Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐδιανός

См. также в других словарях:

  • ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] …   Dictionary of Greek

  • εὐδιανός — warm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιανόν — εὐδιανός warm masc acc sg εὐδιανός warm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»