-
1 αναλογον
Iτό соразмерность, пропорциональностьτὸ ἀ. λέγω, ὅταν ὁμοίως ἔχῃ τὸ δεύτερον πρὸς τὸ πρῶτον καὴ τὸ τέταρτον πρὸς τὸ τρίτον Arst. — аналогом называю я случай, когда второе относится к первому, как четвертое к третьему
IIadv.1) соответственно, пропорционально; аналогически, по аналогииοἱ (αἱ, τά) ἀ. Arst. — аналогичные предметы;
ἐκ τοῦ ἀ. Arst. — аналогично2) мат. в геометрической прогрессии -
2 εναλλαξ
adv.1) перемежаясь, чередуясь, попеременно(μεταμειβόμενοι Pind.; ἐ. συνιστάναι καὴ διαλύειν Arst.)
ἐ. πρήσσειν Her. — испытывать то удачи, то неудачи2) обратно, наоборот(ὡς Α πρὸς τὸν В, οὕτως ὅ Г πρὸς τὸν Δ, καὴ ἐ. Arst.)
τὸ ἀνάλογον ἐ. Arst. — обратное отношение3) крест-накрест(ἴσχειν τὼ πόδ΄ ἐ. Arph.)
См. также в других словарях:
ἀνάλογον — ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνάλογον — ἀνάλογον , ἀνάλογος according to a due masc/fem acc sg ἀνάλογον , ἀνάλογος according to a due neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ratio — This article is about the mathematical concept. For the Swedish institute, see Ratio Institute. For the academic journal, see Ratio (journal). For the philosophical concept, see Reason. For the legal concept, see Ratio decidendi. The ratio of… … Wikipedia
Analoga — Das Analogon (griechisches sächliches substantiviertes Adjektiv ανάλογον, análogon, „in gleichem Verhältnis“, „proportional“; aus ana „nach, bis zu, gegen“ und lógos, im Sinne von „Berechnung, Verhältnis“ und on, sächliche Endung) bezeichnet… … Deutsch Wikipedia
Analogon — Das Analogon (griechisches sächliches substantiviertes Adjektiv ανάλογον, análogon, „in gleichem Verhältnis“, „proportional“; aus ana „nach, bis zu, gegen“ und lógos, im Sinne von „Berechnung, Verhältnis“ und on, sächliche Endung) bezeichnet… … Deutsch Wikipedia
ανάλογος — η, ο (Α ἀνάλογος, ον) 1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος 2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο το μερίδιο (λογαριασμού,… … Dictionary of Greek
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
προαπόπτωτος — ον, Α [προαποπίπτω] αυτός που έπεσε πρώιμα («τὸν κύτταρον τὸν πιτύϊνον ὅμοιον καὶ ἀνάλογον εἶναι τοῑς προαποπτώτοις ἐρινοῑς», θεόφρ.) … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԵՄԱՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0028 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c մ. ἁνάλογον, ἁνάλογως proportione եւ pro captu. Ըստ համեմատութեան. բաղդատութեամբ. ըստ իւրաքաքնչիւր չափոյ եւ կարողութեան կամ վիճակի. նմանօրինակ. նոյնպէս. *Երկրի եւ հրոյ, եւ այնոցիկ՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)