρες S.OT 182
(lyr.), cf. E.Supp. 35, Ar.Ach. 600, 610, 692, Pl.Prm. 127b (rare in [dialect] Att. Prose), Call.Fr. 473;Τραῖαι, ἐκ γενετῆς πολιαί Hes. Th. 271
: [comp] Comp. : abs., πολιαί (sc. τρίχες) Pi.O.4.28, Arist.GA 722a7, Pr. 898a31;πολιῶν ἔσχηκας τὸν πώγωνα μεστόν Thphr.Char.2.3
; ἅμα ταῖς π. κατιούσαις as the grey hairs come down (i. e. from the temples to the beard), Ar.Eq. 520, cf. 908;ἕως τὸ δὴ λεγόμενον πολιὰς σχῇ PMich.Zen.77
(iii B.C.), cf. LXXIs.47.2, al., Phld.Vit.p.32J.3 τίς σε πολιᾶς ἐξανῆκε γαστρός; what old woman's womb bare thee? as a sarcasm, Pi.P.4.98; π. δάκρυον ἐκβάλλων an old man's tear, E.HF 1209 (lyr.).b metaph., hoary, venerable,ὃς πολιῷ νόμῳ αἶσαν ὀρθοῖ A.Supp. 673
(lyr.); (lyr.);μάθημα χρόνῳ π. Pl.Ti. 22b
;πλοῦτος.. χρόνῳ π. Jul.Or.2.82b
. -
12 ὑποθέω
A make a secret attack,ποτὶ ἐχθρόν.. λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84
.2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq. 1161; of a solar eclipse,ἐκλείπει.. τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3
;ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b
.II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8. -
13 ῥινός
ῥῑνός (v. sub fin.),A skin of a living person, Il.5.308, Od.5.426, 435, etc.; rarely of a corpse, Od.14.134, Hes.Sc. 152.II hide of a beast, esp. ox-hide, Od.1.108, al.; alsoῥ. πολιοῖο λύκοιο Il.10.334
;ῥ. λέοντος Pi.I.5(6).37
; not in Hom. of the skin of a live beast, but so used by Hes.Op. 515, Sc. 427;πωλικῆς ῥινοῦ E.Rh. 784
.2 oxhide shield,σύν ῥ' ἔβαλον ῥινούς Il.4.447
(imitated by Ar. Pax 1274); cf. Il.16.636 andῥινόν 2
.3 pl., thongs of boxing-gloves, A.R.2.58.
См. также в других словарях:
Λύκοιο — Λύκος wolf masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκοιο — λύκος wolf masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek