Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάρφασις

См. также в других словарях:

  • πάρφασις — άσεως, ή, Α (ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι) …   Dictionary of Greek

  • πάρφασις — παράφασις address fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»