Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνάλογον

См. также в других словарях:

  • ἀνάλογον — ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνάλογον — ἀνάλογον , ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογον , ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ratio — This article is about the mathematical concept. For the Swedish institute, see Ratio Institute. For the academic journal, see Ratio (journal). For the philosophical concept, see Reason. For the legal concept, see Ratio decidendi. The ratio of… …   Wikipedia

  • Analoga — Das Analogon (griechisches sächliches substantiviertes Adjektiv ανάλογον, análogon, „in gleichem Verhältnis“, „proportional“; aus ana „nach, bis zu, gegen“ und lógos, im Sinne von „Berechnung, Verhältnis“ und on, sächliche Endung) bezeichnet… …   Deutsch Wikipedia

  • Analogon — Das Analogon (griechisches sächliches substantiviertes Adjektiv ανάλογον, análogon, „in gleichem Verhältnis“, „proportional“; aus ana „nach, bis zu, gegen“ und lógos, im Sinne von „Berechnung, Verhältnis“ und on, sächliche Endung) bezeichnet… …   Deutsch Wikipedia

  • ανάλογος — η, ο (Α ἀνάλογος, ον) 1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος 2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο το μερίδιο (λογαριασμού,… …   Dictionary of Greek

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • προαπόπτωτος — ον, Α [προαποπίπτω] αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԵՄԱՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0028 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c մ. ἁνάλογον, ἁνάλογως proportione եւ pro captu. Ըստ համեմատութեան. բաղդատութեամբ. ըստ իւրաքաքնչիւր չափոյ եւ կարողութեան կամ վիճակի. նմանօրինակ. նոյնպէս. *Երկրի եւ հրոյ, եւ այնոցիկ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»