Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κότον

См. также в других словарях:

  • κοτόν — το 1. βαμβάκι 2. συνεκδ. βαμβακερό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coton < μσν. γαλλ. coton < αραβ. qutin] …   Dictionary of Greek

  • κότον — κότος grudge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοτόν, Εμέ Ογκίστ — (Aimé Auguste Cotton, Μπουργκ αν Μπρες 1869 – Σεβρ 1951). Γάλλος φυσικός. Αρχικά δίδαξε επί πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ και αργότερα αναγορεύθηκε καθηγητής στην École Normale, όπου έμεινε έως το 1920. Το ίδιο έτος ανέλαβε την έδρα… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • προφωνώ — έω, ΜΑ [φωνῶ] εκδίδω διακήρυξη ή διαταγή ενώπιον όλων (α. «τοῡτο δὲ πᾱσι προφωνῶ καὶ πᾱσι παραγγέλνω», Διήγ. Αχιλλ. β. «πᾱσιν προφωνεῑ τόνδε ναυάρχοις λόγον», Αισχύλ. γ. «ὑμῑν προφωνῶ πᾱσι Καδμείοις τάδε», Σοφ.) αρχ. διακηρύσσω, λέω φωναχτά από… …   Dictionary of Greek

  • Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… …   Dictionary of Greek

  • Βρετανικό Μουσείο — (British Museum). Μουσείο του Λονδίνου, στην Αγγλία. Είναι ένα από τα περιφημότερα και μεγαλοπρεπέστερα μουσειακά συγκροτήματα του κόσμου, όχι μόνο για την ποικιλία των συλλογών του αλλά και για την έκταση και την αξία τους. Ιδρύθηκε με απόφαση… …   Dictionary of Greek

  • Γκιρ, Ρίτσαρντ — (Richard Gere, Φιλαδέλφεια 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε φιλοσοφία και υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και ξεκίνησε την καριέρα του στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, με το Γκριζ και άλλα έργα, πριν ασχοληθεί με… …   Dictionary of Greek

  • Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»