-
1 εὐιάς
-
2 ευιας
-
3 ευιάδες
-
4 εὐιάδες
-
5 ευιάδι
-
6 εὐιάδι
-
7 ευιάδος
-
8 εὐιάδος
-
9 εὐιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐιακός
См. также в других словарях:
ευιάς — εὐιάς, ἡ (Α) [εύιος] ευιακή, βακχική … Dictionary of Greek
εὐιάδες — εὐιάς fem nom/voc pl εὐιακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδι — εὐιάς fem dat sg εὐιακός fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐιάδος — εὐιάς fem gen sg εὐιακός fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)