Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σάκος

См. также в других словарях:

  • σακός — masc nom sg σᾱκός , σηκός pen masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • σάκος — ο (λ. σημιτ.) 1. θήκη από χοντρό ύφασμα ή δέρμα για τη μεταφορά ή τη φύλαξη πραγμάτων, σακί: Ταχυδρομικός σάκος. 2. αρχιερατικό άμφιο. 3. αντρικό ένδυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκος — σάκκος coarse cloth of hair masc nom sg σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. σηκός …   Dictionary of Greek

  • σάκει — σάκος coarse cloth of hair neut nom/voc/acc dual (attic epic) σάκεϊ , σάκος coarse cloth of hair neut dat sg (epic ionic) σάκος coarse cloth of hair neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακούς — σακός masc acc pl σᾱκούς , σηκός pen masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακέεσσι — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακέεσσιν — σάκος coarse cloth of hair neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακίων — σάκος coarse cloth of hair neut gen pl (doric) σακκίον small bag neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάκεος — σάκος coarse cloth of hair neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»