Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄμπελοι

См. также в других словарях:

  • Άμπελοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 945 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Βρίσκεται στην πεδιάδα δεξιά του Στρυμόνα και ΒΔ της Νιγρίτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βισαλτίας …   Dictionary of Greek

  • Ἄμπελοι — Ἄμπελος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμπελοι — ἄμπελος grape vine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάφορος — δωδεκάφορος, ον (Α) φρ. «ἄμπελοι δωδεκάφοροι» που καρποφορούν δώδεκα φορές τον χρόνο …   Dictionary of Greek

  • ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] …   Dictionary of Greek

  • κάτηρυς — κάτηρυς, ήρυδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κατήρυδες ἄμπελοι» αμπέλια φορτωμένα με καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιθ. ἀρύω] …   Dictionary of Greek

  • λήμνιος — Προσωνυμία του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Δίας μάλωσε μία φορά με την Ήρα και ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Δίας τότε θύμωσε, τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε στο άπειρο. Μετά από πτώση που διήρκεσε μία… …   Dictionary of Greek

  • πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • παρτάδες — αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «άμπελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παστάδα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»