Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σήμαντρα

См. также в других словарях:

  • Σήμαντρα — Sp Simantra Ap Σήμαντρα/Simantra L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Σήμαντρα — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 175 μ.), στην επαρχία Χαλκιδικής, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στο εσωτερικό της επαρχίας και προς τα νοτιοδυτικά του Πολύγυρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (32 τ. χλμ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • σήμαντρα — σήμαντρον seal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμαντρ' — σήμαντρα , σήμαντρον seal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμαντρο — Μεταλλικό αντικείμενο μήκους 1 3 μέτρων, πλάτους 10 εκ. και πάχους 5, που το κρούουν ρυθμικά με κόπανο ή μικρό σφυρί για να ξυπνήσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και να καλέσει τους πιστούς στην εκκλησία. Πριν καθιερωθούν οι καμπάνες στα ελληνικά …   Dictionary of Greek

  • Moudania (Gemeinde) — Stadtgemeinde Moudania Δήμος Μουδανιών (Μουδανιά) …   Deutsch Wikipedia

  • ANNULI Episem — ANNULI Ἐπίσημοι dicebantur qui gemmam habebant. Pollux, δακτύλιον, δακτυλίδιον, σφραγίδιον, σφραγίδας. Ο῞υτω γὰρ τους ἐπισήμους δακτνλίους ὠνόμαζον τοῦς τὰ σήμαντρα ἢ λίθους εν αὐτοῖς ἔχοντας. Σφραγὶς namque annuli gemma est; quâ qui carebant,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIGNANDI ritus — apud Veteres varius fuit. Cerâ in obsignandis literis ac testamentis utebantur, nenipe tabellas chartasque linô obligantes, postea annulô χαρακτῆρα imprimebant cerae. Unde Chrysalus apud Plautum Bacchidibus Actu 4. Sc. 4. v. 64. ad literas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»