Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

προϑυμίας

См. также в других словарях:

  • προθυμίας — προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem acc pl προθῡμίᾱς , προθυμία readiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • подвижениѥ — ПОДВИЖЕНИ|Ѥ (50), ˫А с. 1.Движение, перемещение; бег: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѧ. гл҃юще силѹ нѣкѹю б҃жствьнѹю имѣти… не разѹмѣвъше. възвѣщенааго подвижени˫а ихъ. ѥстьствьноѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Dipaia — Di paia (griechisch Δίπαια, lateinisch Dipaea; Einwohner: Διπαιεύς, Plural: Διπαιεῖς) war eine antike griechische Stadt in Arkadien, in der Landschaft Mainalia, vielleicht direkt am Fluss Helisson oder im Gebirge Mainalios, auf alle Fälle in …   Deutsch Wikipedia

  • ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… …   Dictionary of Greek

  • απροθυμία — η (Μ ἀπροθυμία) έλλειψη προθυμίας …   Dictionary of Greek

  • απρόθυμος — η, ο (AM ἀπρόθυμος, ον) αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ασυνδρομία — ἀσυνδρομία, η (Μ) [σύνδρομος] η έλλειψη προθυμίας για να συνδράμουμε, να βοηθήσουμε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοδουλεία — ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α) η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ ὡς δοῡλοι τοῡ Χριστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία] …   Dictionary of Greek

  • προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»