-
1 ψαμαθ-ώδης
ψαμαθ-ώδης, ες, sandig, sandreich, χῶρος, H. h. Merc. 75. 347. 350.
-
2 ψαμαθηΐς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμαθηΐς
-
3 ψαμαθία
ψᾰμᾰθ-ία, ἡ,A sandy seashore, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμαθία
-
4 ψαμαθίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμαθίς
-
5 ψάμαθος
ψᾰμᾰθ-ος, ἡ (poet., also in a Homeric paraphrase, Plu.2.393e),A sand of the sea-shore,ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν.., ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης.. συνέχευε Il.15.362
;ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ Od. 14.136
;ἀμφὶ χλωρὰν ψ. S.Aj. 1064
;παρακτία ψ. E.IA 165
(lyr.), cf. 1054 (lyr.);παρὰ ψ. καὶ θῖν' ἁλός Ar.V. 1520
(lyr.): freq. in pl.,νῆα.. ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486
;ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι Od.3.38
, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψάμαθος
-
6 ψαμαθώδης
ψᾰμᾰθ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμαθώδης
-
7 ψαμαθώδης
ψαμαθ-ώδης, ες, sandig, sandreich -
8 ψαμαθωδης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский