-
1 κατήρυδες
κατήρυδες, αἱ, Hesych., αἱ βρίϑουσαι καὶ καταρέουσαι ἄμπελοι, vgl. Lob. Paralipp. p. 254.
-
2 κατήρυδες
A laden with fruit, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατήρυδες
См. также в других словарях:
κάτηρυς — κάτηρυς, ήρυδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κατήρυδες ἄμπελοι» αμπέλια φορτωμένα με καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιθ. ἀρύω] … Dictionary of Greek