Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔχουσα

См. также в других словарях:

  • ἐχούσᾳ — ἐχούσᾱͅ , ἔχω check pres part act fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχουσα — ἔχω check pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχούσας — ἐχούσᾱς , ἔχω check pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐχούσᾱς , ἔχω check pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χουσ' — ἔχουσα , ἔχω check pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἔχουσι , ἔχω check pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἔχουσι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἔχουσαι , ἔχω check pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχουσ' — ἔχουσα , ἔχω check pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἔχουσι , ἔχω check pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἔχουσι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἔχουσαι , ἔχω check pres part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther …   Wikipedia

  • AUREA Testudo — apud Auctorem Peripli, Rubri maris occurrit, in hisce eius verbis: Κατ᾿ αὐτὸν δὲ τὸν ποταμὸν νῆσός ἐςτιν Ω᾿κεάνιος ἐχάτη τῶ πρὰς ἀνατολτὴ μερῶν τῆς οἰκουμένης ὑπ᾿ αὐτὸν ἀνέχοντα τὸν ἥλιον κλειο μένη χρυσην̑ ἔχουσα χελώνην, Iuxta ipsum vero… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHRYSE — I. CHRYSE Insul. vide supra Aurae Insula. Sed et χρυσῆ γῆ et χρυσῆ χώρα vocata olim Σουφεὶρ et Σώφειρα, regio Indiae, quod aurum inde afferretur, de qua vide Salmal. ad Solin. p. 1084. ut et in voce Ophir. II. CHRYSE Sinus Eoi maris, Ptol. Itein… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερος — η, ο (Α ὀρθόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ… …   Dictionary of Greek

  • υπολημνίσκος — και ὑπολιμνίσκος, ὁ, Α (κατά τον Επιφάν.) «ὁ γοῡν ὑπολιμνίσκος τοιοῡτόν ἐστι ἁπλῆ δηλονότι γραμμή, ὀβελοῡ τὸ σχῆμα ἔχουσα, ὑποκειμένην δὲ ἔχουσα στιγμήν, ἤγουν κέντρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λημνίσκος «στενή ταινία από μαλλί»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»