Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνῆκα

См. также в других словарях:

  • ἀνῆκα — ἀνίημι send up aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλείπομαι — ΝΑ εξακολουθώ να υπάρχω μετά από αφαίρεση ή καταστροφή μέρους τού συνόλου στο οποίο ανήκα, επιζώ αρχ. υπολείπομαι, απομένω …   Dictionary of Greek

  • ρείκι — Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek

  • όσμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Os ανήκα στην ογδόη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 76, ατομικό βάρος 190,2 και επτά σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση πάντοτε με άλλα στοιχεία της αυτής ομάδας και ειδικά το ιρίδιο …   Dictionary of Greek

  • Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… …   Dictionary of Greek

  • ανήκω — ανήκω, ανήκα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανήκω — και πρτ. ανήκα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. είμαι κτήμα κάποιου: Το σπίτι αυτό ανήκει σε μένα. 2. είμαι αντικείμενο δικαιώματος ή ευθύνης κάποιου: Πίστευε πως ανήκε πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στην οικογένειά του. 3. ανάγομαι, αναφέρομαι: Αυτά πια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνῆκ' — ἀνῆκε , ἀνήκω to have come up to imperf ind act 3rd sg ἀνῆκα , ἀνίημι send up aor ind act 1st sg ἀνῆκε , ἀνίημι send up aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνῆχ' — ἀνῆχα , ἀνάγω lead up perf ind act 1st sg ἀνῆχε , ἀνάγω lead up perf imperat act 2nd sg ἀνῆχε , ἀνάγω lead up perf ind act 3rd sg ἀνῆκε , ἀνήκω to have come up to imperf ind act 3rd sg ἀνῆκα , ἀνίημι send up aor ind act 1st sg ἀνῆκε , ἀνίημι send …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»