-
1 ηβός
-
2 ἡβός
-
3 ἧβος
-
4 ηβος
-
5 ἧβος
-
6 πρός-ηβος
πρός-ηβος, dem reisen Jugendalter nahe; Xen. Cyr. 1, 4, 4; Ael. V. H. 3, 32.
-
7 πρώθ-ηβος
πρώθ-ηβος, auch 3 Endgn, in erster Jugend, der zuerst ins Mannesalter eintritt; fem., τὴν πρωϑήβην ἔτ' ἐοῠσαν, Od. 1, 431; das masc. scheint nur von Eust. angenommen zu sein.
-
8 πάρ-ηβος
πάρ-ηβος, über die Jugendblüthe, über das kräftigste Mannesalter hinaus, verblüht, πάρηβα Κάδμου χορεύματα, Ep. ad. 353 ( Plan. 289).
-
9 συν-έφ-ηβος
συν-έφ-ηβος, mit od. zugleich im Jugendalter; Ep. ad. 751 ( App. 357); Aesch. 2, 167; Luc. Tim. 48 u. A.
-
10 σύν-ηβος
σύν-ηβος, zugleich jung, Jugendgenosse, Καδμείων σύνηβοι Eur. Herc. Fur. 438.
-
11 φιλ-έφ-ηβος
φιλ-έφ-ηβος, Jünglinge liebend, Asclpd. 12 (XII, 161).
-
12 φίλ-ηβος
φίλ-ηβος, die Jugend liebend, s. nom. pr.
-
13 μελλ-έφ-ηβος
μελλ-έφ-ηβος, ὁ, der im Begriff ist, ein ἔφηβος zu werden, nach Eust. 1768, 56 von einem fünfzehnjährigen Knaben.
-
14 ἄφ-ηβος
-
15 ἄκρ-ηβος
-
16 ἄν-ηβος
-
17 ἐξ-έφ-ηβος
ἐξ-έφ-ηβος, ὁ, der über das Alter des ἔφηβος hinaus ist, Censorin.
-
18 ἔφ-ηβος
ἔφ-ηβος, ὁ, dor. ἔφᾱβος, Theocr. 23, 1, der die ἥβη, das Alter der Mannbarkeit, erreicht hat. In Athen wurde der Jüngling mit dem 18. Jahre, das Mädchen mit dem 14. so genannt, vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. oben ἐπιδιετές; εἰς τοὺς ἐφήβους εἰςελϑεῖν, ἐξέρχεσϑαι, ibd. 1, 5, 1; εἰς ἐφήβους ἐγγραφῆναι Plat. Ax. 366 e, denn mit dem Eintritt in dies Alter wurde man unter die Bürger aufgenommen u. nach vorangegangener δοκιμασία in das ληξιαρχικόν eingetragen; vgl. Herm. §. 123; ἐξ ἐφήβων γίγνεσϑαι, aus dem Jünglingsalter treten, Luc. Iup. trag. 26; Plut. u. A. – Als fem. nur VLL. u. Sp. – Bei Ath. XI, 469 a u. Schol. Ar. Vesp. 851 eine Art Trinkgeschirr, vgl. ἡβάω. – Bei Antp. Sid. 93 (VII, 427) ein Wurf im Würfelspiel.
-
19 ἔν-ηβος
-
20 ἔξ-ηβος
См. также в других словарях:
ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] … Dictionary of Greek
ἡβός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek
έξηβος — ἔξηβος, ον (Α) αυτός που πέρασε την ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
πάρηβος — η, ο / πάρηβος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ήβης, τής νιότης και άρχισε να γερνά 2. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ακμής του και άρχισε να παρακμάζει αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον (στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο… … Dictionary of Greek
πρόσηβος — ον, Α αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
πρώθηβος — ον, Α ο πρωθήβης. * [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
σύνηβος — και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που είναι επίσης έφηβος 2. (κατ επέκτ.) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
υπέρηβος — ον, ΜΑ υπερήλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
φίληβος — ον, Α αυτός που αγαπά την νεότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
ἡβῶν — ἥβη youthful prime fem gen pl (doric) ἡβάω attain pres part act masc voc sg ἡβάω attain pres part act neut nom/voc/acc sg ἡβάω attain pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἡβός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)