Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπο-θαυμάζω

  • 1 θαυμάζω

    θαυμ-άζω, [dialect] Ion. [pref] θωμ-, [dialect] Att. [tense] fut.
    A

    θαυμάσομαι A.Pr. 476

    , E.Alc. 157, Pl.Prm. 129c, [dialect] Ep.

    θαυμάσσομαι Il.18.467

    ; also

    θαυμάσω Hp.Nat.Puer. 29

    , Plu.2.823f, etc. (in X.Cyr.5.2.12 θαυμάζουσι is restored for -σουσι, θαυμάσετε is v.l. for -σαιτε, Id.HG5.1.14): [tense] aor.

    ἐθαύμασα A.Th. 772

    (lyr.), etc., [dialect] Ep.

    θαύμασα h.Merc. 414

    : [tense] pf.

    τεθαύμακα X.Mem.1.4.2

    , etc.:—[voice] Med., Gal.Med.Phil.2 (v.l.), Ael.VH12.30: [tense] aor. 1 ἐθαυμασάμην v.l. in Aesop.92; οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα (leg. - σαίμεθα) Procl.in Prm.p.750S.; θαυμάσαιτο v.l. in J.BJ3.5.1:—[voice] Pass., [tense] fut.

    - ασθήσομαι Isoc.6.105

    , Th.2.41: [tense] aor.

    ἐθαυμάσθην Id.6.12

    : [tense] pf.

    τεθαύμασμαι Plb.4.82.1

    .
    1 abs., wonder, marvel, Il.24.394, Pl.Hp.Ma. 282e, etc.
    2 c. acc., marvel at, Il.24.631, etc.;

    πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11

    ;

    τύχη θαυμάσαι μὲν ἀξία S.OT 777

    , cf. OC 1152, El. 393:—[voice] Pass., ὡς τέρας θ. Hdt.4.28; μὴ παρὼν -άζεται I wonder why he is not present, S.OT 289.
    b honour, admire, worship, once in Hom. (but cf. θαυμαίνω)

    , οὔτε τι θαυμάζειν.. οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203

    ; freq. later, as Hdt.3.80, A.Th. 772 (lyr.), S.Aj. 1093, etc.;

    θ. τύμβον πατρός E.El. 519

    ;

    μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ' ὑμᾶς αὐτούς D. 21.210

    ; μηδὲν θ., Lat. nil admirari, Plu.2.44b; technically, of the attendance of small birds on the owl, Arist.HA 609a15; θ. πρόσωπον to show respect to a person, i.e. comply with their request, LXX Ge. 19.21; θ. τινά τινος for a thing, Th.6.36;

    θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Tht. 161c

    , X.Mem.1.4.2;

    ἀπὸ τοῦ σώματος τὸν νεανίσκον Plu.Rom.7

    :— [voice] Pass., to be admired, Hdt.7.204;

    ὑπό τινος Id.3.82

    ;

    ἔν τινι Th.2.39

    ;

    τῶν προγεγενημένων μᾶλλον -θησόμεθα Isoc.6.105

    ; τοὺς ὁμοίως τεθαυμασμένους [ποιητάς] Phld.Po.5.31;

    διά τι Isoc.4.59

    : c. gen.,

    τῆς ῥώμης Philostr.VA7.42

    ;

    χάρις δ' ἀφ' ἡμῶν ὀλομένων -άζεται A. Th. 703

    ; τὰ εἰκότα θ. to receive proper marks of respect, Th.1.38;

    θ. τινί Id.7.63

    .
    c say with astonishment,

    ἵνα μηδεὶς.. εἶτα τότ' οὐκ ἔλεγες ταῦτα.. ; θαυμάζῃ D.19.25

    .
    3 c. gen., wonder at, marvel at, τούτου (cj. for τοῦτο) Lys.7.23: c. part.,

    ὃ δ' ἐθαύμασά σου λέγοντος Pl.Prt. 329c

    , cf. Cri. 50c;

    θ. τῶν προθέντων αὖθις λέγειν Th.3.38

    ; θ. τί τινος to wonder at a thing in a person, E.Hipp. 1041;

    ὃ θ. τοῦ ἑταίρου Pl.Tht. 161b

    , cf. R. 376a: c. dupl. gen.,

    θ. τούτου τῆς διανοίας Lys.3.44

    :—these phrases are used in [dialect] Att. as a civil mode of expressing dissent.
    4 rarely c. dat. rei, to wonder at, Th.4.85.
    5 folld. by Preps., [full] τὰ

    - όμενα περί τινος Pl.Ti. 80c

    ;

    θ. περί τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Sosip.1.37

    ;

    ἐπί σου θαυμάζω, πῶς δύνῃ.. Plb.23.5.12

    ;

    θαυμάσονται ἐπ' αὐτῇ LXXLe.26.32

    .
    6 freq. folld. by an interrog. sentence,

    θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη Il.2.320

    ;

    θ. ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν Th.3.38

    ;

    θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ πολιτεία X. HG2.3.17

    ;

    θ. ὡς οὔπω πάρεισιν Th.1.90

    , cf. X.Cyr.1.4.20, etc.; θ. ὅτι I wonder at the fact that.., Pl.R. 489a;

    πολλάκις τεθαύμακα ὅπως.. Com.Adesp.22.46D.

    ; but more commonly, θ. εἰ.. I wonder if.., as a more polite way of saying I wonder that.., Hdt.1.155, S. OC 1140, Pl.Phd. 97a;

    ἐὰν.. λέγω, μηδὲν θαυμάσῃς Id.Smp. 215a

    ;

    ὃ καὶ θαυμάζω, εἰ.. D.19.86

    ; θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης.. , Lat. mirum ni.., Ar. Pax 1292 (hex.).—This construction is freq. combined with one or other of the foregoing.
    b c. acc.,

    θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.629

    ; Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε they marvelled at Telemachus, that he spake so boldly, Od. 1.382; τὸ δὲ θαυμάζεσκον ([dialect] Ion. [tense] impf.),

    ὡς.. 19.229

    ;

    θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος A.Ag. 1399

    , etc.: sts. without a connective,

    ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον.. Od.4.655

    ;

    σοῦ.. θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.. S. Ph. 1362

    : sts. c. inf.,

    θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον, αἰχμητὴν ἔμεναι Il.5.601

    .
    c c. gen., θ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ. Antipho 1.5;

    θ. τῶν.. ἐχόντων ὅπως οὐ λέγουσιν Isoc.3.3

    ;

    θ. αὐτοῦ τί τολμήσει λέγειν D.24.66

    ;

    θαυμάζω τινὸς ὅτι.. Isoc.4.1

    ; θ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται I wonder at men in power supposing, ib.170;

    ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε X.HG2.3.53

    ; also

    θ. αὐτοῦ.. τοῦτο, ὡς.. Pl.Phd. 89a

    .
    7 c. acc. et inf., πενθεῖν οὔ σε θ. E.Med. 268, cf. Alc. 1130: after a gen.,

    θαυμάζω δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν A.Ag. 1199

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάζω

  • 2 ἀποθαυμάζω

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποθαυμάζω

  • 3 ἀλλά

    ἀλλά A not combined with another particle.
    1 following a neg. sentence, clause; clarifying a previous denial

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ ἄδακρυν νέμονται βίοτον O. 2.65

    κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ O. 2.96

    οὐδἔλαθ' Αἴπυτον. ἀλλ ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν O. 6.37

    ἐκέλευσεν μὴ παρφάμεν, ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλἅμα O. 8.45

    εὔχομαι μὴ θέμεν, ἀλλ O. 8.87

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας· ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9

    σὐ δύναται νήπιοι κόσμῳ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    μή τινα λειμόμενονμένεινἀλλ P. 4.186

    ὃς οὐ ἀφίκετοἀλλ P. 5.30

    κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν· ἀλλὰ κρέμαται P. 5.34

    οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76

    οὔθἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων τέρψιας ἀλλ P. 9.20

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος P. 12.30

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    οὐ λαθὼνἭραν ἐγκατέβα, ἀλλὰ θεῶν βασίλεα N. 1.39

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ·ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ N. 5.2

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζοᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8.35

    οὐδὲ Κρονίων στείχειν ἐπώτρυν, ἀλλὰ φείσασθαι κελεύθου N. 9.

    20.

    δένδρεά τοὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ' ἐναμείβοντι N. 11.42

    σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ· ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν N. 11.44

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλἐφἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.26

    οὐδέ ποτε ὑπέστειλἱστίον. ἀλλἐπέρα I. 2.41

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι I. 4.50

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χέρσιν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης· ἀλλ Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (νῦν ἄρχεται τῶν ἐπὶ μέρους, ἀκριβῶς τὸ ὅλον προεκθείς. Σ.) I. 6.35

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον, ἀλλά οἱ I. 8.57

    οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν ἀλλ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς Pae. 6.128

    ἔριν οὐ παλίγλωσσον ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν Παρθ. 2.. οὐ κό]ρῳ ἀλλ ἀρετᾷ (e Σ supp. Lobel.) fr. 169. 15.
    2 without preceding negative; modifying a previous statement
    a

    ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95

    ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61

    οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυᾴταν ὑπερᾴφανον ὦρσεν P. 2.28

    ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89

    ἀλλ' ἐπεὶ P. 3.38

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται P. 3.54

    οὐδ' ἀπιθησέ νιν, ἀλλP. 4.36

    οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον P. 8.83

    ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον. ἀλλἐν ἕκτᾳ P. 4.132

    ἔσομαι τοῖος· ἀλλ' ἤδη P. 4.157

    ἀλλἤδη τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ P. 8.96

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    [ ἄτᾳ codd.: ἀλλ coni. Boeckh. P. 11.55]

    ἀλλἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18

    εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὀνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22

    ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι

    φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν N. 7.44

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45

    ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν N. 10.68

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.29

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν·ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει I. 4.23

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν· ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν I. 8.11

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30

    (Delos floated on the waves,) ἀλλἁ Κοιογένης ὁπότ' ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 3.

    ὄλβον ἐγκατέθηκαν. ἀλλὰ[ ]ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.63

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε Pae. 6.105

    ἀλλά μιν Κρόνου παῖδες ἔκρυψαν Pae. 8.72

    σῶμα δ ἐστὶ θνατόν. ἀλλ ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει Παρθ. 1. 16. (a description of those that do not love Theoxenos,) ἀλλἐγὼ τάκομαι fr. 123. 10.
    b where the qualification provides a climax, cf. 3. b. infra.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει, Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    c simply introducing a new attitude

    ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86

    ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἄροτρον σκίμψατο P. 4.224

    ἀλλεὔχεται P. 4.293

    3 introducing imperative, simm.
    a imperative proper.

    ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17

    ἀλλὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.12

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (v. l. ἀλλὦ.) O. 4.6

    ὦ Φίντις, ἀλλὰ ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, τίμα μὲν ὕμνου τε-

    θμὸν O. 7.87

    ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.9

    ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5

    ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν O. 10.3

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.152

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35
    b where the imperative denotes a climax. cf. 2b supra ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Σκυρίαι δὲ. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ματεύειν ( ἀλλά om. codd. Athenaei.) fr. 106. 6.
    c where the following sentence has imperative force “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι σαφέως.” P. 4.116 cf. I. 8.35
    d introducing a wish, prayer ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω, ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Pae. 9.7

    4 in various minor uses.
    a introducing statement of intent by poet

    ἀλλἐμὲ χρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα φράσαι O. 8.74

    , cf. P. 4.141 ἀλλὰ πάνδοξον Αἰολάδα σταθυὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω Παρθ. 2. 6.
    b introducing oracular utterance “ ἀλλὰ μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (elocutionem oraculi propriam agnovit Blass.) Pae. 2.73
    c following a rhetorical question “ τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν —; ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεταιO. 1.84

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    B compounded with other particles.
    1 ἀλλὰ γάρ, ἀλλὰ γάρ.
    a where both particles preserve their original force: yet since ἀλλὰ παρθένοι γὰρ τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν Πα. 6. 53, cf. O. 4.1ff., Wil. on Eur., Her. 138.
    b emphasising a main point in contrast to preceding: yet

    εἰ δὲ δή τινἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος· ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.55

    οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον. ἀλλ ἐν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ O. 6.53

    ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναιP. 4.32

    χαλκέῳ τ' Ἄρει ἅδον. ἀλλἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.16

    (an enumeration of the glories of Thebes,) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (v. Schadew. 268̆{5}) I. 7.16
    c emphasising a maxim, breaking off narrative.

    ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.30

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    d frag. ἀ]λλὰ γὰρ τ[ fr. 60a. 11.
    2 ἀλλά τοι, ἀλλὰ τοι: emphatic, yet

    ἀλλά τοι ἤρατο τῶν ἀπεόντων P. 3.19

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμN. 10.82

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰἀνθρώπων I. 4.37

    3 ἀλλὰ μέν: opposing what precedes.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρὶ P. 3.77

    4 ἀλλ' ἦ. ἀλλ ἦ μακ[ρ]ότερον fr. 6a. e.
    5

    ἀλλὰ γε. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28

    C
    b dub. [ ἀλλὰ καὶ (coni. Hermann: ἅμα codd. contra metr.) O. 1.104] [ ἀλλὰ (codd. contra met.: ἄνα Kayser: ἄγε Maas.) O. 13.114] [ ἢ πόντου κενέωσιν ἀλλὰ πέδον (codd. Dion. Hal. contra metr.: <˘> ἂμ Hermann.) Pae. 9.16]

    Lexicon to Pindar > ἀλλά

  • 4 πρόσωπον

    πρόσωπον, ου, τό (Hom.+; loanw. in rabb.).
    lit. face, countenance Mt 6:16f; 17:2; Mk 14:65; Lk 9:29 (s. εἶδος 1); Ac 6:15ab (Chariton 2, 2, 2 θαυμάζουσαι τὸ πρόσωπον ὡς θεῖον; Damasc., Vi. Isid. 80 Πρόκλος ἐθαύμαζε τὸ Ἰσιδώρου πρόσωπον, ὡς ἔνθεον ἦν; Marinus, Vi. Procli 23); 2 Cor 3:7 twice, 13 (JMorgenstern, Moses with the Shining Face: HUCA 2, 1925, 1–28); cp. vs. 18; 4:6; but in the last two passages there is a transition from the face of Moses to a symbolic use of πρ. (s. 1bβג below); Rv 4:7; 9:7ab; 10:1; IEph 15:3 (cp. 1bβו); MPol 12:1; Hv 3, 10, 1; B 5:14; GJs 17:2; 18:2 (codd.). ἐμβριθεῖ τῷ πρ. MPol 9:2 (s. ἐμβριθής). ποίῳ προσώπῳ GJs 13:1b. πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ the face he was born with Js 1:23 (γένεσις 2a). ἐμπτύειν εἰς τὸ πρ. τινος spit in someone’s face (s. ἐμπτύω) Mt 26:67. εἰς πρ. δέρειν τινά strike someone in the face 2 Cor 11:20. τύπτειν τὸ πρ. GJs 13:1a. συνέπεσεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ his face fell or became distorted 1 Cl 4:3; cp. vs. 4 (Gen 4:6 and 5; JosAs 13:8). πίπτειν ἐπὶ (τὸ; the art. is usu. lacking; B-D-F §255, 4; 259, 1; cp. Rob. 792) πρ. αὐτοῦ fall on one’s face as a sign of devotion (=נָפַל עַל פָּנָיו; cp. Gen 17:3; Ruth 2:10; TestAbr A 9 p. 86, 16 [Stone p. 20]; JosAs 14:4 al.; ApcSed 14:2) Mt 17:6; 26:39; Rv 7:11; 11:16. Without αὐτοῦ (Gen 17:17; Num 14:5; Jos., Ant. 10, 11) Lk 5:12; 17:16; 1 Cor 14:25.
    personal presence or relational circumstance, fig.
    α. in all kinds of imagery which, in large part, represent OT usage, and in which the face is oft. to be taken as the seat of the faculty of seeing. Βλέπειν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον to see face to face 1 Cor 13:12 (cp. Gen 32:31 [Jos., Ant. 1, 334 θεοῦ πρόσωπον]; Judg 6:22. See HRiesenfeld, ConNeot 5, ’41, 19; 21f [abstracts of four articles]). κλίνειν τὸ πρ. εἰς τὴν γῆν Lk 24:5 (κλίνω 1). πρ. κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά 1 Pt 3:12; 1 Cl 22:6 (both Ps 33:17). ἐπίφανον τὸ πρ. σου ἐφʼ ἡμᾶς (ἐπιφαίνω 1) 60:3 (s. Num 6:25). ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ τοῦ θεοῦ (ἐμφανίζω 1) Hb 9:24. βλέπειν τὸ πρ. τινος, i.e. of God (βλέπω 1a, ὁράω A1c and s. JBoehmer, Gottes Angesicht: BFCT 12, 1908, 321–47; EGulin, D. Antlitz Jahwes im AT: Annal. Acad. Scient. Fenn. 17, 3, 1923; FNötscher, ‘Das Anges. Gottes schauen’ nach bibl. u. babylon. Auffassung 1924) Mt 18:10; cp. Rv 22:4. ὁρᾶν, ἰδεῖν or θεωρεῖν τὸ πρ. τινος see someone’s face, i.e. see someone (present) in person (UPZ 70, 5 [152/151 B.C.] οὐκ ἄν με ἶδες τὸ πρόσωπον. See Gen 32:21; 43:3, 5; 46:30 al.) Ac 20:25, 38; 1 Th 2:17b; 3:10; IRo 1:1; s. IPol 1:1. τὸ πρόσωπόν μου ἐν σαρκί Col 2:1. τῷ προσώπῳ ἀγνοούμενος unknown by face, i.e. personally Gal 1:22 (ἀγνοέω 1b). ἀπορφανισθέντες ἀφʼ ὑμῶν προσώπῳ οὐ καρδίᾳ (dat. of specification) orphaned by separation from you in person, not in heart (or outwardly, not inwardly) 1 Th 2:17a. ἐκζητεῖν τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων (ἐκζητέω 1) B 19:10; D 4:2. ἀποστρέφειν τὸ πρ. ἀπό τινος (ἀποστρέφω 1) 1 Cl 18:9 (Ps 50:11); 16:3 (Is 53:3). στερεῖν τοῦ προσώπου τινός B 13:4 (Gen 48:11).—τὸ πρόσωπον στηρίζειν (s. στηρίζω 2 and cp. SAntoniades, Neotestamentica: Neophilologus 14, 1929, 129–35) Lk 9:51. τὸ πρ. αὐτοῦ ἦν πορευόμενον εἰς Ἰερουσαλήμ his face was set toward Jerusalem vs. 53 (cp. 2 Km 17:11).—θαυμάζειν πρόσωπον flatter Jd 16 (PsSol 2:18; s. also θαυμάζω 1bα). λαμβάνειν πρόσωπον (=נָשָׂא פָנִים; cp. Sir 4:22; 35:13; 1 Esdr 4:39; s. Thackeray p. 43f; B-D-F p. 3, note 5; Rob. 94) show partiality or favoritism Lk 20:21; B 19:4; D 4:3. λαμβ. πρόσωπόν τινος (cp. Mal 1:8) Gal 2:6. S. PKatz, Kratylos 5, ’60, 161.
    β. governed by prepositions, in usages where πρ. in many cases requires a dynamic equivalent
    א. ἀπὸ προσώπου τινός from the presence of someone (JosAs 28:10; Just., A I, 36, 1; s. Vi. Aesopi W 104 v.l. p. 188 last line P. ἐπιστολὴ ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Αἰσώπου) Ac 3:20; (away) from someone or someth. (Ctesias: 688 Fgm. 9 Jac. φυγεῖν ἀπὸ προσώπου Κύρου; LXX; PsSol 4:8 al.; Herodas 8, 59 ἔρρʼ ἐκ προσώπου=get out of my sight; TestAbr A 2 p. 78, 11 [Stone p. 4] ἐκ προσώπου: here because of the compound ἐξέρχομαι) 5:41; 7:45; 2 Th 1:9; Rv 6:16 (Is 2:10, 19, 21); 12:14; 20:11 (cp. Ex 14:25; Josh 10:11; Sir 21:2; 1 Macc 5:34 and oft.) 1 Cl 4:8 (s. ἀποδιδράσκω), 10 (s. the passages cited for Rv 20:11 above); 18:11 (Ps 50:13; ἀπο[ρ]ρίπτω 2); 28:3 (Ps 138:7).
    ב. εἰς πρόσωπον: (Aesop, Fab. 302 P.= εἰς Ζηνὸς πρόσωπον ἔρχεσθαι=before the face of Zeus) εἰς πρόσωπον τῶν ἐκκλησιῶν before (lit. ‘in the face of’) the congregations 2 Cor 8:24. τὰ φαινόμενά σου εἰς πρόσωπον what meets your eye, i.e. the visible world IPol 2:2. βλέπειν εἰς πρόσωπόν τινος Mt 22:16; Mk 12:14 (s. βλέπω 4). To one’s face i.e. when present Hv 3, 6, 3 cj. (cp. POxy 903, 2; BGU 909, 12).
    ג. ἐν προσώπῳ (Maximus Tyr. 38, 1a) ἐν προσώπῳ Χριστοῦ before the face of Christ that looks down with approval 2 Cor 2:10 (cp. Pr 8:30; Sir 35:4), or as the representative of Christ (REB); difft. 4:6 on the face of Christ (s. 1a above).
    ד. κατὰ πρόσωπον face to face, (present) in person (Polyb. 24, 15, 2; Diod S 19, 46, 2; Plut., Caesar 716 [17, 8]; IMagnMai 93b, 11; IPriene 41, 6; OGI 441, 66 [81 B.C.]; PLond II, 479, 6 p. 256 [III A.D.?]; POxy 1071, 1) B 15:1. (Opp. ἀπών) 2 Cor 10:1. Παῦλος, ὸ̔ς γενόμενος ἐν ὑμῖν κατὰ πρόσωπον Pol 3:2. πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους before the accused meets his accusers face to face Ac 25:16, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην I opposed him to his face Gal 2:11 (cp. Diod S 40, 5a of an accusation κατὰ πρόσωπον; 2 Macc 7:6; Jos., Ant. 5, 46; 13, 278).—κατὰ πρόσωπον with partiality, in favoritism B 19:7; D 4:10.—τὰ κατὰ πρόσωπον what is before your eyes 2 Cor 10:7.—Used w. the gen. like a prep. (PPetr III, 1 II, 8 κατὰ πρόσωπον τοῦ ἱεροῦ; LXX; Jos., Ant. 3, 144; 9, 8) κατὰ πρ. τινος before or in the presence of someone (Jos., Ant. 11, 235) Lk 2:31; Ac 3:13; 16:9 D; 1 Cl 35:10 (Ps. 49:21).
    ה. μετὰ προσώπου: πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου Ac 2:28 (Ps 15:11); μετά A 2γ ג.
    ו. πρὸ προσώπου τινός (LXX; TestAbr A 12 p. 91, 4 [Stone p. 30] πρὸ προσώπου τῆς τραπέζης; GrBar 1:4; s. Johannessohn, Präp. 184–86) before someone Mt 11:10; Mk 1:2; Lk 7:27 (on all three cp. Mal 3:1).—Lk 1:76 v.l. (s. Ex 32:34); 9:52 (s. Ex 23:20); 10:1; 1 Cl 34:3 (s. Is 62:11). IEph 15:3 (cp. 1a).—πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ Ac 13:24 (εἴσοδος 2).
    entire bodily presence, person (Polyb. 5, 107, 3; 8, 13, 5; 12, 27, 10; 27, 7, 4; Diod S 37, 12, 1; Plut., Mor. 509b; Epict. 1, 2, 7; Vett. Val. s. index; Just., A I, 36, 2; POxy 1672, 4 [37–41 A.D.] ξένοις προσώποις=to strangers; 237 VII, 34; PRyl 28, 88. Cp. Phryn. p. 379 Lob., also Lob.’s comment p. 380; KPraechter, Philol 63, 1904, 155f) ὀλίγα πρόσωπα a few persons 1 Cl 1:1; ἓν ἢ δύο πρ. 47:6. τὰ προγεγραμμένα πρ. the persons mentioned above IMg 6:1. Here is surely also the place for ἐκ πολλῶν προσώπων by many (persons) 2 Cor 1:11 (from Luther to NRSV et al.; ‘face’ is preferred by Heinrici, Plummer et al.—With this expr. cp. Diod S 15, 38, 4 ἐκ τρίτου προσώπου=[claims were raised] by a third ‘party’, i.e. Thebes, against Sparta and Athens).
    the outer surface of someth., face= surface πρόσωπον τῆς γῆς (Gen 2:6; 7:23; 11:4, 8 al.) Lk 21:35; Ac 17:26; B 11:7 (Ps 1:4); and 6:9 prob. belongs here also.
    that which is present in a certain form or character to a viewer, external things, appearance opp. καρδία (1 Km 16:7) 2 Cor 5:12. πρόσωπον εἰρήνης (opp. πονηρίαι … ἐν ταῖς καρδίαις) Hv 3, 6, 3. ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ (i.e. of grass and flowers) Js 1:11. Of the appearance of the sky Mt 16:3; cp. Lk 12:56 (s. Ps 103:30).—SSchlossmann, Persona u. Πρόσωπον im röm. Recht u. christl. Dogma 1906; RHirzel, Die Person; Begriff u. Name derselben im Altertum: SBBayAk 1914, Heft 10; HRheinfelder, Das Wort ‘Persona’; Gesch. seiner Bed. 1928; FAltheim, Persona: ARW 27, 1929, 35–52; RAC I 437–40; BHHW I 93f. B. 216.—DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πρόσωπον

  • 5 ὅπως

    ὅπως, [dialect] Ep. also and [dialect] Aeol. [full] ὅππως, [dialect] Ion. [full] ὅκως, [dialect] Dor. [full] ὁπῶς acc. to A.D.Adv.173.11: correlat. to ὡς and πῶς.
    A ADV. OF MANNER, Relat. as, in such manner as, and with interrog. force how, in what manner, rarely indef., v. infr. A. V.
    B FINAL CONJUNCTION, in such a manner that, in order that.
    A ADV. OF MANNER, how, as:
    I Relat. to ὥς or οὕτως (like ὡς), in such manner as, as:
    1 with the ordinary Constr. of the Relat.:
    a with ind.,

    ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν Od.15.111

    ;

    οὕτως ὅ... S.Tr. 330

    ;

    ὧδ' ὅ. Id.El. 1301

    ;

    οὕτως ὅ. δύνανται Th.7.67

    : sts. an analogous word replaces the antec. Adv., με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως (for οἷον)

    ἐθέλει Od.16.208

    : freq. without any antec. expressed, ἔλθοι ὅ... ἐθέλω (sc. αὐτὸν ἐλθεῖν) 14.172 ;

    ἔρξον ὅ. ἐθέλεις Il.4.37

    , Od.13.145 ;

    χρῶ ὅ. βούλει X.Cyr.8.3.46

    ; ποίει ὅ. ἄριστόν σοι δοκεῖ εἶναι ib.4.5.50 ; ὅ. ἔχω as I am, on the spot, S. Ph. 819.
    b with [tense] fut. ind., esp. after Verbs of seeing, providing, taking care.., in the manner in which, how, that,

    οἱ Περσικοὶ νόμοι ἐπιμέλονται ὅπως μὴ τοιοῦτοι ἔσονται οἱ πολῖται X.Cyr.1.2.3

    ;

    ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται Hdt.5.23

    ;

    ἐφρόντιζον ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων Id.7.8

    .ά, cf. Pl.Ap. 29e ;

    ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει Th.3.4

    ;

    τοῦτο μηχανᾶσθαι ὅπως ἀποφεύξεται πᾶν ποιῶν θάνατον Pl.Ap. 39a

    ;

    τούτου στοχαζόμενοι, ὅπως.. ἔσονται Id.Grg. 502e

    (cf. infr.111.1 b, etc.): this [tense] fut. ind. may become opt. after a historical tense,

    ἐπεμελεῖτο ὅπως μήτε ἄσιτοι μήτε ἄποτοί ποτε ἔσοιντο X.Cyr.8.1.43

    , cf. HG7.5.3, Cyr.8.1.10, Oec.7.5, Ages.2.8 ; and ὅπως is freq. used interchangeably with such forms as δι' ὧν, ὅτῳ τρόπῳ, etc.,

    εἰσηγοῦνται μὴ δι' ὧν.. ἀσκήσουσιν, ἀλλ' ὅπως.. δόξουσι Isoc.1.4

    , cf. Th.6.11: this sense easily passes into a final sense, so that,

    τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει Hdt.3.40

    ; οὕτω δ' (sc. ποίει)

    ὅπως μήτηρ σε μὴ 'πιγνώσεται S.El. 1296

    , cf. Ar.Ra. 905, X.Cyr.4.5.25, HG 2.4.17 ; v. infr. B.
    2 with ἄν ([dialect] Ep. κε ) and subj. in indefinite sentences, in whatever way, just as, however,

    ὅππως κεν ἐθέλῃσιν Il.20.243

    (but ὅπως ἐθέλῃσιν (without κε) Od.1.349, 6.189) ;

    οὕτως ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα Hdt.8.143

    ;

    οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται X.Cyr.1.1.2

    , cf. IG22.1.13 (v B. C.), Pl.Phd. 116a, Smp. 174b, etc.
    b with opt. after historical tenses,

    οὕτως ὅ. τύχοιεν Th.8.95

    ;

    ὅ. βούλοιντο X.HG 2.3.13

    ; in a gnomic statement,

    εἰκῇ κράτιστον ζῆν ὅ. δύναιτό τις S. OT 979

    : when ἄν appears with the opt., it belongs to the Verb and not to ὅπως, ὅ. ἄν τις ὀνομάσαι τοῦτο however one might think fit to call it, D.13.4.
    3 a very common phrase is οὐκ ἔστιν ὅ. ( οὐκ ἔσθ' ὅπως ) there is no way in which.., it cannot be that,

    οὐκ ἔστι ὅκως κοτὲ σοὺς δέξονται λόγους Hdt.7.102

    , cf. Ar.Pl.18, D.18.208, al.; so οὐκ ἔστιν ὅ. οὐ, fieri non potest quin,

    οὐκ ἔσθ' ὅ. οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' S.OC97

    , cf. Ar.Ach. 116, Eq. 426, Th. 882, Pl.Ap. 27e ; οὐδαμῶς ὅ. οὐ, in answer, it must positively be so, Id.Tht. 160d ; so also

    οὐκ ἂν γένοιτο τοῦθ' ὅ... οὐ φανῶ S.OT 1058

    ; οὐ γὰρ γένοιτ' ἄν, ταῦθ' ὅ. οὐχ ὧδ' ἔχειν (anacoluth. for ἔχει or ἕξει) Id.Aj. 378 : so in questions, ἔσθ' ὅ... ἔλθωμεν; Ar.V. 471 (v.l. -οιμεν) ; ἔστιν οὖν ὅ. ὁ τοιοῦτος φιλοσοφήσει; Pl.R. 495a, cf. Phdr. 262b, Tht. 154c : so, besides ind. of all tenses, οὐκ ἔσθ' ὅ. may be folld. by opt. with

    ἄν, οὐ γάρ ἐσθ' ὅπως μί' ἡμέρα γένοιτ' ἂν ἡμέραι δύο Ar.Nu. 1181

    , cf. V. 212, Isoc.12.156, Pl.La. 184c: by ind. with

    ἄν, οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν.. κατέστησαν Isoc. 15.206

    , cf. D.33.28 : ἄν is omitted in

    οὐκ ἔσθ' ὅπως λέξαιμι A.Ag. 620

    , cf. E.Alc.52, Ar.V. 471 (v.l. ἔλθωμεν).
    4 in Trag., etc., like ὡς in comparisons,

    κῦμ' ὅπως A.Pr. 1001

    ;

    γῄτης ὅπως S.Tr.32

    , cf. 442, 683 ;

    ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα Id.El.98

    (anap.) ; ὅπως ἁ πάνδυρτος ἀηδών ib. 1076 (lyr.), cf. Ph. 777, E.Andr. 1140 ;

    ὅκως τις καλλίης κάτω κύπτων Herod.3.41

    ; so in [dialect] Locr. Prose,

    ὅπω (ς) ξένον IG9(1).334.2

    (V B.C.).
    5 like ὡς or ὅτι, with [comp] Sup. of Advs.,

    ὅ. ἄριστα A.Ag. 600

    , IG12.44.8, etc.; ὅ. ἀνωτάτω as high up as possible, Ar. Pax 207 ; in full, οὕτως ὅ. ἥδιστα (sc. ἔχει) S.Tr. 330.
    6 with a gen. added, σοῦσθε ὅ. ποδῶν run as you are off for feet, i. e. as quick as you can, A.Supp. 837 (lyr., where however < ἔχετε> shd. prob. be added); v. infr. 111.10, ἔχω (A) B. 11.2b.
    7 sts. of Time, when,

    Τρῶες.. ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος.., ἐπ' αὐτῷ πάντες ἔβησαν Il.11.459

    , cf. 12.208, Od.3.373: freq. in Hdt. with opt., whenever,

    ὅκως μὲν εἴη ἐν τῇ γῇ καρπὸς ἁδρός 1.17

    , cf. 68, 100, 162, 186, 2.13, 174, al.: in Trag. and Com., A.Pers. 198, S.El. 749, Tr. 765, Ar.Nu. 60 : with [comp] Sup. of Advs.,

    ὅ. πρῶτα

    as soon as,

    Hes.Th. 156

    ;

    ὅ. ὤκιστα Thgn.427

    ;

    ὅ. τάχιστα A.Pr. 230

    .
    8 of Place, where, dub. in Herod.3.75.
    II ὅπως is sts. used to introduce the substance of a statement, after Verbs of saying, thinking, or perceiving, that, how,

    λόγῳ ἀνάπεισον ὅκως.. Hdt.1.37

    ;

    οὐδὲ φήσω ὅκως.. Id.2.49

    , cf. 3.115, 116 ;

    τοῦτ' αὐτὸ μή μοι φράζ', ὅπως οὐκ εἶ κακός S.OT 548

    , cf. Ant. 223, Pl.Euthd. 296e ; after ἐλπίζειν, S.El. 963, E.Heracl. 1051 ; after Verbs of emotion, ἐμοὶ δ' ἄχος.., ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται grief is mine, when I think how.. (i. e. that..), Od.4.109, cf. S.Ph. 169 (lyr.); after θαυμάζω freq. in [dialect] Att.,

    θαυμάζω ὅ. ποτὲ ἐπείσθησαν Ἀθηναῖοι X.Mem.1.1.20

    , cf. Pl.Cri. 43a.
    2 οὐχ ὅ... ἀλλὰ or ἀλλὰ καὶ.. is not only not.. but.., and is expld. by an ellipsis of λέγω or ἐρῶ (cf. ὅτι IV), οὐχ ὅ. κωλυταὶ.. γενήσεσθε, ἀλλὰ καὶ.. δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε not only will you not become.., but you will also.., Th.1.35, cf. X.HG5.4.34, D.6.9 ;

    οὐχ ὅ. ὑμῖν τῶν αὑτοῦ τι ἐπέδωκεν, ἀλλὰ τῶν ὑμετέρων πολλὰ ὑφῄρηται Lys.30.26

    ;

    οὐχ ὅ. τούτων χάριν ἀπέδοσαν, ἀλλ' ἀπολιπόντες ὑμᾶς εἰς τὴν Λακεδαιμονίων συμμαχίαν εἰσῆλθον Isoc.14.27

    , cf. D.18.131, 53.13 ;

    οὐ γὰρ ὅπως.., ἀλλὰ καὶ.. Id.21.11

    ;

    οὔκουν ὅπως.., ἀλλὰ.. X.Cyr.8.2.12

    ; also

    οὐχ ὅ..., ἀλλ' οὐδέ.., οὐχ ὅ. ἀδικοῦντες, ἀλλ' οὐδ' ἐπιδημοῦντες ἐφυγαδευόμεθα Id.HG2.4.14

    ;

    οὐχ ὅ. τῆς κοινῆς ἐλευθερίας μετέχομεν, ἀλλ' οὐδὲ δουλείας μετρίας τυχεῖν ἠξιώθημεν Isoc.14.5

    ;

    διμοιρίαν λαμβάνων ἐν ταῖς θοίναις οὐχ ὅπως ἀμφοτέραις ἐχρῆτο, ἀλλὰ διαπέμπων οὐδετέραν αὑτῷ κατέλειπε X.Ages.5.1

    ;

    οὐχ ὅ. ζημιοῦν, ἀλλὰ μηδ' ἀτιμάζειν.. Th.3.42

    : so sts. μὴ ὅ. (where an imper. must be supplied), μὴ ὅ. ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε do not think that you could dance = so far from being able to dance, X.Cyr.1.3.10.
    b οὐχ ὅ. rarely follows another clause, to say nothing of.., let alone..,

    πεπαύμεθ' ἡμεῖς, οὐχ ὅ. σε παύσομεν S.El. 796

    ; μηδ' ἐμπίδα, οὐχ ὅπως ταῦρον ἔτι ἄρασθαι δυνάμενος.. let alone a bull, Luc.Cont.8, cf. Prom.8, Pr.Im.7, Pisc. 31.
    III in in direct questions, how, in what way or manner:
    1 with ind.,
    a

    ἔσπετε νῦν μοι ὅππως δὴ.. πῦρ ἔμπεσε νηυσίν Il.16.113

    ;

    εἴπ' ἄγε μ'.. ὅππως τούσδ' ἵππους λάβετον 10.545

    ;

    εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.3.97

    ;

    ὅπως ἠφανίσθη οὐδὲ λόγῳ εἰκότι δύνανται ἀποφαίνειν Antipho 5.26

    ;

    Ἀλκιβιάδης ἀνήχθη.. ἐπὶ κατασκοπὴν.. τοῦ οἴκαδε κατάπλου ὅπως ἡ πόλις πρὸς αὐτὸν ἔχοι X.HG1.4.11

    ;

    οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Il.2.252

    , etc.
    2 with deliberative subj. after Verbs of deliberation, taking care, and the like ,

    λεύσσει ὅπως ὄχ' ἄριστα.. γένηται Il.3.110

    ; ἐνόησεν (gnomic [tense] aor.)

    ὅππως κέρδος ἔῃ 10.225

    ;

    ἀλλ' ἄγεθ' ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα πάντες νόστον ὅπως ἔλθῃσι Od.1.77

    , cf. 13.365 ;

    οὐκ οἶδ' ὅπως.. φῶ S.OT 1367

    , cf. Aj. 428, Lys.8.5, Pl.Men. 91d ;

    ἐπιμελητέον ὅπως τρέφωνται οἱ ἵπποι X.Eq.Mag.1.3

    , cf. Oec.7.36,37,9.14, 15.1, Pl.Grg. 515c.—Sts. the [tense] fut. and subj. are conjoined without difference of meaning,

    ἐπράττετο γὰρ.., πρῶτον μὲν ὅπως μὴ περιμείνητε.., δεύτερον δὲ ὅπως ψηφιε̄σθε.., τρίτον δὲ ὅπως μὴ ἔσται Aeschin.3.65

    , cf. X. Ages.7.7, Mem.2.2.10.—On ὅπως ἄν (κεν), v. infr. 5.
    3 with opt. after tenses of past time, τῶν ἀδῄλων ὅπως ἀποβήσοιτο ib.1.3.2, etc.: after Verbs of deliberation, being virtually orat. obliq., μερμήριξε.. Ἥρη ὅπως ἐξαπάφοιτο (orat. rect. πῶς ἐξαπάφωμαι;) Il.14.160 ;

    μερμήριζεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od.9.554

    , cf. 420 ;

    οὐ γὰρ εἴχομεν.. ὅπως δρῶντες καλῶς πράξαιμεν S.Ant. 271

    ;

    ἐπεμελήθημεν ὅπως ἐξαλειφθείη αὐτῷ τὰ ἁμαρτήματα Lys.6.39

    , cf. 13.32, X.Cyr.6.2.11.
    4 with opt. and ἄν freq. expressing a wish, which in orat. rect. would be expressed by

    πῶς ἄν, σκόπει ὅ. ἂν ἀποθάνοιμεν ἀνδρικώτατα Ar.Eq.81

    (v.l. ἀποθάνωμεν), cf. Nu. 760 ;

    βουλευόμενοι ὅ. ἂν τὴν ἡγεμονίαν λάβοιεν τῆς Ἑλλάδος X.HG7.1.33

    , cf. Cyr.2.1.4 ; τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖται ὅ. ἂν θηρῷεν (v.l. -ῶσιν) ib.1.2.10: the opt. with ἄν and subj. sts. appear in consecutive clauses, Id.HG3.2.1.
    5 ὅπως ἄν (κεν) with the subj. is used after imper. or inf. used as imper.,

    πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι Od.4.545

    ;

    φράζεσθαι.., ὅππως κε μνηστῆρας.. κτείνῃς 1.295

    ;

    σκοπεῖτε.., ὅ. ἂν ὑμῖν πρᾶγος εὖ νικᾷ τόδε A.Supp. 233

    , etc.;

    φύλασσε.. ἔπειθ' ὅ. ἂν.. ἡ χάρις.. ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ S.Tr. 618

    , cf. E.IA 539 : in Prose,

    ἐπιμεληθῆναι ὅ. ἂν.. X.Cyr.8.3.6

    , cf. Pl.Prt. 326a;

    μηχανᾶσθαι Id.Phdr. 239b

    , Grg. 481a, cf. Ar.Eq. 917.
    6 rarely c. inf.,

    ἐπιμελήθητε προθύμως ὅπως διπλάσια.. σῖτα καὶ ποτὰ παρασκευασθῆναι X.Cyr.4.2.37

    (v.l. -εσκευασμένα ᾖ), cf. Oec.7.29, HG6.2.32; so later ὅπως παρακολουθῆμεν ([dialect] Dor. inf.) Supp.Epigr.1.170.18 (cf. p.138, Delph., ii B. C.); ὅπως.. ἔχειν, ὅπως.. εἴργεσθαι, D.S.20.4,85;

    ὅπως πέμπιν PTeb.315.30

    (ii A. D.).
    7 after Verbs of fear and caution, ὅπως and ὅπως μή are used with [tense] fut. ind. or [tense] aor. subj. :— the readings are freq. uncertain: the following (among others) are made certain either by the metre or the form,
    a with [tense] fut. ind.,

    δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι Ar.Eq. 112

    ;

    παντὶ λόγῳ ἀντιτείνετε εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ.. οἰχήσομαι Pl.Phd. 91c

    ;

    φόβος.. ἔστιν.. ὅπως μὴ αὖθις διασχισθησόμεθα Id.Smp. 193a

    : sts. the preceding Verb is omitted,

    ὅπως μὴ οὐκ.. ἔσομαι Id.Men. 77a

    .
    b with [tense] aor. subj.,

    τὴν θεὸν δ' ὅ. λάθω δέδοικα E.IT 995

    ;

    φυλάττου, ὅ. μὴ εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς X.Mem.3.6.16

    : rarely with [tense] pres.,

    οὐ φοβεῖ ὅ. μὴ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων Pl.Euthphr.4e

    : sts. the preceding Verb is omitted, with [tense] aor. subj.,

    ὅκως μή τι ὑμῖν πανώλεθρον κακὸν ἐς τὴν χώρην ἐσβάλωσι Hdt.6.85

    : with [tense] pres. subj.,

    ὅπως μὴ.. ᾖ τοῦτο Pl.Cra. 430d

    .
    c with opt. representing subj. after a historical tense, X. Mem.2.9.3.
    8 this Constr. is used in admonitions or commands: in the orig. Constr. a Verb implying caution or circumspection precedes,

    ὅρα ὅκως μή σευ ἀποστήσονται Πέρσαι Hdt.3.36

    ;

    ἄθρει.. ὅπως μὴ ἐκδύσεται Ar.V. 141

    ; τηρώμεσθ' ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται ib. 372 : but this came to be omitted, and ὅπως or ὅπως μή with [tense] fut. ind. or [tense] aor. subj. are exactly = the imper.,

    ἔμβα χὤπως ἀρεῖς Id.Ra. 378

    (lyr.): most freq. with [tense] fut. ind., ὅκως λόγον δώσεις τῶν μετεχείρισας χρημάτων, = δίδου λόγον, Hdt.3.142 ; ὅπως παρέσει μοι, = πάρισθι, Ar.Av. 131 ;

    ὅπως πετήσει Id. Pax77

    , cf. X.An.1.7.3, Lys.1.21, 12.50, Pl.Grg. 489a, etc.: rarely with I pers.,

    ὁποῖα κισσὸς δρυός, ὅπως τῆσδ' ἕξομαι E.Hec. 398

    , cf. Ar.Ec. 297 (lyr.): very rarely with [tense] aor. subj.,

    ὅπως μή τι ἡμᾶς σφήλῃ Pl.Euthd. 296a

    codd.;

    ὅπως μὴ.. ἐξαπατήσῃ Id.Prt. 313c

    ;

    ὅπως μὴ ποιήσητε D.4.20

    codd.—The codd. freq. vary, as between διδάξεις and

    - ξῃς Ar.Nu. 824

    ; τιμωρήσονται and

    - ωνται Th.1.56

    ; πράξομεν and - ωμεν ib.82 ; θορυβήσει and

    - σῃ D.13.14

    , etc.—Since the [tense] fut. is frequently, and the [tense] aor. (whether 1 or 2) rarely guaranteed by metre or form, the [tense] aor. 1 forms shd. prob. be rejected, both in signf. 7 and 8, in cases where codd. vary.
    9 as the echo to a preceding πῶς; in dialogue, A καὶ πῶς; B ὅπως; [do you ask] how? Ar. Eq. 128; A πῶς με χρὴ καλεῖν; B ὅπως; Id.Nu. 677, cf. Pl. 139.
    10 with a gen. (v. supr. 1.6),

    οὐκ οἶδα παιδείας ὅπως ἔχει καὶ δικαιοσύνης

    in the matter of..,

    Pl.Grg. 470e

    , cf. R. 389c.
    IV in direct questions, how? ἔπραξας ὅπως; Jul.Ep.82p.106B.-C.; cf. ὅστις.
    V indef., anyhow, τὸ οὐδ' ὅ. the expression 'not at all', Pl.Tht. 183b (v.l. οὐδ' οὕτως).
    B FINAL CONJUNCTION, that, in order that, the original notion of modality being merged in that of purpose or design, cf. ἵνα, with which it is sts. interchanged, Antipho 1.23 and 24, And.3.14, Lycurg. 119 sq.:—in early [dialect] Att. Inscrr. only ὅπως ἄν is used, IG12.39.19, al. ; ὅπως without ἄν only once in cent. iv B. C., ib.22.226.42 (343 B.C.), after which it becomes gradually prevalent:
    1 with subj.,
    a after primary tenses, or after subj. or imper.,

    τὸν δὲ μνηστῆρες.. λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται Od.14.181

    , cf. A.Ch. 873, S.Ph. 238, El. 457, X.Mem.2.10.2, etc.
    b after historical tenses (v.

    ἵνα B. 1.1b

    ), when there is no [tense] pf. form, or when the [tense] aor. represents the [tense] pf., ξυνελέγημεν ἐνθάδε, ὅ. προμελετήσωμεν we were convened, i. e. we have met in assembly, Ar.Ec. 117 ;

    παρήλθομεν.., ὅπως μὴ χεῖρον βουλεύσησθε Th.1.73

    ; also when the occurrence purposed is regarded from the point of view of the person purposing, ἦλθον πρεσβευσόμενοι, ὅπως μὴ σφίσι.. τὸ αὐτῶν [ναυτικὸν] ἐμπόδιον γένηται ib.31, cf. 57,65, etc.: sts. the opt. and subj. appear in consecutive clauses,

    φρυκτοὺς παρεσκευασμένους ἐς αὐτὸ τοῦτο, ὅπως ἀσαφῆ τὰ σημεῖα.. ᾖ καὶ μὴ βοηθοῖεν Id.3.22

    , cf. 6.96, 7.17.
    2 with opt. after historical tenses,

    πὰρ δέ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως.. κῆρας ἀλάλκοι Il.21.548

    ; more freq. in Od., as 13.319, 14.312, 18.160, 22.472; so in S.OT 1005, OC 1305, X.Cyr.1.4.25, Pl.Ti. 77e, etc.: after historical [tense] pres.,

    πέμπει τούσδ' ὅπως κτείνοιεν A.Pers. 450

    ;

    ἡγεμόνα πέμπει ὅπως ἄγοι X.An.4.7.19

    : after opt.,

    ἔλθοι.. ὅ. γένοιτο A.Eu. 297

    , cf. S.Aj. 1221 (lyr.).
    3 with ind.,
    a of historical tenses, where the principal clause expresses an action or obligation unfulfilled,

    εἴθ' εἶχε φωνὴν ἔμφρον' ἀγγέλου δίκην, ὅ. δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην A.Ch. 196

    , cf. S.El. 1134: rare in Prose,

    ἐδεξάμην ἃν.. φράσαι πρὸς ὑμᾶς.., ὅ... προῄδετε And.2.21

    ; τίς οὐκ ἂν.. ταῦτα ἐδήλωσεν, ὅ... ταῦτα ἠλέγχθη; D.36.20;

    οὐκοῦν ἐχρῆν σε Πηγάσου ζεῦξαι πτερόν, ὅ. ἐφαίνου τοῖς θεοῖς τραγικώτερος Ar. Pax 135

    ; τί.. οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν.. ὅ. ἀπηλλάγην; A.Pr. 749.
    b of [tense] fut., θέλγει, ὅ. Ἰθάκης ἐπιλήσεται (= φραζομένη ὅπως ἐ.) Od.1.57, cf. Il.1.136 ;

    [χρὴ] ἀναβιβάζειν ἐπὶ τὸν τροχὸν τοὺς ἀπογραφέντας, ὅ. μὴ πρότερον νὺξ ἔσται And.1.43

    ;

    ἐμισθώσατο τοῦτον.., ὅ. συνερεῖ D.19.316

    : sts. [tense] fut. ind. and [tense] aor. subj. are conjoined,

    σιγᾶθ', ὅ. μὴ πεύσεταί τις, ὦ τέκνα, γλώσσης χάριν δὲ πάντ' ἀπαγγείλῃ τάδε A. Ch. 265

    .
    II ὅπως c. subj. is sts. used after Verbs of will and endeavour, instead of the inf.,

    λίσσεσθαι.. ὅ. νημερτέα εἴπῃ Od.3.19

    ;

    αἰτεῖσθαι ὅ. μὴ καταψηφίσησθε Antipho 1.12

    ; δεήσεται.., ὅ. δίκην μὴ δῷ ib.23 ;

    ὅ. μὴ ἀποθάνῃ ἠντεβόλει Lys.1.29

    ; παρακελεύεσθε ὑμῖν

    αὐτοῖς ὅ... ἐξίητε Lycurg.127

    ( ἔξιτε Rehdantz): with

    ἄν, δεῖταί μου σφόδρα ὅπως ἂν οἰκουρῇ Ar.Ach. 1060

    , cf. Hdt.2.126, 3.44 ;

    διεκελεύετο ὅπως ἂν.. ἐγγράφωσί με Is.7.27

    ; so δεῖ σ' ὅ. δείξεις (for δεῖξαι), S.Aj. 556, may be expld. as ellipsis for δεῖ σ' ὁρᾶν (σκοπεῖν) ὅπως, cf. Id.Ph.55 ;

    δεῖ σ' ὅπως.. μηδὲν διοίσεις.. Cratin.108

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅπως

  • 6 ἐγώ

    ἐγώ ( ἐγών), μοι, ἐμοί, ἐμίν, με, ἐμέ; ἄμμες, ἄμμιν), ἄμμε; νῷν) Apart from its use within direct speech, this pronoun in the singular may normally be referred to both Pindar and chorus, but to the chorus only Pae. 4.21 cf. Fränkel, W & F, 366̆{1}, van Leeuwen, 407̆{15}, 505̆{36}. The plural is never certainly used to represent the singular.
    1 ἐγώ. ( ἐγών before a vowel P. 3.77, but ἐγώ correpted I. 1.4) “ οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτιO. 4.24

    καὶ ἐγὼ νέκταρ πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    εἰ δ' ἐγὼ κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    ἐγὼ δέ τοι ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.21

    ἐγὼ δὲ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων O. 10.97

    ἐγὼ δὲ οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.49

    διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91

    ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι P. 1.42

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω P. 3.77

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    μῆλά τε γάρ τοᾰ ἐγὼ ἀφίημP. 4.148

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33

    ἐγὼ δὲ κοινάσομαι N. 3.11

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω πόμ' ἀοίδιμον N. 3.76

    ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ ἄγγελος ἔβαν N. 6.57

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν N. 8.38

    ( ἄεθλοι)

    ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς N. 9.9

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν N. 11.11

    ἀλλἐγω̆ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας ἐθέλω I. 1.14

    χαίρετ· ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.32

    ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.16

    τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks

    Πα.. 21. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος, ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, fr. 81 ad Δ. 2. ἀλλ' ἐγὼ τάκομαι (as opposed to those not affected by love of Theoxenos) fr. 123. 10. ] νον ἐγὼ[ fr. 140a. 77 (51). ἐγὼ μ[ fr. 140b. 11. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ fr. 150. “ καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4.
    2 acc. a. με, με).

    στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7

    ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν O. 3.9

    τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.2

    [ δεῖ σάμερόν μ' ἐλθεῖν (μ add. Boeckh met. gr.: om. codd.) O. 6.28]

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει O. 6.83

    μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55

    ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39

    τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς N. 4.33

    εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80

    οὐ μέμφεταί μ' ἀνήρ N. 7.64

    ἔα με N. 7.75

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44

    λίσσομαι ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5

    Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ fr. 75. 7. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός χρή [μ]ε λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται fr. 122. 13. Μοῖσ' ἀνέηκέ με fr. 151. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198. ὦ τάν, μή με κερτόμ[ει (με a papyri correctore deletum metro tamen desideratur) fr. 215. 4. “ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί.” P. 4.103 τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσαύδαP. 4.119 κοὔ με πονεῖP. 4.151 ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖP. 4.157 καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει μεP. 4.164 ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.: Herakles speaks) I. 6.47
    b ἐμέ, ἔμε): emphatic, in first position in sentence save in two dubious examples, fr. 6a. e, fr. 75. 13, where perhaps με should be read.

    ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρή O. 1.100

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74

    ἐμὲ δ' οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.93

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.52

    ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103

    Μξῖσ, ἀνέγειρ' ἐμέ fr. 6a. e. cf. fr. 151. ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ' *d. 2. 23. ἐναργέα τἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νεμεα, τεμεῷ codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν a chorus of girls speaks *parq. 2. 33. ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτωνO. 1.77 ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ δὲ ὑφαίνεινP. 4.141
    3 dat.
    a μοι (correpted O. 2.83, N. 1.21, N. 10.80, Pae. 7.10) πολλά μοᾰ ὑπἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας possessive O. 2.83

    Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον O. 3.4

    τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν possessive. O. 13.11

    ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ O. 13.98

    εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι P. 3.110

    δόμους φράσσατέ μοι σαφέωςP. 4.117 ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖP. 4.163

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν P. 4.247

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος possessive P. 8.32

    γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι P. 8.58

    ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν εἴη N. 4.9

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.72

    μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ' ὑποσκάπτοι τις N. 5.19

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν N. 7.50

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος N. 8.35

    τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ N. 10.19

    ἔσσι μοᾰ υἱόςN. 10.80

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος I. 1.3

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    πολλὰ μὲν ἀρτεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.47

    τέθμιόν μοι φαμί σαφέστατον ἔμμεν I. 6.20

    ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.

    μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” possessive Πα... ἔραται δέ μο[ι] γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν simm., Wil.)

    Πα... ]Χαρίτεσσί μοᾰ ἄγχι θ[ Pae. 7.10

    ]μη μο[ι Πα. 7B. 7. ἄπιστά μοι δέδοικα Πα. 7B. 45. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60a. 3. “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις, χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν ( ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215. 5. ethic dat., c. impv.

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων O. 6.22

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.35

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38

    ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχ ων ἁγέο Παρθ. 2. 66. cf.

    καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.59

    b ἐμοί, emphatic form, never ethic, once possessive P. 5.76

    ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν O. 1.52

    ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.111

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει O. 8.43

    βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.66

    τοῦτ' ἔργον ἐμοὶ τελέσαις —” P. 4.230 φῶτες Αἰγείδαι, ἐμοὶ πατέρες (v. Wil., Pind., 477f; Fränkel, D & P, 485̆{2}) P. 5.76

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.48

    ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.41

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ” (supp. Boeckh: om. codd.) N. 10.84

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( ἀλλ' ἐμὲ coni. Boehmer) I. 8.11

    ἐμο[ὶ δ] Pae. 2.102

    ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέδοται” a chorus of Keans speaks Πα... ἐμοὶ δὲ τοῦτον διέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον *pa. 7B. 21.
    c ἐμίν. [κατ' ἐμὶν coni. Schr.: κατά τιν codd. P. 8.68] ]

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Pae. 10.19

    cf. Σ Ar., Av. 931: χλευάζει τῶν διθυραμ- βοποιῶν τὸν συνεχῆ ἐν τοῖς τοιούτοις δωρισμὸν καὶ μάλιστα τὸν Πίνδαρον συνεχῶς λέγοντα ἐν ταῖς αἰτήσεσι τὸ ἐμίν fr. 298, Schr.
    5 ἄμμε, acc. pl.: us i. e. mankind

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

    6 ἄμμιν, ἄμμι, dat. pl. “λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἀναστάῃP. 4.155 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεῦςP. 4.167 ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν κελαδῇσαι i. e. for Pindar and his fellow Thebans I. 1.52 ἄμμι δ' πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον i. e. to the chorus and the victor I. 7.49 ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός i. e. for us Greeks I. 8.10 μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν.” I. 8.44 μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν (probably the fragment is part of some speech) fr. 42. 2.
    7 νῷν dual dat. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” (νῶιν, νῶι) codd.) P. 4.147 ] ο νῶιν[ (σὺν τῷ ϊ. Σ.) P. Oxy. 841. fr. 94. 2.

    Lexicon to Pindar > ἐγώ

  • 7 Ἰσθμός

    Ἰσθμός () (-οῦ, -ῷ, -όν: - οῖ: unexplained hiatus, I. 1.9, I. 1.32, I. 6.5 fr. 122. 13.)
    a πέραν ἰσθμὸν διαβαίς, ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόποιο κάρυξ fr. 140a. 65.
    b the Corinthian Isthmus, where were held games in honour of Poseidon.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν Πυθῶνι δ' Ἰσθμοῖ τε O. 2.50

    Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων O. 7.81

    ἐπ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ O. 8.48

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13

    Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θομὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (sc. Ποσειδάν) N. 5.37

    καὶ πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος N. 6.19

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδὰν I. 1.32

    ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17

    νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) I. 6.5

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ I. 6.61

    φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h. ἀλλὰ θαυμάζω τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται (Casaubon: ὁμοῦ codd.: i. e. “les riches et puissants Corinthiens présents au banquet.” van Groningen) fr. 122. 13.

    Lexicon to Pindar > Ἰσθμός

  • 8 τοιόσδε

    a such as this referring to the poem ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων Δία ἐπίνειμαι τοιοῖσδε βέλεσσιν (v. l. μέλεσσιν) O. 9.8 ( φάμα)

    ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν I. 4.27

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι (i. e. αἱ τῶν νικηφόρων τιμαί Σ: τοιᾷδε τιμᾷ Σ̆{γρ˙}) I. 5.54 ἀλλὰ θαυμάζω, τί με λέξοντι Ἰσθμοῦ δεσπόται τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14.
    b such as follows καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων Πα. 8A. 13.

    Lexicon to Pindar > τοιόσδε

  • 9 λανθάνω

    λανθάνω, Pi.Fr.75.13, etc.:—also [full] λήθω (which is the form of the [voice] Act. generally used in compds., δια-λανθάνω being the sole exception), Il.23.323, S.OT 1325 (lyr.), X.Smp.4.48; [dialect] Dor. [full] λάθω [pron. full] [ᾱ] S.El. 222 (lyr.); inf.
    A

    λᾱθέμεν Pi.O.1.64

    : [tense] impf.

    ἐλάνθανον Il.13.721

    , etc.;

    ἔληθον Od.19.151

    , S.El. 1359; [dialect] Ep.

    λῆθον Il.15.461

    ; [dialect] Ion.

    λήθεσκεν 24.13

    : [tense] fut.

    λήσω Od.11.102

    , Ar.Ec.98, etc.; [dialect] Aeol.inf.

    λᾱσην Alc.Supp.22.8

    ; [dialect] Dor.

    λᾱσῶ Theoc.14.9

    , al., so (in late writers) λήσομαι, v. infr. c. 11: [tense] aor. 1

    ἔλησα Nic.Al. 280

    (but Hom. has ἐπ-έλησα, Alc. ἐξ-έλᾱσα, in causal sense): [tense] aor. 2

    ἔλᾰθον Il.17.676

    , etc. (for λέλᾰθον, v. infr. B): [tense] pf.

    λέληθα Semon.7.9

    , Sol.13.27; [dialect] Aeol.part.

    λελᾱθων Alc.Supp.26.8

    : [tense] plpf. ἐλελήθειν, [dialect] Att. - ήθη, Th.8.33, Ar.Eq. 822, Nu. 380, Luc.Pr.Im. 15; [dialect] Ion.[ per.] 3sg.

    ἐλελήθεε Hdt.6.79

    .
    B causal [full] ληθάνω, [tense] aor. 2 λέλᾰθον, v. infr. B.
    C [voice] Med. and [voice] Pass.,

    λανθάνομαι Arist.Po. 1455a25

    (s.v.l.),

    λήθομαι Il.11.790

    , A.Ag.39; [dialect] Dor. λάθομαι [ᾱ] Pi.O.8.72: [dialect] Ep. [tense] impf.

    λανθανόμην Od.12.227

    : [tense] fut.

    λήσομαι 1.308

    ; [dialect] Dor.

    λᾱσεῦμαι Theoc.4.39

    , also

    λελήσομαι E.Alc. 198

    : [tense] aor. 1 ἐλησάμην or λησάμην only in late [dialect] Ep., Maiist.47, Mosch.3.62 ([dialect] Dor. λᾱς-), Q.S.3.99, etc.; also ἐλήσθην, [dialect] Dor. inf.

    λασθῆμεν Theoc.2.46

    , cf. διαλανθάνω: [tense] aor. 2 ἐλᾰθόμην, [dialect] Ep. λαθ-, Il.13.835, E.Hipp. 289: rare in Prose exc. in compds., Plu.Caes.38; also [dialect] Ep. redupl. λελάθοντο, etc., v. infr. c: [tense] pf.

    λέλησμαι S.El. 342

    , Pl.Phdr. 252a; [dialect] Ep. λέλασμαι, part. λελασμένος, etc.; cf. ἐπιλήθω.
    A in most of the act. tenses, escape notice (freq. joined with a neg.):—Constr.:
    1 c. acc. pers. only, escape his notice,

    λάθε δ' Ἕκτορα Il.22.277

    ;

    οὐδέ σε λήσει 23.326

    ;

    οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον 15.461

    , cf. Od.11.102, al.; [

    τοῦτον] οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός A.Ag. 796

    (anap.);

    οὐ λάθει μ' ὀργά S.El. 222

    (lyr.), cf. Ph. 207 (lyr.);

    τουτί μ' ἐλελήθειν Ar.Nu. 380

    ; εἰ λανθάνει σε perhaps you don't know, Men. Sam.78: impers., λεληθέναι οὐ θαυμάζω τὸ πλῆθος περὶ τούτου it escaped the notice of the people, X.Hier.2.5; σὲ δὲ λέληθεν περὶ τοῦτο ὡς .. Pl. Lg. 903c.
    2 most freq. with a part. added, in which case we usually translate the part. by a Verb, and express λανθάνω by an Adv., unawares, without being observed; either,
    a c. acc. pers., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος I am unseen by others while fighting, i.e. 1 fight unseen by them, Il.13.273;

    πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Od.8.93

    , cf. 12.17, 220, 19.88, al., Pi.O.1.64, 6.36, Hdt.8.25: freq. in Trag. and [dialect] Att., μὴ λάθῃ με προσπεσών lest he come on unseen by me, S.Ph.46, cf. 156 (lyr.); ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες.. ἀφορμηθεῖσαι should put to sea without their observing them, Th.8.10; or,
    b without an acc., φονέα ἐλάνθανε βόσκων he maintained the murderer unawares, Hdt.1.44;

    λέληθας ἐχθρὸς ὤν S.OT 415

    ;

    δουλεύων λέληθας Ar.V. 517

    ;

    συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν D.21.89

    : the reflex. Pron. may be supplied and is sts. added,

    λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρύς S.Fr. 103

    ;

    ἕως σαυτὸν λάθοις διαρραγείς Ar. Pax32

    , cf. Nu. 242, X.An.6.3.22: sts., however, a different object must be supplied from the context, βάλλοντες ἐλάνθανον (not ἑαυτούς, but Τρῶας) Il. 13.721;

    ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Hdt.8.5

    ; μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ [τινὰ ὁ βίος] S.Ph. 506;

    μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] φύγδα βάς A.Eu. 256

    (lyr.), cf. Th. 4.133, etc.—In a few examples this constr. is reversed, and λαθών is put in the part., as in our idiom, ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών (for ἔλαθεν ἁλόμενος) Il.12.390;

    ἣ.. λήθουσά μ' ἐξέπινες S.Ant. 532

    .
    4 folld. by a relat. clause, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ' ἦγε thou escapest me not, it is not unknown to me, that some god led thee, Il.24.563; οὐδέ ἑ λήθει, ὅππως .. 23.323; ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ thou thought'st to escape the gods' notice in.., Hdt.8.106;

    οὔκουν με.. οἷα πράττεις λανθάνει Ar.Eq. 465

    ; οὐ λανθάνεις με, ὅτι .. X.Mem.3.5.24, cf. Smp.3.6, 13; ὁ γείτων λ. τινὰ οὐ μόνον ὅτι πράττει, ἀλλ' εἰ .. Pl.Tht. 174b.
    B causal, make one forget a thing, c. gen. rei, in compds. ἐκληθάνω, ἐπι-λήθω; the simple Verb only in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2, ὄφρα.. λελάθῃ ὀδυνάων that.. he may cause him to forget his pains, Il.15.60;

    πόλιν λελάθοιτε συντυχιᾶν Lyr.Adesp.140.9

    : but
    II in late [dialect] Ep., λέλαθον, = ἔλαθον, escaped notice of, ἑὸν νόον, τοκῆας, A.R.2.226, 3.779, cf. Orph.A. 876.
    C [voice] Med. and [voice] Pass., let a thing escape one, forget,
    1 forget simply, in [tense] pres. (abs.),

    σὺ δὲ λήθεαι Il.11.790

    : c. gen.,

    Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης.. λανθανόμην Od.12.227

    , cf. Pi.O.8.72;

    οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Od.1.308

    ;

    ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται E.Alc. 198

    : mostly in [tense] aor. 2,

    ἀλκῆς λαθέσθαι A.Supp. 731

    ;

    νόστου τε λαθέσθαι Od.9.97

    ; πῶς ἂν.. Ὀδυσῆος.. λαθοίμην; 1.65: also in redupl. [tense] aor.,

    οὐδὲ σέθεν.. θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Il.4.127

    ;

    μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω 16.200

    ;

    οὐ δυνάμην λελαθέσθ' Ἄτης 19.136

    (but in Hes.Th. 471 like the [voice] Act., ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα that she might bear unknown): so in [tense] pf.,

    τῶν δὲ λέλασται Il.5.834

    ;

    ἐμεῖο λελασμένος 23.69

    ;

    κείνου λελῆσθαι S. El. 342

    , etc.;

    ἑταίρων πάντων λέλησται Pl.Phdr. 252a

    : with a relat. clause,

    λελασμένος ὅσσ' ἐπεπόνθει Od.13.92

    : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, once in S., οὐδέ ποτε λησόμενον οἷον ἔφυ κακόν never will be forgotten, El.1249 (lyr.); cf. ἐπιλανθάνω.
    2 forget purposely, pass over, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν either he chose to forget it.., Il.9.537;

    μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι A.Ag.39

    .
    II in later writers [tense] fut. [voice] Med. is used like [voice] Act., escape notice,

    ἡμᾶς Arist.APr. 66a31

    , cf. A.R.3.737, Luc.Sacr.14: abs., Alciphr.3.52

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λανθάνω

См. также в других словарях:

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • αλληλοθαυμάζομαι — θαυμάζομαι από κάποιον και αμοιβαία τόν θαυμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + θαυμάζω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοθαυμασμός, αλληλοθαυμαστές (θηλ. στριες)] …   Dictionary of Greek

  • ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»