Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σήμαινε

См. также в других словарях:

  • σήμαινε — σημαίνω show by a sign pres imperat act 2nd sg σημαίνω show by a sign imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμαιν' — σήμαινε , σημαίνω show by a sign pres imperat act 2nd sg σήμαινε , σημαίνω show by a sign imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιών — Αρχικά ονομαζόταν Σ. ένας λόφος της Ιερουσαλήμ. Όταν η πόλη μεγάλωσε, ονομάστηκε έτσι και ένας άλλος, κοντινός προς τον πρώτο, λόφος, όπου υπήρχε ναός με την κιβωτό της Διαθήκης. Επειδή μάλιστα οι Εβραίοι θεωρούσαν το ναό αυτό κατοικία του θεού,… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • παλικάρι — Παλαιά γραφή παλληκάρι. Ο γενναίος άνδρας, ο ριψοκίνδυνος. Λέγεται επίσης και ο πολεμιστής και, ιδιαίτερα, ο αγωνιστής του 1821. Στους βυζαντινούς χρόνους η λέξη σήμαινε κυρίως νέο πολεμιστή του πεζικού σώματος. Αργότερα όμως πήρε μεταφορική… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • βοντβίλ — (vaudeville). Γαλλικός όρος, που άλλοι ετυμολογούν από τις λέξεις voix de ville (δηλαδή φωνές της πόλης), που χρησιμοποίησε ο Povσάρ ήδη από το 1570 περίπου και σήμαινε ένα τραγούδι λαϊκής έμπνευσης, και άλλοι από τις λέξεις vau de Vire (δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»