-
1 ανδροφόνον
-
2 ἀνδροφόνον
-
3 φαρμακον
τό1) зелье, снадобье, (волшебное) питье Hom., Theocr.2) лекарство(ὀδυνήφατον Hom.; παιώνιον Aesch.)
φ. καταπλαστόν Arph. — целебная мазь;τὸ φ. ποτόν Eur. — жидкое (внутреннее) лекарство3) средство, способφ. τινος Aesch., Eur., Plat., реже πρός τι Arst. — средство против чего-л., но тж. средство для чего-л.;
φ. πόνων Eur. — средство против (от) горестей;μνήμης τε καὴ σοφίας φ. Plat. — способ обрести память и мудрость4) отрава, яд(ἀνδροφόνον Hom.; ὀλέθριον Luc.)
τὸ φ. ἔπιεν Plat. — (Сократ) выпил яд5) красящее вещество, краска Emped., Her., Aesch., Arph., Plat. -
4 φάρμακον
φάρμᾰκον [v. sub fin.], τό,A drug, whether healing or noxious: in Hom. the sense is freq. determined by an epith.,φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ.., πολλὰ δὲ λυγρά Od.4.230
;τόδε φ. ἐσθλόν 10.287
, cf. 292; φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (v. infr. 2); κακὰ φ. ib. 213; φ. λυγρά ib. 236; φ. οὐλόμενον ib. 394;ἀνδροφόνον 1.261
;θυμοφθόρα φ. 2.329
; so, after Hom.,προσανέα φ. Pi.P.3.52
; ; ;θανάσιμα Ph.Bel.103.31
;ὀλέθριον Luc.Herm. 62
.2 healing remedy, medicine, in Hom. mostly of those applied outwardly, ; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218;ὀδυνήφατα φ. πάσσων 5.401
, 900, cf. 11.515, 830, 15.394;προσάλειφεν ἑκάστῳ φ. Od.10.392
;φ. περιαλείφειν Ar.Eq. 906
; also of potions,πιὼν φάρμακ' Od.10.326
;φ. πεπωκώς Hdt.4.160
, cf. Pi. l. c.;παρὰ τοῦ ἰατροῦ Pl.R. 406d
, cf. Grg. 467c;φ. χριστόν E.Hipp. 516
;ἔγχριστον Theoc.11.1
;ἐπίχριστον Str.17.1.10
;ἐπίπαστον Theoc.
l. c.;καταπλαστόν Ar.Pl. 716
;ποτόν E.Hipp.
l.c.; freq. in Medic. writers, Sor. 1.4, Gal.6.265, etc.; of medicines for cattle, PFlor.222.11 (iii A. D.).b c. gen. (v. infr. 11), φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, A.Pr. 251, 606 (lyr.);βηχός Phryn.Com.60
: κεφαλῆς for a head-ache, Pl.Chrm. 155b;στραγγουρίας Arist.HA 612b16
, cf. 624a16; ;δίψης AP 6.170
(Thyill.); but ὑγιείας φ. a medicine to restore or maintain health, Aristid.Or.37(2).11.3 enchanted potion, philtre: hence, charm, spell, Od.4.220 sq., Ar.Pl. 302, Theoc.2.15, PSI1.64.20 (i B. C.);φαρμάκοις τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν Ar.Th. 561
; τοιαῦτα ἔχω φ. such charms have I, Hdt.3.85, cf. Apoc.9.21.4 poison, S.Tr. 685, E.Med. 385;πιεῖν τὸ φ. Antipho6.15
, Pl.Phd. 57a, 115a; ;φ. δηλητήρια SIG37
A 1 (Teos, v B. C.); (iv A. D.).II generally, remedy, cure, Hes.Op. 485, Alc.35, etc.; μεῖζον.. τῆς νόσου τὸ φ. the cure too strong for, i. e. worse than, the disease, S.Fr.589.4, cf. Com.Adesp. 455; φ. πραΰ, of a bridle, Pi.O.13.85; φ. τινι for a thing, Thgn. 1134 (pl.), Archil.9; ;ποττὸν ἔρωτα Theoc. 11.1
; but most freq. φ. τινός remedy against..χλαῖνα.. φ. ῥίγευς Hippon.19
;Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Simon.87
;τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω A.Ag. 548
; φ. πόνων, λύπης, E.Ba. 283, Fr. 1079; δόλοι.. χρείας ἀνάνδρου φ. ib. 288; ; λήθης φάρμακα (of γράμματα) E.Fr.578.1; v. εὐδιανός.2 c. gen. also, a means of producing something,φ. σωτηρίας Id.Ph. 893
;μνήμης καὶ σοφίας φ. Pl.Phdr. 274e
; ὑπομνήσεως ib. 275a, cf. 230d;ἀθανασίας Antiph.86.6
; ; φ. μανίας, of the oil applied to wrestlers, D.L.1.104.3 ἐπὶ θανάτῳ φ. ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι a remedy or consolation in his own virtue, Pi.P.4.187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάρμακον
См. также в других словарях:
ἀνδροφόνον — ἀνδροφόνος man slaying masc/fem acc sg ἀνδροφόνος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek