Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ+ἐπὶ+θανάτῳ

  • 21 φάρμακον

    φάρμακον, τό, jedes künstliche Mittel, bes. zur Hervorbringung physischer Wirkungen; – 1) Heilmittel, Arzneimittel, sowohl gegen äußerliche Verletzungen als gegen innere Krankheiten, sowohl äußerlich, als innerlich zu brauchen; oft bei Hom.: ἐπιϑήσει φάρμαχ', ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il. 4, 191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218; ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φάρμακα 5, 401. 900; ἀκήματα ὀδυνάων 15, 394; – πραΰ Pind. Ol. 13, 85; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; Soph. Ai. 1234 u. in Prosa. – Nach der Art des Gebrauches unterschieden die Alten χριστά, παστά oder ἐπίπαστα, πλαστά u. καταπλαστόν, Ar. Plut. 716 Theocr. 11, 1, βρώσιμα, πότιμα oder πιστά; φάρμακον πεπωκώς Her. 4, 160; vgl. Aesch. Prom. 479 ff.; φάρμακα προςανέα πίνοντας Pind. P. 3, 53; Plat. Gorg. 456 b; Xen. An. 6, 2,11. – 2) Gift, tödtliches, Verderben, Unheil bringendes Mittel; κακά, λυγρά, οὐλόμενα, ἀνδροφόνα, ϑ υμοφϑόρα, Il 22, 94 Od. 1, 261. 2, 329. 10, 213. 236. 394; Soph. Trach. 682; φαρμάκοις μῆναί τινα Ar. Th. 561; φάρμακα εἰςβάλλειν εἰς τὰ φρέατα Thuc. 2, 48. – 3) Zaubermittel; denn dem einfachen Naturmenschen gilt Arznei, Gift und Zaubermittel für Eins; sowohl von Zaubertränken und Salben, als von Zauberformeln und Beschwörungen, Il. 11, 741 Od. 4, 220. 230; – jedes geheime Mittel, Etwas zu bewirken, Her. 3, 85. – 4) Uebh. Hülfsmittel, Gegenmittel; Hes. O. 481; αὐρᾶν ψυχρᾶν, gegen kalte Lüfte, Pind. Ol. 9, 97; νόσου Aesch. Prom. 249; πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω Ag. 534; πόνων Eur. Bacch. 283; τὸ ϑανεῖν κακῶν μέγιστον φάρμακον νομίζεται Heracl. 596; φόβου Plat. Legg. I, 647 e; πενϑέων Philet. 1; ἔρωτος Theocr. 14, 52, wie πρὸς τὸν ἔρωτα 11, 1; δίψης φάρμακα ἀλεξίκακα κύπελλα Thall. 3 (VI, 170); – aber auch Erregungsmittel; so heißt der Wein φάρμακον ἀφροσύνης, der Raserei erregt, u. Anacharsis nannte das Salböl der Ringer φάρμακον μανίας, wodurch sie gleichsam Wuth gegen einander hervorzaubern; – σωτηρίας φ. Eur. Phoen. 900; μνήμης καὶ σοφίας φ, Plat. Phaedr. 274 e, vgl. 275 a. – 5) Färbemittel; ἠνϑισμένοι φαρμάκοισι Her. 1, 93; πολύχροα Empedocl. 84; – Schminke, Malerfarbe, Plat. Crat. 424 e Polit. 277 c; s. Piers. Moer. p. 399 Schäf. D. Hal. C. V. p. 289. – Auch Reizmittel, den Wohlgeschmack der Speisen zu erhöhen, Würze; dah. übertr., κάλλιστον φάρμακον ἀρετᾶς ἐπὶ ϑανάτῳ εὑρέ-σϑαι, die Würze, welche die Tugend selbst dem Tode giebt, Pind. P. 4, 187. – [Die Penultima ist von einigen ion. Dichtern auch lang gebraucht, Gaisf. Hephaest. 254 u. Hipponax, s. φαρμακός.]

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > φάρμακον

  • 22 κρίνω

    κρίνω, fut. κρινῶ, perf. κέκρικα, z. B. Plat. Legg. V, 734 c, pass. κέκριμαι, aor. pass. ἐκρίϑην, poetisch κρινϑείς, Il. 13, 129 Od. 8, 48 (vgl. cerno); – 1) scheiden, trennen, sondern, sichten; ἀνδρῶν λικμώντων, ὅτε τε ξανϑὴ Δημήτηρ κρίνει καρπόν τε καὶ ἄχνας Il. 5, 500; vgl. κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῠλα 2, 363; auch = ordnen, βασιλῆες ϑῠνον κρίνοντες 2, 446. – Daher auswählen, die Besten aussondern; ἐς δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il. 1, 309; ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 217; auch im med., κρίνασθαι ἀρίστους, sich die Besten auslesen, Il. 9, 521; so öfter κεκριμένος, κρινϑείς; κρίνασα δ' ἀστῶν τὰ βέλτατα Aesch. Eum. 465; τούτων σοι δίδωμι κρίναντι χρῆσϑαι Soph. O. C. 647; κρίνειν τινὰ ἐκ πάντων Her. 6, 129; κατ' ἀνδραγαϑίην ἐκρίνετο ib. 128; τούς τε ἀγαϑοὺς καὶ τοὺς κακούς Xen. Mem. 3, 1, 9; τὸ ἀλ, ϑές τε καὶ μή, das Wahre vom Falschen unterscheiden, Plat. Theaet. 150 b. – Daher 2) Streitigkeiten entscheiden, schlichten, den Ausschlag geben; νείκεα κρίνειν, Händel schlichten, Od. 12, 440; νεῖκος πολέμου κρίνειν 18, 264; σκολιὰς ϑέμιστας κρίνειν, krunime, ungerechte Richtersprüche fallen, Il. 16, 387, wie κρῖνε δ' εὐϑεῖαν δίκην Aesch. Eum. 411; ἔργον δ' ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ Spt. 396; öfter δίκην κρίνειν, einen Proceß aburtheilen, entscheiden; πῶς ἀγὼν κριϑήσεται Eum 647, wie κρίνειν ἀγῶνα Ar. Ran. 873; τοῠτο γὰρ τύχη κρινεῖ Soph. Ant. 328; auch in Peosa von Processen, τὸ δικαστήριον ὅπερ ἂν τ ὴν δίκην κρίνῃ Plat. Legg. IX, 877 b; auch τὴν κρίσιν αὐτοῖν τοῠ βίο υ κρῖναι ὀρϑῶς, Rep. II, 360 d. wie κρίσεις κρίνειν Dem. 24, 15l; – beurtheilen, τὰς ϑεάς, d. i. zwischen ihnen entscheiden, Eur. I. A. 72; προς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν, nach dem Gelde, Isocr. 4, 76; – urtheilen, κρίνεις σὺ μέγιστον ἀνϑρώπ οις ἀγαϑὸν εἰναν πλοῠτον Plat. Gorg. 452 c; ὃν ἂν κρίνω ἐῤῥωμενέστατον εἶναι, nach meinem Urtheil jedesmal den stärksten, Phaed. 100 a, wie τὴν πόλιν τῶν πόλεων ἀϑλιωτάτην ἔκρινας, den Staat für den unglücklichsten erklären, Rep. IX, 578 b, öfter; vgl. Soph. ἀνδρῶν σε πρῶτον κρίνοντες, O. R. 34; pass., Ἑλλήνων ἕνα κριϑέντ' ἄριστον Phil. 1329; – κρίνω σε νικᾶν, ich erkläre dich für den Sieger, Aesch. Ch. 890; so besonders in den Wettkämpfen, entscheiden, wer Sieger ist, κρίνειν ἐμέ, κρίνειν τοὺς χοροὺς ὀρϑῶς ἀεί Ar. Eccl. 1155 ff. – Daher auch vorziehen, κρί. νω δ' ἄφϑονον ὄλβον Aesch. Ag. 458, eigtl. ich entscheide mich für ein solches Glück; vgl. κρῖνε σέβας τὸ πρὸς ϑεῶν Suppl. 39; mit πρό, κρίνοντες τὸν Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου Plat. Rep. III, 399 e, wie Soph. Phil. 57; τὰ ὑφ' ὑμῶν κριϑέν-τα, das von euch Gebilligte, wofür ihr euch entscheidet, Isocr. 4, 46; κεκριμένος, probatus, Leon. Al. (IX, 42); vgl. Her. 3, 31. – Pass. u. med. – 1) von den streitenden Parteien (vgl. Luc. Anach. 19 ἀποδίδοται λόγος ἑκατέρῳ τῶν κρινομένων), mit einander rechten, streiten, einen Streit unter sich ausmachen; ὥς κε πανημέριοι στυγερῷ κρινώμεϑ' Ἄρηϊ Il. 2, 385; ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν μένος κρίνηται Ἄρηος Od. 16, 269; Τιτήνεσσι κρίναντο, sie kämpften mit den Titanen, Hes. Th. 882; οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα, ich werde nicht mit dir mehr rechten, Eur. Med. 596; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεϑ', εἶτα τῷ χρόνῳ συνέβημεν Ar. Nubb. 66; δίκῃ κρίνεσϑαι Thuc. 4, 122; περὶ τῆς ἀρετῆς Her. 3, 120. – 2) ὀνεί. ρους κρίνασϑαι, Träume auslegen, deuten, Il. 5, 150. – 3) bei den Attikern geradezu = zur Verantwortung ziehen, anklagen; κατηγορεῖ μὲν ἐμοῦ, κρίνει δὲ τουτονί Dem. 18, 15, u. öfter, wie bei den andern Rednern; so heißen die Richter περὶ προδοσίας κρίνοντες Lycurg. 137, aber der Ankläger ὁ τὸν προδόντα κρίνων, ib. 1, wie ὁ κρινόμενος der Angeklagte, 13. 20, oft; so Plut. αὐτὸν ἔκρινε κακώσεως ἐπαρχίας, repetundarum accusavit, Caes. 4; pass., ἀπ' εἰςαγγελίας κρίνεσϑαι Aesch. 3, 52; κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, auf Tod u. Leben angeklagt werden, Ath. XIII, 590 d; κρίνεσϑαι ϑανάτου Thuc. 3, 57, wie Pol. ϑανάτου δὲ κρίνει μόνος ὁ δῆμος, 6, 4, 7; auch ὅτ' ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν ϑανάτου, Dem. 21, 64, als ihm der Capitalproceß gemacht wurde; ὁ κρινόμενος, der Angeklagte. – Auch = Strafe zuerkennen, verurtheilen, bes. Sp. – Allgem. = untersuchen, fragen; neben ἐξετάζω, Soph. Ai. 586 Ant. 349. – Das adj. verb. s. unten.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κρίνω

  • 23 καθ-είργνῡμι

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > καθ-είργνῡμι

  • 24 καταδέω

    καταδέω (A), [tense] fut. - δήσω,
    A bind on or to, bind fast, πρυμνήσια, ἱστόν, Il.1.436 (tm.), Od.2.425 (tm.);

    ἵππους μὲν κατέδησαν.. ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il.10.567

    ;

    ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν 8.434

    ;

    ἐμὲ μὲν κατέδησαν.. ἐνὶ νηΐ Od.14.345

    ;

    κ. λάρνακας Hdt.3.123

    :—[voice] Pass.,

    καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.122

    ;

    ἐν φόβῳ καταδεθεῖσα E. Ion 1498

    (lyr.) (so

    μανίη καταδεῖ τινα Hermesian.7.85

    );

    καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Pl. Phd. 83d

    ;

    γλῶττα -δεδεμένη Arist.HA 492b32

    :—[voice] Med., bind to oneself,

    ἀγχόνιον βρόχον κατεδήσατο E.Hel. 687

    (lyr.);

    σπόγγους περὶ τὰ ὦτα Arist.Pr. 960b15

    : metaph., ἀριθμῷ καταδήσασθαι tie up for oneself in lots, D.H.Rh.11.3;

    καταδησαμένη τινὰ ὁρκίοις Parth.12.3

    .
    2 bind up, θραῦμα, τραύματα, LXXSi.27.21, Ev.Luc.10.34.
    3 put in bonds, imprison, Hdt.3.143, Th.8.15, Pl.Ti. 70e, etc.; κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.5.72.
    4 convict of a crime, opp. ἀπολύω, c. inf.,

    κ. τινὰ φῶρα εἶναι Hdt.2.174

    , cf.4.68.
    III bind by spells, enchant (with [tense] fut.

    - δήσομαι Theoc.2.3

    ), Din.Fr.6.7 ([voice] Pass.), SIG1175.2 (iv/iii B.C.), etc.;

    κ. τὸ ἐργαστήριόν τινος Tab.Defix.71.2

    (iii B.C.);

    κ. τινὰ γλῶτταν καὶ ψυχὴν καὶ λόγον Tab.Defix.Aud.49.1

    (iv/iii B. C.); γοητεῦσαι καὶ κ., of Cleopatra, D.C.50.5:—[voice] Pass., Tab.Defix.107a2, Clearch.38, Plu.2.378f; cf. καταδηνύω, καταδίδημι.
    ------------------------------------
    A lack, need, c. gen., esp. of numbers, [ ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς]

    μὴ εἶναι πεντακοσίων Hdt.2.7

    ;

    πυραμίδα.. εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων

    wanting

    20

    feet of 3 plethra, ib. 134;

    ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος.. καταδέουσαι Id.9.30

    , cf. 70; [ τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέω

  • 25 παράδοσις

    A handing down, bequeathing, transmission,

    τοῦ σκήπτρου Th.1.9

    ; handing over, transfer,

    ἡ π. τῶν χρημάτων Arist.Pol. 1309a10

    , cf. Pl. Lg. 915d; σίτου, etc., POxy.1257.3 (iii A. D.), etc.;

    τῆς βασιλείας Plu. Comp.Lyc.Num.1

    ; ἐν παραδόσει παραλαμβάνειν ἀεί, of a reserve fund, IG11 (2).161 A126 (Delos, iii B. C.).
    2 transmission of legends, doctrines, etc., tradition,

    διδασκαλία καὶ π. Pl.Lg. 803a

    ;

    πραγματεῖαι αἱ ἐκ π. ηὐξημέναι Arist. SE 184b5

    ;

    ἐν παραδόσει ἔχειν τι Plb.12.6.1

    , etc.; treatment, exposition,

    ὅπως πᾶσιν εὐπαρακολούθητος γένηται ἡ π. Hero Bel.73.12

    ; ἡ βοτανικὴ π. the subject of botany, Dsc.Praef.1;

    παραδόσεις καὶ παραγγελίαι Phld.Rh.1.78

    S.; σύντομος π. succinct account, Ammon.in Porph.38.10.
    b in military sense, transmission of orders, Ael.Tact.21.2.
    3 that which is handed down or bequeathed, tradition, doctrine, teaching,

    ἡ π. τῶν πρεσβυτέρων Ev.Matt.15.2

    , Ev.Marc.7.3, etc.;

    αἱ π. τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ἀνδρῶν Dam.Pr. 265

    : also in Gramm.,

    Ἑλληνικὴ π. A.D.Conj.213.13

    , cf. 19 (pl.); in textual criticism, defined as ἡ τῶν γραμματ ικῶν μαρτυρία, EM815.18; so

    παρὰ τὴν π. γράφειν Demetr.Lac.Herc.1012.34

    , cf. EM240.4, al.
    II surrender,

    πόλεως Th.3.53

    ; ἐκ παραδόσεως, opp. κατὰ κράτος, Plb.9.25.5; giving up to punishment or torture, Isoc.17.16;

    π. ἐπὶ θανάτῳ D.H.7.36

    .
    2 Astrol., handing over,

    τῶν χρόνων Vett.Val.141.4

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράδοσις

  • 26 προγραφή

    A public notice, advertisement, X.Eq.Mag.4.9, Plb.25.3.2, SIG976.37(Samos, ii B.C.), OGI515.38 (Mylasa, iii A.D.); edict, D.C.47.13; ἐκ προγραφῆς by edict, Id.56.25.
    2 notice of sale, Thphr. Fr.97.2(pl.), Plu.2.205c; public sale of confiscated property, Str.5.4.11.
    3

    ἐπὶ θανάτῳ προγραφαί

    proscriptions,

    App.BC1.2

    ;

    σφαγαὶ καὶ π. Plu.Brut.27

    ; warrant for arrest, BGU372.8 (ii A.D., pl.).
    II table drawn up in advance, of an astronomical cycle, D.S.12.36.
    III heading, preliminary form, BGU780.2 (ii A.D.), Men.Prot. p.16D., etc.; title of a prescription, Gal.13.777:—[var] Dim. [suff] προγον-γράφιον [pron. full] [ᾰ], τό, Sammelb.5273.10(v A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγραφή

  • 27 συλλαμβάνω

    συλλαμβάνω, [tense] fut. - λήψομαι: [tense] pf. - είληφα, [voice] Pass. - είλημμαι: [tense] aor. συνέλᾰβον, inf. συλλᾰβεῖν:—[voice] Med., [tense] pres. in Philem.53.4: [tense] aor.
    A

    συνελαβόμην Hdt.3.49

    , etc.:—[voice] Pass. (v. infr.; in X.An.7.2.14 συλληφθήσεται has been restored for συλλήψεται):—collect, gather together, esp. rally scattered troops,

    τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Hdt.5.46

    ;

    τὸ στράτευμα X.Cyr.3.3.1

    ;

    τὰς δυνάμεις Pl.Grg. 456a

    ;

    σ. θοινάτορας E. Ion 1217

    .
    3 put together, close, τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς (of a corpse) Pl.Phd. 118a; ξ. αὐτοῦ τὸ στόμα shut his mouth, Ar.Ach. 926, cf. Arist.HA 623b2; enclose,

    τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνοντα συνάγειν τοὺς μηρούς Sor.2.86

    ;

    ξ. καὶ τοὺς τένοντας τοῖσι ἐρίοισι Aret.CA1.6

    .
    4 in speaking, comprehend, comprise,

    ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Hdt.3.82

    ;

    πᾶν.. συλλαβὼν εἴρηκας Id.7.16

    .γ; εἰς ἓν πάντα ς. Pl.Sph. 234b, cf. Tht. 147d;

    τὰ ἄλλα εἰς ταὐτό Id.Plt. 263d

    :—[voice] Pass., to be comprehended (logically),

    μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραί Arist.Metaph. 1037b31

    , cf. 998b28; σὺν τῇ ὕλῃ συνειλημμένος, i.e. concrete, opp. abstract, ib. 1039b21, cf. 1035a25, al.
    II lay hands on, seize,

    ὁλκάδας Hdt.6.26

    ;

    κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί S.Aj. 310

    ;

    τέττιγα τοῦ πτεροῦ Archil. 143

    (loosely paraphrased, cf. Hermes 23.279);

    τὰ ποτήμενα συλλαβῆν Theoc.29.30

    ; ξ. τῶν σχοινίων lay hold of them, help to pull, Ar. Pax 437:—[voice] Med., τίς ξυλλάβοιτ' ἂν τοῦ ξύλου; Id.Lys. 313, cf. Pax 465 (lyr.).
    2 seize the person of.., apprehend, arrest, IG12.39.7, Hdt.2.121.έ, Ar.Ach. 206, Antipho 5.29, And.1.45, PCair.Zen. 15v.44, 202.2 (iii B.C.); συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον ib.484.21 (iii B.C.); σ. ζῶντα, ὅμηρον, E.Rh. 513, Or. 1189;

    τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Isoc.4.154

    ; συλλαβόντας αὐτὸν ἴσχειν seize and hold him, IG42(1).122.40 (Epid., iv B.C.):— [voice] Pass., πρὶν ξυλληφθῆναι before they were arrested, Th.1.20, cf. Hdt. 1.80, al., And.1.101, PCair.Zen. 15v.7 (iii B.C.).
    3 of the mind, grasp the meaning of, comprehend, τὸ χρηστήριον, τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνήν, Hdt.1.63,91, 2.49, 4.114;

    παρκείμενον συλλαβὼν τέρας Pi.O.13.73

    , cf. Pl.Sph. 218c, etc.
    III receive at the same time, enjoy together, Hdt.1.32.
    IV of females, conceive, Arist.HA 582a19, GA 727b8, Sor.1.28, etc.;

    ἐν γαστρί Hp.Aph.5.46

    ;

    ξυλλαβοῦσα τὴν γονήν Id.Steril.220

    ; of the womb,

    σ. τὸ σπέρμα Arist.HA 583b29

    , al., cf. Luc.VH1.22: but συνειληφυῖα τοῦ τεκεῖν near to be delivered, LXX 1 Ki.4.19.
    V take with or besides, take as an assistant, τὴν δίκην ς. E.Fr. 584;

    ἄτεγκτον σ. καρδίαν Id.HF 833

    .
    VI c. dat. pers., take pert with another, assist him, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξ. S.Fr. 927, cf. E.Med. 813, Hdt.6.125, etc.; τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ec. 861; σ. τισί τι take part with or assist them in a thing, Id.Lys. 540 (lyr.), X.Cyr.7.5.49, etc.;

    σ. τινί τινος E.Med. 946

    , Ar.V. 734 (lyr.);

    σ. τινί τινι D.18.20

    : with a Prep., συνέλαβε γὰρ ἄλλα.. ἐς τὸ πείθεσθαι contributed towards persuading, Hdt.7.6, cf. X.Mem.2.6.28: abs., assist, A.Ch. 812 (lyr.), S.Tr. 1019 (lyr.), Ar.Eq. 229, Th.1.118; δεῖ δὲ ξυλλαμβάνοντα τοὺς θεοὺς ἐπικαλέεσθαι while invoking the gods one must help oneself, Hp.Insomn.87.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλαμβάνω

  • 28 φάρμακον

    φάρμᾰκον [v. sub fin.], τό,
    A drug, whether healing or noxious: in Hom. the sense is freq. determined by an epith.,

    φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ.., πολλὰ δὲ λυγρά Od.4.230

    ;

    τόδε φ. ἐσθλόν 10.287

    , cf. 292; φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (v. infr. 2); κακὰ φ. ib. 213; φ. λυγρά ib. 236; φ. οὐλόμενον ib. 394;

    ἀνδροφόνον 1.261

    ;

    θυμοφθόρα φ. 2.329

    ; so, after Hom.,

    προσανέα φ. Pi.P.3.52

    ;

    παιώνια A.Ag. 848

    ;

    χρήσιμον Pl.R. 382c

    ;

    θανάσιμα Ph.Bel.103.31

    ;

    ὀλέθριον Luc.Herm. 62

    .
    2 healing remedy, medicine, in Hom. mostly of those applied outwardly,

    ἐπιθήσει φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il.4.191

    ; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218;

    ὀδυνήφατα φ. πάσσων 5.401

    , 900, cf. 11.515, 830, 15.394;

    προσάλειφεν ἑκάστῳ φ. Od.10.392

    ;

    φ. περιαλείφειν Ar.Eq. 906

    ; also of potions,

    πιὼν φάρμακ' Od.10.326

    ;

    φ. πεπωκώς Hdt.4.160

    , cf. Pi. l. c.;

    παρὰ τοῦ ἰατροῦ Pl.R. 406d

    , cf. Grg. 467c;

    φ. χριστόν E.Hipp. 516

    ;

    ἔγχριστον Theoc.11.1

    ;

    ἐπίχριστον Str.17.1.10

    ;

    ἐπίπαστον Theoc.

    l. c.;

    καταπλαστόν Ar.Pl. 716

    ;

    ποτόν E.Hipp.

    l.c.; freq. in Medic. writers, Sor. 1.4, Gal.6.265, etc.; of medicines for cattle, PFlor.222.11 (iii A. D.).
    b c. gen. (v. infr. 11), φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, A.Pr. 251, 606 (lyr.);

    βηχός Phryn.Com.60

    : κεφαλῆς for a head-ache, Pl.Chrm. 155b;

    στραγγουρίας Arist.HA 612b16

    , cf. 624a16;

    μέθης Amphis 37

    ;

    δίψης AP 6.170

    (Thyill.); but ὑγιείας φ. a medicine to restore or maintain health, Aristid.Or.37(2).11.
    3 enchanted potion, philtre: hence, charm, spell, Od.4.220 sq., Ar.Pl. 302, Theoc.2.15, PSI1.64.20 (i B. C.);

    φαρμάκοις τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν Ar.Th. 561

    ; τοιαῦτα ἔχω φ. such charms have I, Hdt.3.85, cf. Apoc.9.21.
    4 poison, S.Tr. 685, E.Med. 385;

    πιεῖν τὸ φ. Antipho6.15

    , Pl.Phd. 57a, 115a;

    φάρμακα ἐσβεβληκέναι ἐς τὰ φρέατα Th.2.48

    ;

    φ. δηλητήρια SIG37

    A 1 (Teos, v B. C.);

    τοξικὸν φ. BGU 21 ii 14

    (iv A. D.).
    5 lye for laundering, Stud.Pal.22.56.12 (iii A. D.).
    II generally, remedy, cure, Hes.Op. 485, Alc.35, etc.; μεῖζον.. τῆς νόσου τὸ φ. the cure too strong for, i. e. worse than, the disease, S.Fr.589.4, cf. Com.Adesp. 455; φ. πραΰ, of a bridle, Pi.O.13.85; φ. τινι for a thing, Thgn. 1134 (pl.), Archil.9;

    πρός τι Arist.Pol. 1321a16

    ;

    ποττὸν ἔρωτα Theoc. 11.1

    ; but most freq. φ. τινός remedy against..

    χλαῖνα.. φ. ῥίγευς Hippon.19

    ;

    Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Simon.87

    ;

    τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω A.Ag. 548

    ; φ. πόνων, λύπης, E.Ba. 283, Fr. 1079; δόλοι.. χρείας ἀνάνδρου φ. ib. 288;

    φόβου Pl.Lg. 647e

    ; λήθης φάρμακα (of γράμματα) E.Fr.578.1; v. εὐδιανός.
    2 c. gen. also, a means of producing something,

    φ. σωτηρίας Id.Ph. 893

    ;

    μνήμης καὶ σοφίας φ. Pl.Phdr. 274e

    ; ὑπομνήσεως ib. 275a, cf. 230d;

    ἀθανασίας Antiph.86.6

    ;

    ἡσυχίας Arist.Pol. 1273b23

    ; φ. μανίας, of the oil applied to wrestlers, D.L.1.104.
    3 ἐπὶ θανάτῳ φ. ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι a remedy or consolation in his own virtue, Pi.P.4.187.
    III dye, paint, colour, Emp.23.3, Hdt.1.98, A.Fr. 134, Ar.Ec. 735, Pl.R. 420c, Plt. 277c, PCair.Zen.789.13 (iii B. C.), etc.
    IV chemical reagent, PLeid.X.25, PHolm.13.46, 22.10, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.160 B.; used by tanners, Sch.Ar.Eq.44, 368.—Cf. φαρμάσσω. [μᾰ; but μᾱ in φαρμακός.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάρμακον

  • 29 ἔξοδος

    ἔξοδος (A), ,
    A going out, opp. εἴσοδος, S.Aj. 798, 806, etc.;

    ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94

    ;

    ἔστι.. λήθη μνήμης ἔ. Pl.Phlb. 33e

    ;

    λήθη ἐπιστήμης ἔ. Id.Smp. 208a

    ;

    ἔ. τοῦ βίον PLond.1.77.57

    (vi A. D.).
    2 marching out, military expedition, Hdt.9.19; κοιναὶ ἔ. ib.26;

    ἔ. ποιεῖσθαι Th. 3.5

    , etc., cf. Ar.Nu. 579; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔ. ποιεῖσθαι, of Leonidas, Hdt.7.223;

    ἔ. ἐξελθεῖν X.HG1.2.17

    ;

    ἐξόδους ἕρπειν κενάς S.Aj. 287

    ;

    τὴν ἐπ' Ὠρεὸν ἔ. D.18.79

    ; ἔ. πεζαί ib.100 (s. v.l.).
    3 procession, Hdt.3.14; esp. of women of rank with their suite,

    ἔ. γυναικεῖαι Pl. Lg. 784d

    , cf. Thphr.Char.22.10;

    ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν D.48.55

    , cf. Lex Solonisap.Plu.Sol.21.
    4 divorce, BGU1105.24 (i B.C.).
    II way out, outlet,

    διὰ τῶν στεγέων Hdt.2.148

    (pl.), cf. Th.1.106, 2.4(sg.);

    πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις A. Th.33

    , cf. 58, 285;

    πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις S.El. 328

    ; εἴσοδοι καὶ ἔ. entrances and exits, POxy.241.20 (i A. D.); of a river,

    ἔ. ἐς θάλασσαν Hdt.7.130

    ;

    ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν εἰς θάλατταν Arist.Pr. 947a19

    .
    b esp. of the Jewish Exodus, LXXEx. tit., etc.
    2 way out of a difficulty, Pl.R. 453e.
    3 of orifices in the body, ἡ ἔ. τοῦ περιττώματος, of the vent or anus, Arist.PA 675b9;

    τῆς τροφῆς Id.HA 507a32

    , cf. 532b6; so of other orifices in the body, ib. 511a27, etc.
    4 delivery,

    ἡ τοῦ ἐμβρύου ἔ. Id.GA 777a27

    , cf. 752b12;

    πρὸς ἔξοδον ἔχειν Lyd.Ost.44

    .
    5 emission of semen, Arist.HA 586a15, al.; κοιλίης ἔξοδοι discharges from the bowel, Aret. SD2.3.
    III end, close, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι (of a truce) Th.5.14;

    ἐπ' ἐ. τῆς ἀρχῆς X.HG5.4.4

    ; ἐπ' ἐ. (- ου vulg.)

    τοῦ ζῆν J.AJ4.8.2

    ;

    ἔ. τοῦ βίου PLond.1.77.57

    : abs., departure, death, Ev.Luc.9.31, 2 Ep.Pet. 1.15, Arr.Epict.4.4.38.
    2 end, issue of an argument, Pl.Prt. 361a.
    b decision of a court, BGU168.15 (ii A. D.).
    3 end of a tragedy, i.e. all that follows the last choral ode, Arist.Po. 1452b21; ἔξοδον αὐλεῖν play the chorus off the stage (their exit being led by an αὐλητής), Ar.V. 582, cf.Sch.
    IV outgoing, payment of money, IG14.422 ([place name] Tauromenium), 5(1).1390.50 (Andania, i B. C.), Plb.6.13.2; opp. εἴσοδος, Test.Epict.6.34: pl., D.H.10.30.
    V street, LXX 2 Ki.22.43.
    ------------------------------------
    ἔξοδος (B), ον,
    A promoting the passage,

    λίθων Aret.CD2.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξοδος

  • 30 κρίνω

    κρίνω, (1) scheiden, trennen, sondern, sichten; auch = ordnen. Daher auswählen, die Besten aussondern; auch im med., κρίνασθαι ἀρίστους, sich die Besten auslesen; τὸ ἀλ, ϑές τε καὶ μή, das Wahre vom Falschen unterscheiden. Daher (2) Streitigkeiten entscheiden, schlichten, den Ausschlag geben; νείκεα κρίνειν, Händel schlichten; σκολιὰς ϑέμιστας κρίνειν, krumme, ungerechte Richtersprüche fällen; δίκην κρίνειν, einen Prozess aburteilen, entscheiden; beurteilen, τὰς ϑεάς, d. i. zwischen ihnen entscheiden; προς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν, nach dem Gelde; urteilen; ὃν ἂν κρίνω ἐῤῥωμενέστατον εἶναι, nach meinem Urteil jedesmal den stärksten; τὴν πόλιν τῶν πόλεων ἀϑλιωτάτην ἔκρινας, den Staat für den unglücklichsten erklären; κρίνω σε νικᾶν, ich erkläre dich für den Sieger; so besonders in den Wettkämpfen: entscheiden, wer Sieger ist. Daher auch: vorziehen, κρί. νω δ' ἄφϑονον ὄλβον, eigtl. ich entscheide mich für ein solches Glück; τὰ ὑφ' ὑμῶν κριϑέν-τα, das von euch Gebilligte, wofür ihr euch entscheidet; κεκριμένος, probatus. Pass. u. med. (1) von den streitenden Parteien, mit einander rechten, streiten, einen Streit unter sich ausmachen; Τιτήνεσσι κρίναντο, sie kämpften mit den Titanen; οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα, ich werde nicht mit dir mehr rechten. (2) ὀνεί. ρους κρίνασϑαι, Träume auslegen, deuten. (3) bei den Attikern geradezu = zur Verantwortung ziehen, anklagen; so heißen die Richter περὶ προδοσίας κρίνοντες, aber der Ankläger ὁ τὸν προδόντα κρίνων, wie ὁ κρινόμενος der Angeklagte; αὐτὸν ἔκρινε κακώσεως ἐπαρχίας, repetundarum accusavit; κρίνεσϑαι τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ, auf Tod u. Leben angeklagt werden; auch ὅτ' ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν ϑανάτου, als ihm der Capitalprozess gemacht wurde; ὁ κρινόμενος, der Angeklagte. Auch = Strafe zuerkennen, verurteilen. Allgem. = untersuchen, fragen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κρίνω

  • 31 φάρμακον

    φάρμακον, τό, jedes künstliche Mittel, bes. zur Hervorbringung physischer Wirkungen; (1) Heilmittel, Arzneimittel, sowohl gegen äußerliche Verletzungen als gegen innere Krankheiten, sowohl äußerlich, als innerlich zu brauchen. Nach der Art des Gebrauches unterschieden die Alten χριστά; (2) Gift, tödliches, Verderben, Unheil bringendes Mittel; (3) Zaubermittel; denn dem einfachen Naturmenschen gilt Arznei, Gift und Zaubermittel für eins; sowohl von Zaubertränken und Salben, als von Zauberformeln und Beschwörungen; jedes geheime Mittel, etwas zu bewirken; (4) Übh. Hilfsmittel, Gegenmittel; αὐρᾶν ψυχρᾶν, gegen kalte Lüfte; aber auch Erregungsmittel; so heißt der Wein φάρμακον ἀφροσύνης, der Raserei erregt, u. Anacharsis nannte das Salböl der Ringer φάρμακον μανίας, wodurch sie gleichsam Wut gegen einander hervorzaubern; (5) Färbemittel; Schminke, Malerfarbe. Auch Reizmittel, den Wohlgeschmack der Speisen zu erhöhen, Würze; dah. übertr., κάλλιστον φάρμακον ἀρετᾶς ἐπὶ ϑανάτῳ εὑρέ-σϑαι, die Würze, welche die Tugend selbst dem Tode gibt

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > φάρμακον

  • 32 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 33 θάνατος

    θᾰνᾰτος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον.)
    1 death

    ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31

    Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82

    θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42

    ὥρᾳ ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε ( μόρον coni. Mommsen) O. 10.105

    ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ θανάτῳ P. 3.42

    ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.186

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός P. 6.39

    νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (Er. Schmid, Wil.: θάνατον v. l.) P. 11.57

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον Πελίαο παῖς N. 4.59

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται N. 7.19

    πεῖραν ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι N. 9.29

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77 θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενονN. 10.83 ]

    τό οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10

    ]μαν θάνατον[ Δ. 1. 3. Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος τὸν ἱρόθυτον θάνατον (τὸν ἱρ. θα. secl. Sternbach) fr. 78. 3. θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (sc. κύων) fr. 107a. 4. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131b. 1.

    Lexicon to Pindar > θάνατος

  • 34 δίδωμι

    δίδωμι (Hom.+) by-form διδῶ (B-D-F §94, 1; Rob. 311f) Rv 3:9 (δίδω Tregelles, δίδωμι v.l.), 3 sg. διδοῖ (GrBar 7:2), 3 pl. διδόασι; impf. 3 sg. ἐδίδου, ἐδίδει (Hs 6, 2, 7; cp. Mk 4:8 cod. W), 3 pl. ἐδίδουν, ἐδίδοσαν J 19:3; ptc. διδῶν (Hs 8, 3, 3); fut. δώσω; 1 aor. ἔδωκα, subj. 3 sg. δώσῃ J 17:2; Rv 8:3 v.l. (on this W-S.§14, 9; B-D-F §95, 1; Rob. 308f), 1 pl. δώσωμεν Mk 6:37 v.l., 3 pl. δώσωσιν Rv 4:9 v.l.; pf. δέδωκα; plpf. ἐδεδώκειν (and without augm. δεδώκειν Mk 14:44; Lk 19:15; J 11:57); 2 aor. subj. 3 sg. δῷ J 15:16 (δώῃ v.l.); also in the form δώῃ Eph 1:17; 2 Ti 2:25 (in both δῷ as v.l.): in all these cases read δώῃ subj., not δῴη opt., s. below; δοῖ Mk 8:37 (B-D-F §95, 2; Mlt. 55; Rdm.2 97f and Glotta 7, 1916, 21ff; GKilpatrick in Festschrift JSchmid ’63, 135), pl. δῶμεν, δῶτε, δῶσιν; 2 aor. opt. 3 sg. Hellenist. (also LXX) δῴη for δοίη Ro 15:5; 2 Th 3:16; 2 Ti 1:16, 18 (on Eph 1:17; 2 Ti 2:25 s. above); 2 aor. impv. δός, δότε, inf. δοῦναι, ptc. δούς; pf. δέδωκα LXX. Pass.: 1 fut. δοθήσομαι (W-S. §14, 8ff); 1 aor. ἐδόθην; pf. δέδομαι.
    to give as an expression of generosity, give, donate as a gen. principle: μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν it is more blessed to give than to receive Ac 20:35 (Theophyl. Sim., Ep. 42 τὸ διδόναι ἢ τὸ λαβεῖν οἰκειότερον); cp. 1 Cl 2:1; Hm 2:4ff (the contrast δίδωμι … λαμβάνω is frequently found: Epicharmus, Fgm. 273 Kaibel; Com. Fgm. Adesp. 108, 4 K.; Maximus Tyr. 32, 10c ὀλίγα δούς, μεγάλα ἔλαβες; Sir 14:16; Tat. 29, 2).—On the logion Ac 20:35 s. Unknown Sayings 77–81: giving is blessed, not receiving (cp. EHaenchen on Ac 20:35; Aristot., EN 4, 3, 26; Plut., Mor. 173d). S. μᾶλλον 3c. δὸς τοῖς πτωχοῖς give to the poor Mt 19:21 (HvonCampenhausen, Tradition u. Leben ’60, 114–56). τινὶ ἔκ τινος give someone some (of a substance: Tob 4:16; Ezk 48:12) Mt 25:8. S. also 7:11; 14:7.
    to give someth. out, give, bestow, grant δ. δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα put a ring on the finger Lk 15:22 (cp. Esth 3:10—δίδωμί τι εἰς τ. χεῖρα also Aristoph., Nub. 506; Herodas 3, 70). give τινί τι someth. to someone τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν Mt 7:6 (Ps.-Lucian, Asin. 33 τὰ ἔγκατα τοῖς κυσὶ δότε).—A certificate of divorce to one’s wife 5:31 (Dt 24:1; conversely of the wife Just., A II, 2, 6 ῥεπούδιον δοῦσα); without dat. 19:7. Of bread (w. dat. or acc. somet. to be supplied fr. the context) 26:26f; Mk 2:26; 14:22; Lk 6:4; 11:7f; 22:19; J 21:13 (difft. Mt 14:19; 15:36; Mk 6:41; 8:6 the disciples transfer to others what they have received). W. inf. foll. δ. τινὶ φαγεῖν give someone someth. to eat Mt 14:16; 25:35, 42; Mk 5:43; 6:37; J 6:31 al. (cp. Gen 28:20; Ex 16:8, 15; Lev 10:17); someth. to drink Mt 27:34; Mk 15:23; J 4:7; Rv 16:6 (Hdt. 4, 172, 4; Aristoph., Pax 49; Jos., Ant. 2, 64; schol. on Nicander, Alexiph. 146 δὸς πιεῖν τί τινι, without dat. 198; PGM 13, 320 δὸς πεῖν[=πιεῖν]; Jos., Ant. 2, 64).—τὰς ῥάβδους GJs 9:1.—Lk 15:29 (Hipponax 43 Deg.).
    to express devotion, give δόξαν δ. θεῷ give God the glory, i.e. praise, honor, thanks (Josh 7:19; Ps 67:35; 1 Esdr 9:8; 2 Ch 30:8 and oft.) Lk 17:18; J 9:24 (practically=promise under oath to tell the truth); Ac 12:23 al. δόξαν καὶ τιμήν (2 Ch 32:33) give glory and honor Rv 4:9. Through a sacrificial offering θυσίαν δ. bring an offering Lk 2:24 (cp. Jos., Ant. 7, 196 θυσίαν ἀποδοῦναι τ. θεῷ).
    to cause to happen, esp. in ref. to physical phenomena, produce, make, cause, give fig. extension of mng. 1 ὑετὸν δ. (3 Km 17:14; Job 5:10; Zech 10:1; PsSol 5:9) yield rain Js 5:18; send rain Ac 14:17. τέρατα cause wonders to appear Ac 2:19 (Jo 3:3). Of heavenly bodies φέγγος δ. give light, shine Mt 24:29; Mk 13:24 (cp. Is 13:10). Of a musical instrument φωνὴν δ. (cp. Ps 17:14; 103:12; Jdth 14:9; Pind., N. 5, 50b [93]) produce a sound 1 Cor 14:7f.
    to put someth. in care of another, entrust
    of things entrust τινί τι someth. to someone money Mt 25:15; Lk 19:13, 15; the keys of the kgdm. Mt 16:19; perh. Lk 12:48. W. εἰς τὰς χεῖρας added J 13:3 (cp. Gen 39:8; Is 22:21; 29:12 al.) or ἐν τῇ χειρί τινος 3:35 (cp. Jdth 9:9; Da 1:2; 7:25 Theod.; 1 Macc 2:7). Of spiritual things J 17:8, 14; Ac 7:38.
    of pers. τινά τινι entrust someone to another’s care J 6:37, 39; 17:6, 9, 12, 24; Hb 2:13 (Is 8:18).
    of payment pay, give τινί τι Mt 20:4; 26:15; 28:12; Mk 14:11; Lk 22:5; Rv 11:18. Fig. repay someone (Mélanges Nicole, var. contributors, JNicole Festschr. 1905, p. 246 [HvanHerwerden=PLips 40 III, 3 p. 129] λίθῳ δέδωκεν τῷ υἱῷ μου; Ps 27:4) Rv 2:23. Of taxes, tribute, rent, etc. τινὶ ἀπό τινος pay rent of someth. Lk 20:10 (cp. 1 Esdr 6:28). τὶ pay (up), give someth. Mt 16:26; 27:10; Mk 8:37; δ. κῆνσον, φόρον καίσαρι pay tax to the emperor (Jos., Bell. 2, 403) Mt 22:17; Mk 12:14; Lk 20:22. Of inheritance pay out a portion of property Lk 15:12.
    as commercial t.t. for bookkeeping λόγον δ. render account (POxy 1281, 9 [21 A.D.]; PStras 32, 9 δότω λόγον; cp. Phil 4:15) Ro 14:12.
    of a bank deposit, equivalent to τιθέναι put, place, deposit ἀργύριον ἐπὶ τράπεζαν put money in the bank Lk 19:23.
    appoint to special responsibility, appoint (Num 14:4) κριτάς judges Ac 13:20; w. double acc. appoint someone someth. (PLille 28, II [III B.C.] αὐτοῖς ἐδώκαμεν μεσίτην Δωρίωνα) τοὺϚ μὲν ἀποστόλους some (to be) apostles Eph 4:11. τινὰ κεφαλήν make someone head 1:22. Also δ. τινὰ εἴς τι B 14:7 (Is 42:6).
    to cause someth. to happen, give (Philo, Leg. All. 3, 106 δ. χρόνον εἰς μετάνοιαν) δ. γνῶσιν σωτηρίας= to give (his people) knowledge of salvation = to tell (his people) how to be saved Lk 1:77.
    to bear as a natural product, yield, produce of a field and its crops καρπὸν δ. yield fruit (Ps 1:3) Mt 13:8; Mk 4:7f; fig. ἔδωκεν μοὶ Κύριος καρπὸν δικαιοσύνης αὐτοῦ GJs 6:3 (Pr 11:30).
    to dedicate oneself for some purpose or cause, give up, sacrifice τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον my body, given up for you Lk 22:19 (cp. Thu. 2, 43, 2; Libanius, Declam. 24, 23 Förster οἱ ἐν Πύλαις ὑπὲρ ἐλευθερίας τ. Ἑλλήνων δεδωκότες τὰ σώματα; of Menas δ. ἀπροφασίστως ἑαυτόν ‘gave of himself unstintingly’ OGI 339, 19f; Danker, Benefactor 321–23; for use of δ. in a testamentary context cp. Diog. L. 5, 72); ἑαυτὸν (τὴν ψυχὴν) δ. give oneself up, sacrifice oneself (ref. in Nägeli 56; 1 Macc 6:44; 2:50) w. dat. 2 Cor 8:5. λύτρον ἀντι πολλῶν give oneself up as a ransom for many Mt 20:28; Mk 10:45 (ἀντί 3). Also ἀντίλυτρον ὑπέρ τινος 1 Ti 2:6. ὐπέρ τινος for or because of a person or thing J 10:15 v.l.; Gal 1:4; Tit 2:14; AcPl Ha 8, 24 (on the form of these passages s. KRomaniuk, NovT 5, ’62, 55–76). ἑαυτὸν δ. τῷ θανάτῳ ISm 4:2 (cp. Just., A I, 21, 2 πυρί); δ. ἑαυτὸν εἰς τὸ θηρίον face the beast Hv 4, 1, 8.
    to cause (oneself) to go, go, venture somewhere (cp. our older ‘betake oneself’) (Polyb. 5, 14, 9; Diod S 5, 59, 4; 14, 81, 2; Jos., Ant. 7, 225; 15, 244) εἰς τὸ θέατρον Ac 19:31; εἰς τὴν ἔρημον GJs 1:4.
    to use an oracular device, draw/cast lots Ac 1:26.
    to grant by formal action, grant, allow, freq. of God (cp. 7 above) ἐξουσίαν δ. (Hippol., Ref. 5, 26, 21 grant someone the power or authority, give someone the right, etc. (cp. TestJob 20:3; Jos., Ant. 2, 90, Vi. 71) Mt 9:8; 28:18; 2 Cor 13:10; Rv 9:3; 1 Cl 61:1; τοῦ πατεῖν ἐπάνω τινός tread on someth. Lk 10:19. τὴν σοφίαν τοῦ γράψαι τὴν ἱστορίαν ταύτην the ability to write this account GJs 25:1. ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπί Lk 9:1 (cp. Just., D. 30, 3 ἔδωκεν αὐτῷ δύναμιν). ταῦτά σοι πάντα δώσω i.e. put them under your control Mt 4:9 of the devil. Simple δ. w. inf. (Appian, Liby. 19 §78 ἢν [=ἐὰν] ὁ θεὸς δῷ ἐπικρατῆσαι 106 §499) δέδοται it is given, granted to someone γνῶναι τὰ μυστήρια to know the secrets Mt 13:11; cp. ἡ δοθεῖσα αὐτῷ γνῶσις B 9:8 (Just., D. 7, 3 εἰ μή τῳ θεός δῷ συνιέναι) ἔδωκεν ζωὴν ἔχειν he has granted (the privilege) of having life J 5:26. μετὰ παρρησίας λαλεῖν to speak courageously Ac 4:29 and oft. Rather freq. the inf. is to be supplied fr. the context (Himerius, Or. 38 [4], 8 εἰ θεὸς διδοίη=if God permits) οἷς δέδοται sc. χωρεῖν Mt 19:11. ἦν δεδομένον σοι sc. ἐξουσίαν ἔχειν J 19:11. W. acc. and inf. foll. (Appian, Mithrid. 11, §37; Heliodorus 5, 12, 2 δώσεις με πιστεύειν) οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν you will not permit your holy one to see corruption Ac 2:27; 13:35 (both Ps 15:10). ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι granted that he should be plainly seen 10:40. δὸς … ῥαγήναι τὰ δέσμα grant that our chains be broken AcPl Ha 3,11f. Pregnant constr.: grant, order (Diod S 9, 12, 2 διδ. λαβεῖν=permit to; 19, 85, 3 τὶ=someth.; Appian, Bell. Civ. 4, 125 §524 ὁ καιρὸς ἐδίδου=the opportunity permitted; Biogr. p. 130 ἐδίδου θάπτειν τ. ἄνδρα) ἐδόθη αὐτοῖς ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν orders were given them not to kill Rv 9:5; cp. 19:8.—Of an oath w. double inf. Lk 1:73f. S. also 17 below.
    to cause to come into being, institute περιτομὴν δ. institute circumcision B 9:7.
    give up, someth. that has been under one’s control for a relatively long time, give up, give back ἡ θάλασσα τ. νεκρούς the sea gave up its dead Rv 20:13.
    to proffer someth., extend, offer χεῖρα hold out one’s hand (to someone) Ac 9:41 (cp. 1 Macc 6:58; 2 Macc 12:11; Jos., Bell. 6, 318). (τὸν) μαστὸν τῇ παῖδι GJs 5:2; 6:3.
    In many phrases this word relates to an activity or an abstract object, and with tr. freq. determined by the noun object; cp. 13 above.
    of humans: of a plan conceived in a meeting give counsel or advice: δ. for ποιεῖν (cp. κατά A2b β and s. s.v. συμβούλιον), which is read by some mss., in συμβούλιον δ. conspired (against Jesus) Mk 3:6. ἀφορμὴν δ. give an occasion (for someth.) 2 Cor 5:12; Hm 4, 1, 11; μαρτυρίαν δ. give testimony 1 Cl 30:7; δ. τὸ μαρτύριον bear witness AcPl Ha 4, 28; γνώμην δ. give an opinion 1 Cor 7:25; 2 Cor 8:10; ἐγκοπὴν δ. cause a hindrance 1 Cor 9:12; ἐντολὴν δ. command, order J 11:57; 12:49; 1J 3:23; ἐντολὴν καινὴν δ. give a new commandment J 13:34; εὔσημον λόγον δ. speak plainly or intelligibly 1 Cor 14:9; παραγγελίαν δ. give an instruction 1 Th 4:2; δ. τὴν ἐν [κυρίῳ σφραγίδα] seal in the Lord AcPl Ha 11, 23 (restored after the Coptic); προσκοπὴν δ. put an obstacle in (someone’s) way 2 Cor 6:3; δ. ἐκδίκησιν take vengeance 2 Th 1:8; ῥάπισμα δ. τινί slap someone J 18:22; 19:3; σημεῖον δ. give a sign Mt 26:48; τόπον δ. τινί make room for someone (Plut., Gai. Gracch. 840 [13, 3]) Lk 14:9; fig. leave room for Ro 12:19 (cp. τόπος 4); Eph 4:27. ὑπόδειγμα δ. give an example J 13:15; φίλημα δ. τινί give someone a kiss Lk 7:45.—δὸς ἐργασίαν Lk 12:58 is prob. a Latinism=da operam take pains, make an effort (B-D-F §5, 3b note 9; Rob. 109), which nevertheless penetrated the popular speech (OGI 441, 109 [senatorial decree 81 B.C.]; POxy 742, 11 [colloq. letter 2 B.C.] δὸς ἐργασίαν; PMich 203, 7; 466, 33f [Trajan]; PGiss 11, 16 [118 A.D.]; PBrem 5, 8 [117/119 A.D.]).
    esp. oft. of God (Hom. et al.) and Christ: give, grant, impose (of punishments etc.), send, of gifts, peace τινί τι Eph 4:8; 1 Cl 60:4; τινί τινος give someone some of a thing Rv 2:17. Also τινὶ ἔκ τινος 1J 4:13. τὶ εἴς τινα 1 Th 4:8 (Ezk 37:14); εἰς τὰς καρδίας put into the hearts Rv 17:17 (cp. X., Cyr. 8, 2, 20 δ. τινί τι εἰς ψυχήν). Also ἐν τ. καρδίαις δ. (cp. ἐν 3) 2 Cor 1:22; 8:16 (cp. Ezk 36:27). εἰς τὴν διάνοιαν Hb 8:10 (Jer 38: 33); ἐπὶ καρδίας Hb 10:16 (δ. ἐπί w. acc. as Jer 6:21, and s. Jer 38:33 ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω). W. ἵνα foll. grant that Mk 10:37.—The pass. occurs very oft. in this sense (Plut., Mor. 265d; 277e) Lk 8:10; Rv 6:4; 7:2; 13:7, 14f and oft. ἐκδίκησιν διδόναι τινί inflict punishment on someone 2 Th 1:8; βασανισμὸν καὶ πένθος δ. τινί send torment and grief upon someone Rv 18:7; ὄνομα δ. GJs 6:2, χάριν δ. (Jos., Bell. 7, 325) Js 4:6; 1 Pt 5:5 (both Pr 3:34); GJs 14:2; υἱοθεσίαν AcPl Ha 2, 28; 9,12; ἄφεσιν ἁμαρτιῶν 2, 30f; μεγαλεῖα 6,13. W. gen. foll. over someone Mt 10:1; Mk 6:7; J 17:2.—B. 749. Schmidt, Syn. 193–203. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δίδωμι

  • 35 κρίνω

    κρίνω (s. κρίμα; Hom.+) fut. κρινῶ; 1 aor. ἔκρινα; pf. κέκρικα; plpf. 3 sg. κεκρίκει (on the lack of augment s. B-D-F §66, 1; W-S. §12, 4; Mlt-H. 190; ἐκεκρίκει Just., D. 102, 2). Pass.: impf. ἐκρινόμην; 1 fut. κριθήσομαι; 1 aor. ἐκρίθην; pf. κέκριμαι. Primary mng.: ‘to set apart so as to distinguish, separate’, then by transference
    to make a selection, select, prefer (Aeschyl., Suppl. 39 τὶ; Pla., Rep. 3, 399e κρίνειν τινὰ πρό τινος ‘prefer someone to someone’, cp. Phlb. 57e; Himerius, Or. 40 [=Or. 6], 3 κ. τί τινι=select someth. because of someth. [a place because of its size]; κ. τὸ πρακτέον καὶ μὴ πρακτέον Did., Gen. 27, 3) ὸ̔ς μὲν γὰρ κρίνει ἡμέραν παρʼ ἡμέραν the one prefers one day to another Ro 14:5a. In the other half of the sentence ὸ̔ς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν, κ. prob. has the sense recognize, approve (X., Hell. 1, 7, 34 ἔκριναν τὴν τῆς βουλῆς γνώμην) the other holds every day in esteem vs. 5b. Closely associated is mng.
    to pass judgment upon (and thereby seek to influence) the lives and actions of other people
    judge, pass judgment upon, express an opinion about Mt 7:1a, 2a; Lk 6:37a; 1 Cl 13:2; Pol 2:3 (Sextus 183 ὁ κρίνων ἄνθρωπον κρίνεται ὑπὸ τ. θεοῦ). κ. δικαίως D 4:3; B 19:11. κ. κατʼ ὄψιν by the outward appearance J 7:24a. κατὰ τὴν σάρκα 8:15. τὴν δικαίαν κρίσιν κ. pass a right judgment 7:24b (on the expr. cp. Dt 16:18). This is perh. the place for 1 Pt 4:6 ἵνα κριθῶσιν κατὰ ἀνθρ. (s. ESelwyn, comm. ad loc. ref. to Lghtf.; cp. Wsd 3:4).
    esp. pass an unfavorable judgment upon, criticize, find fault with, condemn (Epict. 2, 21, 11) Ro 2:1abc, 3; 14:3f, 10, 13a (a play on words, w. κρίνειν used in two different mngs. in the same vs.; s. 4 below on vs. 13b); Col 2:16; Js 4:11, 12; D 11:12. μή τι κρίνετε do not pronounce judgment on anything 1 Cor 4:5. ἱνατί γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως; why is my freedom (of action) to be unfavorably judged by another person’s scruples? 1 Cor 10:29. μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτόν happy is the one who finds no fault w. himself Ro 14:22.—Also of a human judgment directed against God ὅπως ἂν νικήσεις ἐν τῷ κρίνεσθαί σε that you may win when you are judged Ro 3:4 (OMichel in KEK prefers active sense); 1 Cl 18:4 (both Ps 50:6).
    to make a judgment based on taking various factors into account, judge, think, consider, look upon w. double acc. of the obj. and the predicate (Soph., Oed. R. 34; Pla., Rep. 9, 578b and s. Cebes 39, 4; 3 Macc 2:33; Just., D. 112, 1) οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτούς you do not consider yourselves worthy Ac 13:46 (Jos., Ant. 6, 159 ὸ̔ν αὐτὸς τ. βασιλείας ἄξιον ἔκρινεν; EpArist 98); cp. PtK 3 p. 15, 17. τὰ ὑστερήματα αὐτῶν ἴδια ἐκρίνετε you considered their shortcomings as your own 1 Cl 2:6. Pass. (Thu. 2, 40, 3; Jos., Ant. 4, 193) τί ἄπιστον κρίνεται παρʼ ὑμῖν; why do you think it is incredible? Ac 26:8 (Jos., Ant. 18, 76 ἄπιστα αὐτὰ κρίνειν).—Foll. by acc. w. inf. (Pla., Gorg., 452c, Rep. 9, 578b; X., An. 1, 9, 5; 28) κεκρίκατέ με πιστὴν … εἶναι Ac 16:15.—W. inf. foll. κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς κτλ. 15:19.—Foll. by τοῦτο ὅτι 2 Cor 5:14.—W. direct quest. foll. ἐν ὑμῖν αὐτοῖς κρίνατε judge, decide for yourselves 1 Cor 11:13.—W. indirect quest. foll. (Thu. 4, 130, 7 κρίναντες ἐν σφίσιν αὐτοῖς, εἰ … ; X., Cyr. 4, 1, 5) εἰ δίκαιόν ἐστιν, ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ θεοῦ, κρίνατε decide whether it is right to obey you rather than God Ac 4:19.—κρίνατε ὑμεῖς ὅ φημι pass your own judgment on what I say 1 Cor 10:15.—ὀρθῶς ἔκρινας you have judged rightly Lk 7:43.
    to come to a conclusion after a cognitive process, reach a decision, decide, propose, intend (Isocr. 4, 46; Polyb. 3, 6, 7; 5, 52, 6; 9, 13, 7; Epict. 2, 15, 7; Appian, Bell. Civ. 14, 118 §497 ὅταν οἱ θεοὶ κρίνωσιν; LXX) τί οὖν θέλετε, κρίνατε (restored) so decide now what you wish (to be done); w. inf. (Diod S 4, 33, 10; 17, 95, 1; UPZ 42, 37 [162 B.C.]; PTebt 55, 4 [II B.C.] ἔκρινα γράψαι; PLond III, 897, 11 p. 207 [84 A.D.]; 1 Macc 11:33; 3 Macc 1:6; Jdth 11:13; Wsd 8:9; Jos., Ant.7, 33; 12, 403; 13, 188; Did., Gen. 179, 7) Ac 3:13; 20:16; 25:25; 1 Cor 2:2; 5:3; Tit 3:12. W. τοῦ and inf. (B-D-F §397, 2) ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς Ac 27:1. ἐπεὶ ἤδη σεαυτῷ κέκρικας τοῦ μὴ δύνασθαι τὰς ἐντολὰς ταύτας ὑπὸ ἀνθρώπου φυλαχθῆναι since you have already decided in your own mind that these commandments cannot be kept by anyone Hm 12, 3, 6.—W. acc. and inf. (2 Macc 11:25, 36; 3 Macc 6:30; TestSol 10:8; SibOr 3, 127; Just., D. 102, 2) Ac 21:25 (even in the substantially different rdgs.). τοῦτο κέκρικεν …, τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον he has determined this, namely to keep his fiancée (pure and undefiled) 1 Cor 7:37 (s. s.v. γαμίζω 2; Diod S 4, 73, 2 of a father: κρίναι ταύτην [i.e. his daughter] παρθένον διαφυλάττειν). τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα but rather decide this, (namely) to give no offense Ro 14:13b. ἔκρινα ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ … ἐλθεῖν 2 Cor 2:1. τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τ. ἀποστόλων Ac 16:4 (cp. Polyb. 5, 52, 6 πράξας τὸ κριθέν; Epict. 2, 15, 7 τοῖς κριθεῖσιν ἐμμένειν δεῖ).
    to engage in a judicial process, judge, decide, hale before a court, condemn, also hand over for judicial punishment, freq. as a legal t.t. (in a forensic sense Hom. et al.; ins, pap, LXX).
    of a human court
    α. act. and pass. abs. Ac 13:27. W. adv. GPt 3:7. κ. τινά: κατὰ τὸν νόμον J 18:31; Ac 23:3; 24:6 v.l. οὐδὲ ἐγὼ κρίνω ὑμᾶς GJs 16:3. Of the right of the apostle and the church to judge believers 1 Cor 5:12ab. μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον; does our law (personified) judge a person? J 7:51 (Appian, Bell. Civ. 3, 50 §205 certain senators desire that before Mark Antony is declared a public enemy he should be brought to trial, ὡς οὐ πάτριον σφίσιν ἀκρίτου καταδικάζειν ‘on the ground that it was not their ancestral custom to condemn someone without a hearing’). ἐκ τ. στόματός σου κρινῶ σε I will punish you on the basis of your own statement Lk 19:22. Pass. Ac 25:10. κρίνεσθαι ἐπί τινι be on trial because of a thing 26:6 (Appian, Basil. 12 κρινόμενος ἐπὶ τῷδε=be brought to trial because of this thing; likew. Iber. 55 §233; Ath. 2, 3; of God ApcrEzk Fgm. d). Also περί τινος (Diod S 12, 30, 5) 23:6; 25:20; w. addition of ἐπί w. gen. of the court of judicature before someone (schol. on Hes., Op. 9) 24:21; 25:9; D 11:11.—τί δὲ καὶ ἀφʼ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον; Lk 12:57, which leads over into the sphere of jurisprudence (vs. 58), means: why cannot you yourselves decide what is right? (cp. the prayer for vengeance fr. Amorgos [BCH 25, 1901 p. 416; Dssm., LO 94=LAE 118] ἐπάκουσον, θεά, καὶ κρῖναι τὸ δίκαιον; cp. Appian, Mithrid. 89 §403 κρίνειν τὴν μάχην=decide the battle; Just., A II, 15, 5).
    β. mid. and pass.: ‘dispute, quarrel, debate’, also go to law (so Thu. 4, 122, 4 δίκῃ κρίνεσθαι; Hos 2:4 al. in LXX; TestSol 4:4ff D; Mel., P. 101, 773) τινί with someone (Job 9:3; 13:19) Mt 5:40; B 6:1 (Is 50:8); μετά τινος (Vi. Aesopi W 76 κριθῆναί με μετὰ τῆς κυρίας μου ἐπὶ σοί=I am pleading my case with my mistress before you; Eccl 6:10) 1 Cor 6:6. ἐπί τινος before someone (as judge) vs. 1 (on the beginning of 1 Cor 6 cp. the decree of Alexander to the Greeks in Ps.-Callisth. 2, 21, 21: βούλομαι δὲ μὴ ἐν ἑαυτοῖς κρίνειν ὅσον τις ὑμῶν ἔχει πρὸς ἕτερον, οὐδὲ ἐφʼ οὗ βούλεσθε=it is my wish [will] that you are not to go to law among yourselves, no matter what any of you may have against another, nor before anyone you wish).
    of the divine tribunal
    α. occupied by God or Christ: abs. administer justice, judge J 5:30; 8:16, 50; cp. vs. 26; Rv 6:10; B 5:7. Pass. be judged Mt 7:1b, 2b; Lk 6:37b; Rv 11:18.—W. acc. foll. (PGM 4, 1013 of Horus ὁ κρίνων τὰ πάντα) J 5:22; 8:15b. τοὺς ἔξω 1 Cor 5:13. ζῶντας καὶ νεκρούς judge the living and the dead 2 Ti 4:1; 1 Pt 4:5; B 7:2. τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων Ro 2:16. τὸν κόσμον B 4:12 (TestAbr A 13 p. 92, 10 [Stone p. 32]; ApcEsdr 3:3 p. 27, 8 Tdf.). τὴν οἰκουμένην Ac 17:31; AcPl Ha 9, 29. κ. κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον judge each one by what that person does 1 Pt 1:17; cp. Rv 20:13. ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν the dead were judged by what was written in the books (of life and of death), in accordance w. their deeds vs. 12; δικαίως κ. judge uprightly (Sotades [280 B.C.] Fgm. 11, 2 Diehl2 II 6 p. 191 [in Stob. 4, 34, 8 vol. V p. 826, 5=Coll. Alex. p. 243] ὁ παντογενὴς … οὐ κρίνει δικαίως) 1 Pt 2:23; B 19:11. Also ἐν δικαιοσύνῃ Rv 19:11. διὰ νόμου κρίνεσθαι be judged on the basis of the law Js 2:12.—Oft. the emphasis is unmistakably laid upon that which follows the Divine Judge’s verdict, upon the condemnation or punishment: condemn, punish (opp. σῴζειν as TestJud 24:6; Mel., P. 104, 810; cp. ApcEsdr 1, 11 p. 25, 3 Tdf. ἐμὲ κρῖνον ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν ἁμαρτωλῶν) J 3:17; cp. 18ab; 12:47ab, 48a; cp. 48b; Ac 7:7 (Gen 15:14); Dg 7:5f (opp. ἀγαπᾶν). διὰ νόμου κ. punish on the basis of the law Ro 2:12.—3:6f; 1 Cor 11:31f (here of the temporal punishment which God brings upon sinners); 2 Th 2:12; Hb 10:30 (κρινεῖ κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ the Lord will judge = punish his people is derived fr. Dt 32:36=Ps 134:14, where the judgment of God is spoken of, resulting in the vindication of the innocent [the thought prominent in the two OT pass.] and the punishment of the guilty [the thought prominent in the Hb pass.]); 13:4; Js 5:9; for 1 Pt 4:6 s. 2a above; Rv 18:8; 19:2; B 15:5.—W. the punishment given κ. διὰ πυρός 1 Cl 11:1; διὰ τῶν μαστίγων 17:5. κεκριμένοι ἤδη τῷ θανάτῳ already condemned to death B 10:5. Also εἰς θάνατον condemned to death Hs 9, 18, 2. οἱ κρινόμενοι ἀσεβεῖς the godless, who are condemned 2 Cl 18:1. Of the devil ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται J 16:11.—ταῦτα ἔκρινας you have imposed these punishments Rv 16:5.—On κρίνειν τὸ κρίμα 18:20 s. κρίμα 4.
    β. occupied by those who have been divinely commissioned to judge: the 12 apostles judge the 12 tribes Mt 19:28; Lk 22:30 (PBatiffol, RB n.s. 9, 1912, 541–43. But here κ. could have the broader sense rule; cp. 4 Km 15:5; Ps 2:10; 1 Macc 9:73; PsSol 17:29). κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία … σέ the one who is physically uncircumcised will sit in judgment upon you Ro 2:27. οἱ ἅγιοι as judges of the cosmos 1 Cor 6:2ab (κρίνεσθαι ἐν: Diod S 19, 51, 4.—On the saints as co-rulers with God cp. Epict., Ench. 15; Sallust. 21 p. 36, 14) as well as of the angels vs. 3 (cp. Da 7:22).
    to ensure justice for someone, see to it that justice is done (LXX) τινί to someone 1 Cl 8:4 (Is 1:17).—B. 1428. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κρίνω

  • 36 τε

    τε A
    1 connective,
    a joining words and phrases.

    ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38

    νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62

    βίαν παρθένον τε O. 1.88

    ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96

    ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7

    Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50

    Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83

    ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-

    λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

    πόνος δαπάνα τε O. 5.15

    ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40

    ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    λύραι μολπαί τε O. 6.97

    τῶνδε κείνων τε O. 6.102

    Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10

    παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14

    πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17

    ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52

    τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89

    παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31

    Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15

    πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40

    Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43

    πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66

    υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70

    προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94

    Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98

    ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59

    ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18

    Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6

    σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37

    Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97

    Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106

    στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37

    ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40

    ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70

    ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2

    παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32

    Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3

    Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66

    νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέωνP. 4.162

    Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182

    δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235

    πάχει μάκει τε P. 4.245

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72

    [θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102

    νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111

    ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119

    πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15

    στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24

    [τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6

    κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18

    ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20

    κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμωνP. 9.48

    καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70

    παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96

    τέλος ἀρχά τε P. 10.10

    θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35

    ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59

    ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12

    τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26

    ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55

    ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12

    ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7

    θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56

    στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19

    Αἰακῷ γένει τε N. 3.28

    κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51

    τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29

    τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34

    οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8

    Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44

    ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22

    τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86

    ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99

    τρὶς τετράκι τ N. 7.104

    Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6

    πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46

    τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14

    ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12

    ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23

    Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40

    ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48

    θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20

    κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28

    αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35

    καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19

    φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71

    Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33

    Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35

    Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6

    Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15

    Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17

    αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1

    υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25

    Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27

    Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56

    οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.

    Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6

    Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2

    Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41

    κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43

    πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46

    ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11

    σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56

    τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78

    καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37

    κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56

    πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.

    διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73

    where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11

    παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9

    παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2

    Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

    ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.
    b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41

    ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82

    κολλᾷ τε O. 5.13

    αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21

    ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34

    ( Ἑρμᾶν)

    ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15

    ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54

    ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4

    κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγεινP. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-

    τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54

    εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14

    εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12

    οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,

    ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19

    , cf. N. 5.26, A. 4 infra.
    c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]

    Σικελίας τ O. 2.9

    Ἀχιλλέα τ O. 2.79

    μετάλλασσέν τε O. 6.62

    O. 8.19

    εὐφράνθη τε O. 9.62

    Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88

    ὁπᾷ τε O. 10.11

    μέλει τε O. 10.14

    δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29

    Νέμεά τ O. 13.34

    ὅσσα τε O. 13.43

    εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75

    ἀλαθής τε O. 13.98

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    κλέπτει τε P. 3.29

    ἕδνα τε P. 3.94

    κυλινδέσκοντό τε P. 4.209

    λιτάς τ P. 4.217

    καταίνησάν τε P. 4.222

    ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251

    Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270

    εὐθύτονόν τε P. 5.90

    τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50

    ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6

    στάξοισι θήσονταί τεP. 9.63

    ὁδοί τε P. 9.68

    ἄφωνοί θ P. 9.98

    στρατῷ τ P. 10.8

    χαίρει γελᾷ θ P. 10.36

    δάφνᾳ τε P. 10.40

    ἔπεφνέ τε P. 10.46

    ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69

    μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33

    κατένευσέν τε N. 1.14

    ἰδίᾳ τ N. 3.24

    κάπρους τ N. 3.47

    γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57

    πίτναν τ N. 5.11

    φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34

    τόλμαν τε N. 7.59

    ἔν τε δαμόταις N. 7.65

    πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12

    εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18

    ἁδυπνόῳ τε I. 2.25

    πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7

    ὔμμε τ I. 6.19

    εἶπέν τε I. 6.51

    τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    υἱοῖσί τε I. 6.68

    φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22

    μάτρωί τ I. 7.24

    ἔσσυταί τε I. 8.61

    ἀμφί τε Pae. 2.97

    ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39

    ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.

    Εὐρίπου τε Pae. 9.49

    ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.
    2 in enumeration,
    a AB τε C τε (D τε)

    ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13

    ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74

    ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83

    —6.

    ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38

    ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14

    —5.

    Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172

    ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240

    ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251

    —2.

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294

    —5.

    νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65

    ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114

    —7.

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78

    —80.

    παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39

    λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14

    παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37

    —42.

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25

    —6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32

    ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59

    Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε

    κώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58

    αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51

    στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,

    βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6

    —7.
    b AB τε καὶ C ( καὶ D)

    ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ ΜυκηνᾶνP. 4.49

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9

    Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84

    πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78

    σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56

    c AB τε C τε καὶ D

    ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11

    —12.

    τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81

    —3.
    d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)

    ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107

    —112.

    Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194

    —6.
    f A καὶ BC τε, v. καί.
    3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]

    ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15

    χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]
    4
    a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    cf. P. 1.70

    ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19
    c in hendiadys

    ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94

    d and, in particular

    Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26

    [
    e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.
    a joining words, phrases, sentences

    δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47

    Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1

    αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3

    Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23

    ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69

    [O. 7.5, v. B. b. infra]

    πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43

    ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93

    ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103

    Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42

    μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18

    ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισινP. 4.18

    ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13

    ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20

    Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13

    —4.

    ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11

    οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45

    —6.

    πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8

    ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14

    —5.

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε

    μορφάεις I. 7.22

    σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26

    κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35

    Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67

    Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.
    b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5

    ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11

    ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.
    c in apposition.

    δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75

    —6.

    τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175

    ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    —12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότα

    τ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48

    Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54

    d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.
    e in enumeration,

    τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11

    —2. C τε in combination with other particles
    a

    τε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    —30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.
    b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.
    c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.
    d

    τε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36

    cf. οὔτε οὐδέ.
    e

    οὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    [
    f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]
    g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
    h τε καί, v. καί. D not in second position
    a

    νέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44

    ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43

    ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4

    ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294

    ἐν δίκᾳ τε N. 5.14

    παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37

    ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58

    ]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.
    b after art.

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.
    c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112
    d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.

    θεᾶς θ' Pae. 3.15

    ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3

    φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83

    ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1.

    Lexicon to Pindar > τε

  • 37 σημαίνω

    σημαίνω, Il.10.58, etc.; [full] σᾱμαίνω, Schwyzer686.23 ([place name] Pamphylia): [dialect] Ion. [tense] impf.
    A

    σημαίνεσκον Q.S.4.193

    : [tense] fut.

    σημᾰνῶ A.Ag. 497

    , Th.6.20, [dialect] Ion.

    - ᾰνέω Od.12.26

    , Hdt.1.75: [tense] aor. ἐσήμηνα ib.43, Th.5.71, [dialect] Ep.

    σήμηνα Il.23.358

    ; but in codd. of X. (HG1.1.2, al.) and later writers (Str.13.3.6, Act.Ap.25.27, Polyaen.1.41.3, Arr.An.1.6.2) ἐσήμᾱνα, and so in Mitteis Chr.29.8 (ii B.C.): [tense] pf.

    σεσήμαγκα Aristobul.

    ap. Eus. PE13.12, Arr.Epict.3.26.29:—[voice] Med., [tense] fut. σημᾰνοῦμαι, [dialect] Ion.

    - έομαι Hp. Prog.3

    , etc.: [tense] aor.

    ἐσημηνάμην Il.7.175

    , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    σημανθήσομαι S.E.M.8.267

    , ([etym.] ἐπι-) E. Ion 1593: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Hp. Int.44: [tense] aor.

    ἐσημάνθην D.47.16

    : [tense] pf.

    σεσήμασμαι Hdt.2.39

    , Lys.32.7, Pl.Lg. 954a, etc.; [ per.] 3sg.

    σεσήμανται Hdt.2.125

    , inf.

    σεσημάνθαι Ar. Lys. 1196

    : ([etym.] σῆμα):—show by a sign, indicate, point out,

    τέρματα Il.23.358

    ;

    δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα σημανέω Od.12.26

    ; τοῦτον σημήνας after indicating the person, Hdt.1.5;

    τέκμαρ A.Ch. 667

    ;

    θησαύρισμα S.Ph. 37

    ;

    σ. τι περί τινος Pl.Lg. 682a

    ;

    σ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.Ap.12

    ; σ. εὔδια πάντα (sc. εἶναι) Theoc.22.22:—[voice] Med., πάντα σημαίνει you have all things shown you (?), Epigr.Gr.1039.11 ([place name] Limyra).
    2 abs., give signs, φθόγγος, φῶς ς., A.Supp. 245, Ag. 293;

    ὁ λόγος σημαινέτω S.Tr. 345

    ; σ. καπνῷ make signal, A.Ag. 497: freq. in E. in [tense] fut. with

    αὐτός, πλοῦς αὐτὸς σημανεῖ Hel. 151

    ;

    τὸ δ' ἔργον αὐτὸ σημανεῖ Andr. 265

    ; αὐτὸ σημανεῖ (without Subst.) Ph. 623;

    τἄλλα δ' αὐτὸ σημανεῖ Ba. 976

    .
    3 of the Delphic oracle,

    οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει Heraclit.93

    ; so of omens, X.Mem.1.1.2, etc.;

    σ. ἐν τοῖς ἱεροῖς Id.An.6.1.31

    ;

    περί τινος Id.Mem.1.1.19

    ;

    ἐπὶ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι Th.2.8

    ;

    πρὸ τῶν μελλόντων X.HG5.4.17

    :—[voice] Pass.,

    σημαίνεσθαι διὰ τῶν ἐμπύρων Plu.2.222f

    , etc.
    4 in later Prose intr., appear, be manifest, Arist.HA 533a11 (but [voice] Pass. in same sense, ib. 588b18);

    σ. ἐκ τῶν εἰρημένων Pl.Epin. 989a

    ; cf.

    δηλόω 11

    .
    b σημαίνει impers., signs appear, Arist.Pr. 941b2, 944a4.
    II give a sign or signal to do a thing, or bid one do it, c. dat. pers. et inf., Hdt.1.116, 6.78, A.Ag.26, S.Aj. 688, X.An.6.1.24; give orders to, bear command over, c. dat.,

    πᾶσι δὲ σημαίνειν Il.1.289

    , cf. 10.58, 17.250; c. gen.,

    στρατοῦ Il.14.85

    ; also

    σ. ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν Od.22.427

    : abs., give orders,

    ὁ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Il.21.445

    , cf. Od.22.450: in part., σημαίνων,= σημάντωρ, S.OC 704 codd.
    2 in war or battle, give the signal of attack, etc., Th.2.84, etc.; in full,

    σ. τῇ σάλπιγγι And.1.45

    , X.An. 4.2.1, Achae.37.3;

    σ. τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι X.An.2.2.4

    : c. acc., σ. ἀναχώρησιν give a signal for retreat, Th.5.10;

    ἐπειδὰν ὁ σαλπιγκτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν X.An.4.3.29

    , cf. 4.3.32;

    τὸ ἀνακλητικόν Plu.2.236e

    : c. inf., X.Cyr.1.4.18, etc.: impers. σημαίνει (sc. ὁ σαλπιγκτής), signal is given, as τοῖσι Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε when signal was given for the Greeks to attack, Hdt.8.11: c. inf., ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα signal was given to make all ready, Id.9.42, cf. E.Heracl. 830; also σ. ἐπὶ πλόον πῦρ gives the signal for sailing, Tryph.145.
    3 generally, σ. [τῷ ἵππῳ] τι, προχωρεῖν σ. τῷ ἵππῳ, X.Eq.9.4, 7.10.
    4 make signals,

    εἰς τὴν πόλιν Id.HG6.2.33

    ; σ. ὡς πολεμίων ἐπιόντων ib.7.2.5:—[voice] Pass., ἐσημάνθησαν προσπλέουσαι ib.6.2.34: abs.,

    σημανθέντων τῷ Ἀστυάγει ὅτι.. Id.Cyr.1.4.18

    .
    III signify, indicate, declare,

    φόνον E.HF 1218

    ;

    τινί τι Hdt.7.18

    , 9.49, S.OT 226: folld. by ὡς.. , Hdt.1.34; by ὅτι.. , S.OC 320, Pl.Phd. 62c;

    σ. ὅστις A.Pr. 618

    ; σ. ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν ib. 297 (anap.); σ. ὅπῃ γῆς πεπλάνημαι ib. 564 (anap.);

    σ. ὅπου.. S.El. 1294

    ;

    σ. ὅτου τ' εἶ χὠπόθεν Id.Fr. 104

    ;

    σ. εἴτε.. Id.Ph.22

    ;

    σ. ποίῳ θανάτῳ.. Ev.Jo.12.33

    , 21.19: c. part., signify that a thing is,

    φρυκτοῦ φῶς.. σημαίνει μολόν A.Ag. 293

    ;

    Κρέοντα προσστείχοντα σημαίνουσί μοι S.OT79

    , cf. OC 1669;

    ταῦτα ὡς πολέμου ὄντος σημαίνει Pl.Lg. 626e

    , cf. 722e:—[voice] Pass., ὁ σημαινόμενος δοῦλος the abovementioned slave, POxy.283.12 (i A.D.): abs.,

    σημανθέντος

    it having been reported,

    PAmh.2.31.8

    (ii B.C.), cf. supr. 11.4.
    2 interpret, explain, Hdt.1.108; tell, speak, Id.3.106: abs., σήμαινε tell, S.OC51, cf.OT 1050;

    οὐ στηλῶν μόνον σ. ἐπιγραφή Th.2.43

    .
    3 of a writer, signify, indicate,

    ὅτι.. Str.8.6.5

    ; of words, sentences, etc., signify, mean,

    ταὐτὸν σημαίνει Pl.Cra. 393a

    , cf. 437c, Phdr. 275d, Arist.Ph. 213b30, etc.; σημαίνοντα significant sounds, opp. ἄσημα, Id.Po. 1457a32sq.:—[voice] Pass., τὸ σημαινόμενον the sense, meaning of words, Id.Rh. 1405b8, D.H.Th.31, A.D.Pron.12.27, al.; opp. τὸ σημαῖνον, Chrysipp.Stoic.2.38(pl.).
    B [voice] Med. σημαίνομαι, give oneself a token, i.e. conclude from signs, conjecture,

    τὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ' ἐκπέπληγμαι S.Aj.32

    ; ἄστροις σ. [τὰς πόλεις], prov. in Ael.NA7.48; σ. τι ἔκ τινος ib.2.7; of dogs hunting,

    μυξωτῆρσι σ. τι Opp.C.1.454

    .
    II provide with a sign or mark, seal, σημαίνεσθαι βύβλῳ (sc. βοῦν), i.e. by sealing a strip of byblus round his horn, Hdt.2.38, cf. Pl.Lg. 954c, X.Cyr.8.2.17, Is. 7.1,2, Hyp.Ath.8:—[voice] Pass., εὖ σεσημάνθαι to be well sealed up, Ar.Lys. 1196; τὰ σεσημασμένα, opp. τὰ ἀσήμαντα, Pl.Lg. 954a, cf. Lys.32.7, D.39.17, Ath.Mitt.7.368.
    2 mark out, choose for oneself,

    τοὺς εὐρωστοτάτους Plb.3.71.7

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημαίνω

  • 38 μένω

    μένω (Hom.+) impf. ἔμενον; fut. μενῶ; 1 aor. ἔμεινα, impv. μεῖνον (Hv 3, 1, 9); pf. ptc. pl. μεμενηκότας 2 Macc 8:1; plpf. μεμενήκειν 1J 2:19 (on the lack of augment s. B-D-F §66, 1; W-S. §12, 4; Mlt-H. 190).
    remain, stay, intr.
    a pers. or thing remains where he, she, or it is.
    α. of a location stay, oft. in the special sense live, dwell, lodge (Horapollo 2, 49 μ. alternating w. οἰκέω) w. ἐν and the dat. (Ps.-Demosth. 43, 75 μ. ἐν τοῖς οἴκοις; Vi. Aesopi G 12 p. 259, 6 P.) ἐν οἰκίᾳ Lk 8:27; ἐν αὐτῇ τῇ οἰκίᾳ Lk 10:7; J 8:35a; ἐν τ. οἴκῳ σου Lk 19:5. ἐν τῷ πλοίῳ remain in the ship Ac 27:31. μ. ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ J 7:9.—Ac 9:43; 20:15 v.l.; 2 Ti 4:20. κατὰ πόλιν remain in the city MPol 5:1 (Just., A I, 67, 3). W. an adv. of place ἐκεῖ Mt 10:11; Mk 6:10; Lk 9:4; J 2:12; 10:40; 11:54 (s. διατρίβω); Hs 9, 11, 7. ὧδε Mt 26:38; Mk 14:34; Hs 9, 11, 1. ποῦ μένεις; where do you live? J 1:38; cp. vs. 39 (Sb 2639 ποῦ μένι Θερμοῦθις; Pel.-Leg. 7, 27; Nicetas Eugen. 1, 230 H. ποῦ μένεις;). W. acc. of time (Demetr.: 722 Fgm. 1, 11 Jac.; JosAs 20:8; Jos., Ant. 1, 299) J 1:39b; 4:40b; 11:6; Ac 21:7; D 11:5; 12:2. W. time-indications of a different kind ἕως ἂν ἐξέλθητε Mt 10:11. ὡς μῆνας τρεῖς Lk 1:56. εἰς τὸν αἰῶνα J 8:35b. ἐπὶ πλείονα χρόνον Ac 18:20. W. prep. παρά τινι μ. stay with someone (Cebes 9, 2; Jos., Ant. 20, 54) J 1:39b; 4:40a; Ac 18:3 ( live with is also prob.: Lucian, Timon 10); 21:7, 8. παρʼ ὑμῖν μένων when I was (staying) with you J 14:25. πρός τινα with someone Ac 18:3 D; D 12:2. ἐπί τινα remain on someone J 1:32f. σύν τινι with someone (4 Macc 18:9) Lk 1:56; 24:29b. Also μ. μετά τινος (Gen 24:55) Lk 24:29a; Hs 9, 11, 1; 3; 6; 7. καθʼ ἑαυτόν live by oneself, in one’s own quarters Ac 28:16 (of what is called in Lat. custodia libera; s. BAFCS III 276, 364f; 384f). Of a corpse μ. ἐπὶ τοῦ σταυροῦ stay (hanging) on the cross J 19:31. Of a branch: ἐν τῇ ἀμπέλῳ remain on the vine, i.e. not be cut off 15:4b. Of stones μ. ἐν τῇ ὁδῷ stay on the road Hv 3, 2, 9. Of stones that remain in the divine structure, and are not removed Hs 9, 13, 4; 9. Also in imagery τὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει the veil remains unlifted at the reading of the OT (and hinders the right understanding of it) 2 Cor 3:14. Abs. Ac 16:15.
    β. in transf. sense, of someone who does not leave a certain realm or sphere: remain, continue, abide (Pla., Ep. 10, 358c μένε ἐν τοῖς ἤθεσιν, οἷσπερ καὶ νῦν μένεις; Alex. Aphr., An. II 1 p. 2, 15 μ. ἐν ταῖς ἀπορίαις=remain overcome by doubts; Jos., Ant. 4, 185; TestJos. 1:3 ἐν τ. ἀληθείᾳ; Just., D. 8, 3 ἐν … τῷ τῆς φιλοσωφίας τρόπῳ) ἐν ἁγνείᾳ IPol 5:2; cp. IEph 10:3. ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ remain in the teaching of Christ 2J 9a; cp. vs. 9b (2 Macc 8:1 μ. ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ). ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ 1 Ti 2:15. μένε ἐν οἷς ἔμαθες continue in what you have learned 2 Ti 3:14. ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ J 8:31. μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ continue in my love 15:9f; cp. 1J 4:16. ἐν τῷ φωτί 2:10. ἐν τῷ θανάτῳ 3:14. ἐν τῇ σκοτίᾳ J 12:46. Without ἐν AcPlCor 2:36. The phrase μ. ἔν τινι is a favorite of J to denote an inward, enduring personal communion. So of God in his relation to Christ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ μένων the Father, who abides in me J 14:10. Of Christians in their relation to Christ J 6:56; 15:4ac, 5–7; 1J 2:6, 24c. Of Christ relating to Christians J 15:4a, 5 (Goodsp., Probs. 112–15). Of Christians relating to God 1J 2:24c, 27f; 3:6, 24a; 4:13. Of God relating to Christians 1J 3:24; 4:12f, 15.—Vice versa, of someth. that remains in someone; likew. in Johannine usage: of the word of God 1J 2:14. Of the words of Christ J 15:7b; cp. 1J 2:24ab. Of the anointing fr. heaven vs. 27. Of the love of God 1J 3:17. Of the seed of God 3:9. Of truth 2J 2. The possession is shown to be permanent by the expr. ἔχειν τι μένον ἐν ἑαυτῷ have someth. continually, permanently 1J 3:15; the word of God J 5:38. Instead of μ. ἔν τινι also μ. παρά τινι remain with someone: of the Spirit of truth J 14:17. Also of the wrath of God, μένει ἐπʼ αὐτόν it remains upon him 3:36.—GPercorara, De verbo ‘manere’ ap. Jo.: Div. Thomas Piac. 40, ’37, 159–71.
    a pers. or thing continues in the same state (ParJer 7:37 ἔμεινε διδάσκων; ApcSed 11:13 ἀκίνητοι μένετε; Just., D. 90, and Lucian, Laps. 16 ἐν τῇ τάξει μ.) 1 Cor 7:20, 24. μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές he remains a priest forever Hb 7:3. αὐτὸς μόνος μένει it remains alone J 12:24. μενέτω ἄγαμος 1 Cor 7:11. ἀσάλευτος Ac 27:41. πιστός 2 Ti 2:13. ἀόρατος Dg 6:4. (μ̣ε̣ί̣νατε νικηταί• μεί̣ν̣[α]τ̣ε Ox 1602, 30f is a misreading; difft. AcPl Ha 8, 22/BMM recto 28=HTR 31, 79 n. 2, ln. 10; s. CSchmidt mg. on AcPl Ha 8, 22 [μ]ε̣γ̣α̣ς ἐπ̣ίκειται πιρασμός; Borger GGA 137). ἀσκανδάλιστος μείνῃ ἡ … ἐκκλησία AcPlCor 1:16. μ. μετά τινος remain in fellowship w. someone 1J 2:19. Of one who has divorced his wife remain by himself, remain unmarried Hm 4, 1, 6; 10; 4, 4, 2. οὐχὶ μένον σοὶ ἔμενεν; was it (the piece of ground) not yours, as long as it remained (unsold)? Ac 5:4 (cp. 1 Macc 15:7 and s. OHoltzmann, ZKG 14, 1893, 327–36).—W. adv. (Just., A I, 29, 3, D. 58, 3 βεβαίως) οὕτως μ. remain as one is (i.e., unmarried) 1 Cor 7:40. ἁγνῶς 2:3. μ. ὡς ἐγώ remain as I am 1 Cor 7:8.
    to continue to exist, remain, last, persist, continue to live, intr.
    of pers. (Ps 9:8 ὁ κύριος εἰς τ. αἰῶνα μ.; 101:13; Da 6:27; Just., D. 128, 4 ἄγγελοι … ἀεὶ μένοντες) ὁ Χριστὸς μ. εἰς τὸν αἰῶνα Christ remains (here) forever J 12:34; cp. Hb 7:24; 1J 2:17. Of God AcPl Ha 2, 28; 9, 11. Pregnant remain (alive), be alive (Epict. 3, 24, 97; Diog. L. 7, 174; Achilles Tat. 8, 10. μένειν ἐν τῷ ζῆν Plut., Mor. 1042d; Eccl 7:15; Just., A I, 63, 17) J 21:22f; 1 Cor 15:6; Phil 1:25; Rv 17:10.
    of things (Maximus Tyr. 4, 8b and Polyaenus 7, 34: γῆ μένει; Socrat., Ep. 31 [=33]; Hierocles 15, 454 ὁ πόνος παρῆλθεν, τὸ καλὸν μένει; Just., A I, 18, 2 αἴσθησις … μένει; Ath. 19, 2 μένει σύστασις) of a city ἔμεινεν ἂν μέχρι τῆς σήμερον it would have lasted until today Mt 11:23. μένουσα πόλις a permanent city Hb 13:14.—ἡ φιλαδελφία μενέτω continue 13:1 (JCambier, Salesianum 11, ’49, 62–96).—J 9:41; 15:16. εἰ τὸ ἔργον μενεῖ if the work survives 1 Cor 3:14. ὕπαρξις Hb 10:34. δικαιοσύνη 2 Cor 9:9 (Ps 111:9). ἡ κατʼ ἐκλογὴν πρόθεσις τοῦ θεοῦ Ro 9:11 (of God’s counsel Ps 32:11). λόγος θεοῦ endure 1 Pt 1:23 (Just., D. 61, 2; cp. 1 Esdr 4:38 ἡ ἀλήθεια μένει). τ. ῥῆμα κυρίου μένει εἰς τ. αἰῶνα vs. 25 (Is 40:8). ἡ βρῶσις ἡ μένουσα εἰς ζωὴν αἰώνιον J 6:27. τὴν δύναμιν σου τὴν μένουσαν Rv 11:7 v.l. ζώσης φωνῆς καὶ μενούσης Papias (2:4). τὸ μένον what is permanent (Philo, Leg. All. 3, 100.—Opp. τὸ καταργούμενον) 2 Cor 3:11. μένει πίστις, ἐλπὶς, ἀγάπη 1 Cor 13:13 (WMarxsen, D. ‘Bleiben’ im 1 Cor 13:13, OCullmann Festschr., ’72, 223–29; on the eschatology cp. En 97:6–10 and s. the lit. on ἀγάπη 1a.—For the contrast πίπτει [vs. 8]—μένει cp. Pla., Crat. 44, 440a εἰ μεταπίπτει πάντα χρήματα καὶ μηδὲν μένει). Opp. σαλευόμενα Hb 12:27.
    wait for, await, trans.
    of pers.: wait for someone who is arriving (Hom.; Thu. 4, 124, 4; X., An. 4, 4, 20; Pla., Leg. 8, 833c; Polyb. 4, 8, 4; Tob 2:2 BA; 2 Macc 7:30; TestJob 11:1; Jos., Ant. 13, 19) τινά w. the place indicated ἔμενον ἡμᾶς ἐν Τρῳάδι they were waiting for us in Troas Ac 20:5.
    of things, such as dangers or misfortunes that await or threaten someone (Trag.; Kaibel 654, 9 κἀμὲ μένει τὸ θανεῖν; SibOr 4, 114 v.l. σὲ) θλίψεις με μένουσιν Ac 20:23.—Of the 118 passages in which μένω occurs in the NT, 67 are found in the Johannine writings (40 in the gosp.; 24 in 1J; 3 in 2J).—JHeise, Bleiben: Menein in d. Johan. Schr., ’67; FHauck, TW IV 578–93: μένω and related words.—B. 836. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μένω

  • 39 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 40 πᾶς

    πᾱς (πᾶς, παντί, πάντα), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αιςι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσιν), πάντα): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, I. 4.48, fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short O. 2.85, but long I. 4.48, where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)
    1 (the) whole (of); all the
    a preceded by art.

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole) O. 2.85 τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.
    b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time O. 6.36

    ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.44

    ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) O. 10.76

    δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75

    καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ O. 13.112

    πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ P. 4.132

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.30

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν P. 9.96

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    [ πᾶσα πόλις (sic interp. Σ.) N. 5.47]

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.41

    πλαγίαις δὲ φρέ-

    νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6

    χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.
    2 all, every
    a adj.

    ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.51

    ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40

    ἔργων πρὸ πάντων O. 10.23

    ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

    ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86

    ἀγρούς τε πάνταςP. 4.149

    πράγματι παντὶ P. 4.278

    πάσαισι γὰρ πολίεσι P. 7.9

    τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58

    ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2

    πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.41

    χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσα ἡ πόλις) N. 5.47

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67

    πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) N. 10.29

    κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται I. 1.49

    καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39

    ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6

    ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) I. 4.11

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) I. 8.14 Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.

    κατὰ πᾶσαν ὁδὸν Pae. 4.6

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον Pae. 8.74

    ]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ Pae. 20.18

    παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power N. 6.2 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full,

    σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6

    πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν P. 4.129

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.38

    b subs., everyone, everything

    Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82

    πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29

    λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189

    παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25

    κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44

    ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς N. 1.53

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν ( πὰν Schr.) I. 4.48

    πάντ' ἔχεις I. 5.14

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.55

    ]παντα σφιν ἐφρα[ς Pae. 8.86

    ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21

    σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς ( τὰ πάντα v. l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen.

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100

    3 fragg. & dub. [ ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) P. 6.50] [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] στεφα]νοισι παν[ (v. l. νιν ap. Σ.) Πα.. 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11.

    Lexicon to Pindar > πᾶς

См. также в других словарях:

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • SIGNUM — I. SIGNUM in re Agrimensoria, a meta diversum. Hyginus, Conspiciamus signum, quod est inter B. et A prolatô exiguum per rigores ferramentô, normaliter paucas dictabimus metas. Frontinus in Fragmentis, Dictabimus metas non minus tres etc. Duo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • HOMICIDII Causa — Athanis in Areopago disceptari olim solita est, ex lege, Δικάζειν δὲ την` βουλην` εν Α᾿ρείῳ πάγῳ φόνου καὶ τραύματος ἐκ προνοίας καὶ πυρκαίας καὶ φαρμάκων ἐάν τις ἀποκτείνῃ δοὺς, Senatus Areopagiticus ius dicito de caede, aut vulnere, non casu,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRODITOR — apud Athenienses morte multatus est, neque intra Articae fines sepultus et bona illius publicata: ex Lege, Ε᾿άν τις ἢ πὁλιν προδιδῶ, ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ, κριθέντα εν δικαςτηρίῳ, αν καταγνώςθῃ, μὴ ταφῆναι εν τῇ Α᾿ττικῇ: τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ δημόσια… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»