-
1 χείρεσσι
χείρb.fem dat pl (epic aeolic) -
2 χείρεσσ'
χείρεσσι, χείρb.fem dat pl (epic aeolic) -
3 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
4 λαμβάνω
A , al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; [dialect] Dor.[tense] fut.[ per.] 2sg.λαψῇ Epich.34.2
, Theoc.1.4,10, inf.λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19
; Hellenisticλήμψομαι PPar.14.47
(ii B. C.), CIG4224c (add.) ([place name] Telmessus), 4244 ([place name] Tlos), al.: [tense] aor. 2 ἔλᾰβον, [dialect] Ep.ἔλλᾰβον Il.24.170
, etc.; [dialect] Ion. Iterat. , Hdt.4.78, 130; imper.λαβέ Il.1.407
, etc.; written λάβε in [voice] Med. Ms. of A.Eu. 130, but λαβέ [dialect] Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: [tense] pf. , Ar.Ra. 591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); [dialect] Ion., [dialect] Dor., Arc.λελάβηκα Hdt.4.79
, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf.λελαβήκειν IG 42(1).121.59
(Epid.), PSI9.1091.7: [tense] plpf.εἰλήφειν Th.2.88
, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 ( κατα-); [dialect] Dor. [tense] pf. subj. [ per.] 3sg. ([etym.] παρ-) ([place name] Crete):—[voice] Med., [tense] aor. 2 ἐλαβόμην, [dialect] Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; [dialect] Ep. redupl.λελαβέσθαι 4.388
:—[voice] Pass., [tense] fut.ληφθήσομαι S.Ph.68
, Th.6.91,κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.
: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ion. (Milet., v B. C.), ( κατ-) GDI5532.7 ([place name] Zeleia),ἐλάμφθην Hdt.2.89
, 6.92, 7.239 (- λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenisticἐλήμφθην IG14.1320
, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); [dialect] Dor.ἐλάφθην Archim.Aren.1.13
: [tense] pf.εἴλημμαι D.24.49
, Ar.Pl. 455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag. 876, E. Ion 1113, IA 363 (troch.), Cyc. 433, cf. Ar.Ec. 1090 ( δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 ([place name] Dura); [dialect] Ion. λέλαμμαι ( ἀπο-) Hdt.9.51, ( δια-) 3.117; inf.ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11
(acc. to many codd., Hsch.and Erot., - λελάμφθαι vulg.); [dialect] Ion.[ per.] 3pl.λελήφαται An.Ox.1.268
; [dialect] Dor. [tense] pf.imper.λελάφθω Archim. Con.Sph.3
, al.:—in the [tense] fut., [tense] aor. [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass. the a is short by nature in [dialect] Ion., prob. long in [dialect] Dor. and in Doricized Hellenistic forms such asλαμψοῦνται Test.Epict.5.14
,λάμψεσθαι IG5(1).1390.67
(Andania, i B. C.); it is marked long in [dialect] Aeol.λᾱμψεται Alc.Supp.5.9
:—of these tenses Hom. uses only [tense] aor. [voice] Act., and [tense] aor.[voice] Med. twice (v. supr.); the Homeric [tense] pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:I take,1 take hold of, grasp, seize,μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81
: freq. with χειρί or χερσί added,χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286
;χερμάδιον λάβε χειρί 5.302
;χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487
;ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116
;ἐν χεροῖν λ. S.OT 913
;διὰ χερῶν λαβών Id.Ant. 916
; ;ἐν ἀγκάλαις A.Supp. 481
, etc.; of an eagle,λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81
: c.acc. of the thing seized,λ. γούνατα Il.24.465
; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; ;γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142
;λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10
, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in [voice] Med., v. infr. B.b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 ([voice] Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8;ἐκ πόλιος.. ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41
; of lions,λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114
;ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43
; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; , etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e);λ. τιμωρίαν D.18.280
.2 of passions, feelings, etc., seize,μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;Ἀτρεΐωνα.. χόλος λάβεν 1.387
; ;τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170
, al.;δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704
;τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92
;ἄχος X.Cyr. 5.5.6
; ; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec. 417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—[voice] Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr. 446, Hdt.1.138;ἔρωτι X.Cyr.6.1.31
, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—[voice] Pass.,τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37
.c of darkness, etc., occupy, possess, .3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.;λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418
;ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119
; simply, find, come upon, S.OT 1031, E. Ion 1339.4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 ([voice] Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr. 196;τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT 266
: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib. 461;κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V. 759
;λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R. 389d
;τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97
: with Adj.,ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit. 570
:—[voice] Pass.,δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr. 808
; ; ;ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66
: in good sense, .5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by.., Hdt.3.74;ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT 276
codd.6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph. 1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib. 675;τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86
.7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς ..) Hdt.7.42;ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1
; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf.ἀπείργω 11.2
, ἔχω (A) A.1.7.8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37;λ. ζυγόν Pi.P.2.93
.9 apprehend by the senses,ὄμμασιν θέαν S. Ph. 537
, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib. 234;ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R. 524d
.b apprehend with the mind, understand,φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10
;νόῳ Id.3.41
;τῇ διανοίᾳ Pl. Prm. 143a
;λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51
;ἐν νῷ Plb.2.35.6
: abs.,λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6
;μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3
, cf. Pl.Phdr. 246d, etc.c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner,ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142
;λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17
; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61;ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch. 227c
; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE 174b27, Rh.Al. 1423a4;ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18
: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον .. PMag.Par.1.2434:—[voice] Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol. 1342b25, cf. S.E.P.1.179;τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol. 1296a31
;τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7
; alsoλ. περί τινος τί ἐστι Id.EN 1142a32
, cf. 1140a24, al.: also c. inf.,λ. τι εἶναί τι Id.Mete. 389a29
, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι .. Id.Metaph. 1053a27, cf. Str.2.5.1;εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN 1129a31
: in bad sense,πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7
;πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13
;λ. δι' οἴκτου E. Supp. 194
; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.d in Logic, assume, take for granted,ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr. 46b6
; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib. 53a2, etc.:—[voice] Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib. 26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib. 33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.e take, i.e. determine, estimate,τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20
;ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66
;τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42
.10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24;παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22
.11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT 1391, cf. 641;τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141
, etc.b ingressive of ἔχων ( ἔχω (A) A.1.6),ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα.. ἦλθον Od. 15.269
, cf. S.Tr. 259.II receive,1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106),ἄποινα Il.6.427
;τὰ πρῶτα 23.275
; , v. infr.e;παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10
, cf. Ar. Eq. 439;πρός τινος S.El.12
, etc.;ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4
; gain, win,κλέος Od.1.298
, S.Ph. 1347, etc.;ἀρετάν Pi.O.8.6
;κόσμον Id.N.3.31
codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); , etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain.., Isoc.10.39;λ. νόστον E.IT 1016
, etc.;λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61
; ; ; ; : also in bad sense,λ. ὀνείδη S.OT 1494
;συμφοράν E.Med.43
; (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur.., Id. Ion 600;αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18
, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC 284 ([etym.] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk. 436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law,τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk. 447
.e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; ;λ. ζημίας D.11.11
.f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh. 1377a8;λ. πιστά X.An.3.2.5
, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.h receive as produce, profit, etc.,οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123
; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R. 347b
; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for.., Ar. Pax 1263, Ra. 1235, cf. Nu. 1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.3 of persons conceiving feelings and the like , λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC 729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj. 345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp. 1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA 1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA 732b5, etc.;λ. κακόν τι Ar.Nu. 1310
; λ. νόσον take a disease, Pl.R. 610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA 762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.4 c. inf., receive permission to.., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).B [voice] Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [ σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; , etc.;τοῦ βωμοῦ And.1.126
, etc.: c. dupl.gen.,μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm. 153b
.2 seize and keep hold of, obtain possession of, ; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28;λ. ἀληθείας Pl.Plt. 309d
: rarely c. acc.,τόν.. λελαβέσθαι Od.4.388
.3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμβάνω
-
5 τίθημι
Aτιθεῖς Pi.P.8.11
, S.Ph. 992 cod. B ( τιθείς LA rec.), E.Cyc. 545 codd. Lp (- θείς P, l), Alc. codd. pler., corrupted to Stob., Arr.Epict.3.22.76, Pl.Euthd. 301e ([etym.] ἐπι-), Lib. Or.46.28 ([etym.] προς-) ; ἐν-τιθεῖς (v.l. -εὶς) Ar.Eq. 717;περι-τιθεῖς BGU 1141.19
(i B.C.); but τίθης is found in Pl.R.l.c. codd. AD, Ar. l.c. cod. A, Lib.Or.27.11 ([etym.] προς-), etc., and is taught by Choerob. in Theod. 2.328 H.; [dialect] Ep.τίθησθα Od.9.404
, 24.476, and so in [dialect] Aeol., Alc.Supp.4.27 (τίθεισθα Hsch.
); [ per.] 3sg.τίθησι Il.4.83
, al., and [dialect] Att.; [dialect] Dor. (Megara, iv B.C.), Theoc.3.48; [ per.] 3pl.τιθέασι Th.5.96
, Alex.128; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.τιθεῖσι Il.16.262
, Hes.Th. 597, Hdt.2.91 (also A.Ag. 466 (lyr.)); [dialect] Aeol. τίθεισι ([etym.] προ-) Schwyzer 631 A 2 (ii B.C.); [dialect] Dor.τίθεντι IG12(3).103.10
([place name] Nisvrus); [dialect] Ion. [ per.] 3sg.τιθεῖ Il.13.732
, Mimn.1.6, Hdt. 1.113, also Arc., SIG559.16 (Megalop., iii B.C. ) (τιθῶ Luc.Ocyp.43
,81, διατιθῶ cited by A.D.Synt.290.6): [tense] impf. ; , Ar.Nu.59 ([etym.] ἐν-), etc.;ἐτίθει Il.18.541
, al., Ar.Ach. 532, Nu. 63 ([etym.] προς-), etc., [dialect] Ep.τίθει Il.1.441
, al.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.τίθεσαν Od.22.456
;τίθεν Pi.P.3.65
;πρό-τιθεν Od.1.112
(Aristarch.); lateἐτίθουν Act.Ap.4.35
; [dialect] Ion. [tense] impf. τίθεσκον Hes Fr.112; ἐτίθεα ([etym.] ὑπερ-) Hdt.3.155: imper.τίθει Il.1.509
, etc.; inf. τιθέναι, not in Hom. or Hes.; [dialect] Ep.τιθήμεναι Il.23.83
; , Pi.P.1.40;τιθεῖν Thgn.286
, IG12(9).189.5 ([place name] Eretria); written (Phrygia, iv A.D.); part. τιθείς, but [dialect] Ion. pl. τιθεῦντες v.l. in Hdt.2.91: [tense] fut. θήσω, [dialect] Ep. inf.θησέμεναι Il.12.35
,θησέμεν Pi.P.10.58
: [tense] aor.1 ἔθηκα, only used in indic., and mostly in sg., for though [ per.] 3pl. is common, the 1 and [ per.] 2pl. are rare, X.Mem.4.2.15, ([etym.] ἀν-) Hyp.Eux.9; even ἔθηκαν is very rare in early Attic,ἀνέθηκαν IG2.1620d
, 22.2971 (both iv B.C.), but is found in Plb.8.4.4, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.θῆκαν Il.24.795
, etc.: [tense] aor. 2 ἔθην, not used in indic. sg., whereas pl. is very common, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, [dialect] Ep.θέσαν 12.29
, etc.; imper. , etc.; [dialect] Lacon. [ per.] 3sg. σέτω ib. 1081; subj. θῶ, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion.θέω Sapph.12
, ([etym.] προς-) Hdt.1.108, [dialect] Ep.θείω Il.16.83
, al. (for Θή-ω); [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. θήῃς, θήῃ, 6.432, 16.96, Od.10.301, 341 (sts. with the opt. forms θείης, θείη as v.l.); [dialect] Ep. [ per.] 1pl. θέωμεν (disyll.) 24.485, θείομεν (for Θήο-μεν, short-vowel subjunctive) Il.23.244, Od.13.364; opt. θείην, [ per.] 1pl.θεῖμεν 12.347
, Pl.Prt. 343e ( θείημεν codd. BT),προς-θεῖμεν Id.R. 370d
, andκατα-θεῖτε D.14.27
; [ per.] 3pl. ; inf. θεῖναι, [dialect] Ep.θέμεναι Il.2.285
,θέμεν Od.21.3
, Hes.Op.61,67; [dialect] Dor.θέμειν IG 12(1).677.13
(Rhodes, iv B.C.); part.θείς Il.23.254
, etc.: [tense] pf. τέθηκα [dialect] Att. Inscrr., IG22.2490.7 (iv B.C.), ([etym.] ἀνα-) ib.839.38, 1299.44, 1534.76, also at Delos, ib.11(2).161 A6 (iii B.C.), etc., and in Papyri, POxy. 1087.42 (i B.C.); (iii B.C.), ([etym.] ὑπο-) PPetr.3p.53 (iii B.C.), ([etym.] ἐκ-) UPZ62.4 (ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.1011.71,80 (ii B.C.), ([etym.] προς-) Str.1.2.23; hence some editors restore τέθηκα for τέθεικα in Attic authors, as X.Mem.4.4.19, D.20.55, 22.16, 27.36, Alex.15.13; Phocian [ per.] 3pl.ἀνα-τεθέκαντι BCH59.202
([place name] Daulis):—[voice] Med. τίθεμαι, [ per.] 2sg. ; τίθη or τίθῃ dub. in PTeb.768.9 (ii B.C.); as [voice] Pass., AP11.300 (Pall.); imper. , Pl. Sph. 237b, , [dialect] Dor. τίθευσο cj. in AP9.564 (Nic., τιθεύσω cod., τίθεσσο Plan., cf. ἀφίκευσο); [dialect] Ep. part.τιθήμενος Il.10.34
: [tense] fut.θήσομαι 24.402
, etc.: [tense] aor. 1 ἒθηκάμην, only in indic. and part., and never in [dialect] Att.; [ per.] 2sg.ἐθήκαο Theoc.29.18
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.θήκατο Il.10.31
, Hes.Sc. 128; part.θηκάμενος Thgn.1150
, Pi.P.4.29: [tense] aor. 2ἐθέμην Il.2.750
, etc.; [dialect] Ep. and Lyr. [ per.] 3sg.θέτο 10.149
, Pi.N.10.89; imper.θέο Od. 10.333
, ; subj. , etc.; [dialect] Ep. [ per.] 2sg.θῆαι Od. 19.403
; opt. , etc.; [ per.] 3sg.θεῖτο Od.17.225
, A.Pr. 527 (lyr.), Pl.Tht. 195c, etc. (πρός-θοιτο, -θοισθε, ἔν-θοιτο are found in D. 11.6, 21.188, 34.17, butπρος-θεῖτο Id.6.12
codd.; ἐπιθοίμεθα, -θοιντο, Th.6.34,11; cf.τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
): [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass. (Milet., v B.C.), Pl.Lg. 705e, 744a: [tense] fut. , Pl.Lg. 730b, D.24.17: [tense] aor. , Lys.31.28, etc. (ἐθέθην IG14.862
(Cumae, vi B.C.)): [tense] pf. τέθειμαι, rare in early Gr., LXX 1 Ki.9.24, Ev.Marc.15.47, ([etym.] προς-) Arist.Mech. 853a35; inf. codd. (but f.l.); part.τεθειμένος Demad.12
, ([etym.] προ-) X.Hier.9.11, ([etym.] δια-) Men.591; also used in med. sense, D.21.49, SIG705.17 (Delph., ii B.C.), BGU1735.11 (i B.C.), Luc.Somn.9, ([etym.] ἐν-) D.34.16, ([etym.] προ-) Supp.Epigr.7.62.6 (Seleucia Pieria, ii B.C.), ([etym.] συν-) OGI229.62 (Smyrna, iii B.C.); ὑπεκ-τεθημένος (sic) BCH54.269 (Rhamnus, iii B.C.); ἀνα-τέθηται (pass. sense) Phld.Mus.p.81 K.; Phocian [tense] pf. part. (med. sense)ἀνα-τεθεμένος BCH59.202
([place name] Daulis):— the [voice] Pass. never occurs in Hom., and is generally rare, κεῖμαι being used instead.A in local sense, set, put, place,λίθον Il.21.405
, cf. IG12.373.10, al.;θεμείλια Il.12.29
; τέρματα τ. Od.8.193; κλισίην, θρόνον τ. τινί, set a stool or chair for him, 4.123, 8.65 (so in [voice] Med., set for oneself,δίφρον 20.387
);ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον
lay down,IG
42(1).122.31 (Epid., iv B.C.); πόδα τ. plant the foot, i.e. walk, run, A.Eu. 294, E.IT32: so in [voice] Med., τετράποδος βάσιν θηρὸς τιθέμενος, i.e. going on all fours, Id.Hec. 1059 (lyr.): the mode is expressed by Advbs. or Preps.,a with Advbs., τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρός, Od.14.518, Il.18.412;προπάροιθε ποδῶν 20.324
;χαμαὶ τ. τὸν πόδα A.Ag. 906
; τὰ ἄνω κάτω and τὰ κάτω ἄνω τ. Hdt.3.3, cf. A.Eu. 651, etc.: with Advbs. implying motion,ἄλλοσε θῆκε Od.23.184
, 204;ἔχεις.. ὅποι θήσεις Pl.R. 479c
:—[voice] Med.,ὅποι.. τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
.b with Preps. of local sense, ([voice] Med.,ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα Il.10.34
); ἀνά τινι or τι, asἂμ βωμοῖσι Il.8.441
;ἀνὰ μυρίκην 10.466
; ἐπί τινος, τινι, or τι, asεἵματα ἐπ' ἀπήνης Od.6.252
, cf. Il.16.223, etc.;ἐπὶ κρατὶ κυνέην 15.480
; (v. infr.111.2); ἐπὶ [θρόνον τὰ ἱμάτια] Hdt.1.9, cf. A.Supp. 483, etc.; τὴν ἀρχὴν (sc. τοῦ ἐπιδέσμου) κατὰ μεσοφρύου, ἐπὶ ἰνίον, etc., Sor.Fasc.1,2, al.; ὑπό τινι or τι, asδέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ Il.24.644
;ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Od.4.445
: most freq. with the Preps. ἐν or εἰς, put in or put into.., asθῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Il.18.476
;τόξα ἐν πυρί 5.215
;ἐν κίστῃ ἐδωδήν Od.6.76
; ἐν λεχέεσσι θ. [τινά] Il.18.352 (so in [voice] Med., ἐς δίφρον ἄρνας θέτο put into the car, 3.310;ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι 1 Ep.Cor.12.18
); ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον, Il.24.795, 797; ([voice] Med.,ἐν τάφοισι θέσθε Id.OC 1410
), cf. Ant. 504, Tr. 1254.c in Poets also with dat. only,χρήματα μυχῷ ἄντρου Od.13.364
(so in [voice] Med.,κολεῷ ἄορ θέο 10.333
), cf. S.Tr. 691, E.Hel. 1064.--The same constructions will be found under many of the following heads.II Special phrases:1 θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, ἐν χειρί, put it in his hands, Il.1.441, 585, etc.; ἐν χερσί orχείρεσσί τινος 6.482
, 23.597;οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσι Od.14.448
; ἐς χεῖρά τινος into his hand, S.Aj. 751.2 of women, θέσθαι παῖδα, υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ, to have a child put under her girdle, i.e. to conceive, h.Ven. 255, 282.3 ἐν ὄμμασι θέσθαι set before one's eyes, Pi.N.8.43.5 θέσθαι τὴν ψῆφον lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, : hence simply, give one's vote, ἐπὶ φόνῳ for death, E.Or. 756 (troch.); ἑωυτῷ in one's own favour, Hdt.8.123;σὺν τῷ νόμῳ X.Cyr.1.3.17
; εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ., A.Supp. 640 (lyr.), Lycurg.128, etc.; and in [voice] Pass., : also γνώμην θέσθαι, c. inf., give one's opinion, Hdt.7.82;περὶ ἡμῶν And.3.21
: τίθεσθαι abs., vote, codd. (anap., γνώμην Lambinus), Hld.2.29;μετά τινος A.Supp. 644
(lyr.);ἐναντία τινί Pl.Phlb. 58b
; τινι S.E.P.2.37 codd., Lib.Decl.1.65.6 in Hom., θεῖναί τινί τι ἐν στήθεσσι, ἐν φρεσί, etc., put or plant it in his heart,ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il.13.732
; βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. 17.470;ἔπος ἐν φρεσί 19.121
, al.; alsoμένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε 21.145
:—[voice] Med., ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο θυμόν laid up wrath in his heart, treasured it there, 9.629; ; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε harboured enmity against them, 8.449;καθαρὸν θέμενος νόον Thgn.89
;θέμενος ἄγναμπτον νόον A.Pr. 164
(lyr.); ἐνὶ φρεσὶ θέσθαι, c. inf., bear in mind, think of doing a thing, Od.4.729;θ. [τι] ἐν καρδίᾳ Ev.Luc. 1.66
.7 deposit, as in a bank,τὰ πρυτανεῖα πρὸς τοὺς ἄρχοντας IG12.22.33
; ;ἐνέχυρον τιθέναι τι Ar.Pl. 451
, cf. Ec. 755, D.41.11, PEnteux.32.7 (iii B.C.), etc.:—[voice] Med., .ά, cf. Od.13.207;τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἕως.. PCair.Zen.723.11
(iii B.C.);ἐγγύην θέσθαι A.Eu. 898
;συνθήκας παρά τινι Lycurg.23
:—[voice] Pass.,τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθεντα D.49.5
(but [voice] Act. and [voice] Med. are sts. distd., ὁ θείς the mortgagor, ὁ θέμενος the mortgagee, , cf. Hyp.Fr. 169, D.53.10; τίθεσθαι seems to have the same meaning as ὑποτίθεσθαι in IG22.43.41, 2758.4, 12(7).55.12 (Arcesine, iv/iii B.C.), but the two are distd. in Supp.Epigr.3.760 (Euboea, iv B.C.)): metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί deposit a claim for favour with one, lay an obligation on one, Hdt.9.60, 107, cf. A.Pr. 783, etc.8 pay down, pay, τόκον, εἰσφοράν, μετοίκιον, D.41.9, 22.43, 29.3;τὸ γιγνόμενον Id.18.104
;τὸν πριάμενον ἑκατοστὴν τιθέναι τῆς τιμῆς Thphr.Fr.97.1
;τὴν τιμήν PRev.Laws 18.13
(iii B.C.);τὰ μέρη PCair.Zen.218.33
(iii B.C.); [τὰς δραχμὰς] εἰς ἀνήλωμα τοῦ πλοίου ib.753.64 (iii B.C.):—[voice] Med.,θέμενος ἀρραβῶνα PFlor.303.3
(vi A.D.).b place to account, reckon, D.27.34,36, 28.13;θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Lys.32.28
, cf. ib.21:—metaph. in [voice] Med., ; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο reckoned as doubtful, Th.4.18.10 in military language, τίθεσθαι or θέσθαι τὰ ὅπλα has four senses,a rest arms, i.e. halt, with arms in an easy position but ready for action, Th.4.44,93, 7.3; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα advancing to the market-place and resting arms there, Id.2.2, cf. Hdt.9.52, X.An.1.5.14, 17, 1.6.4, etc.; εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τ. ib.2.2.21, 5.4.11; so ἐν τάξει ib.2.2.8; ἀντία τισί over against them, Hdt.5.74 (in 1.62 ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα over against it (the temple)); poet., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα Inscr. ap. D.18.289.b bear arms, fight,τὸ θυμοειδὲς.. ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει τίθεσθαι τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λογιστικόν Pl.R. 440e
;τοῦ δήμου.. παρακαλοῦντος τοὺς στρατιώτας τίθεσθαι πρὸς τὴν πόλιν IG22.666.10
;ὃς ἂν μὴ θῆται τὰ ὅπλα μηδὲ μεθ' ἑτέρων Arist.Ath.8.5
, cf. Lys.31.14, D.21.145; so ὁπόσοιπερ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται who serve on horseback or on foot, Pl.Lg. 753b, cf. 756a;ἐν ταῖς ναυσὶ τὰ ὅπλα θέσθαι Plu.Cim.5
.c lay down one's arms, surrender, D.S.20.31,45; so, without the idea of surrender, θέσθαι τὰς ἀσπίδας X.HG2.4.12 (but [voice] Act.,τὰ ὅπλα θείς Plu.2.759a
).d τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθε keep your arms in good order, X.Cyr.4.5.3;εὖ ἀσπίδα θέσθω Il.2.382
.II lay in the grave, bury, (freq. with words added, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, etc., v. supr. 1 b); ποῦ σφε θήσομεν χθονός; A.Th. 1006 (lyr.):— [voice] Pass.,τὰ δὲ ὀστᾶ φασι.. τεθῆναι.. ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.1.138
, cf. Pl.Mx. 242c, Lg. 947e;ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξεῖναι ἐν τῷ πυργίσκῳ τεθῆναι μετὰ τὸ ἐνταφῆναι αὐτήν· ἐπεὶ ὁ θείς τινα ἀσεβὴς ἔστω θεοῖς καταχθονίοις TAM 2(1).51
([place name] Telmessus), cf. 55, al., AJP48.30 ([place name] Apamea), Supp.Epigr. 6.221 ([place name] Phrygia), etc.III set up, of the prizes in games,ἄεθλα Il.23.263
, etc.; ἀέθλιον ib. 748; (so in [voice] Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, D.61.25); also with the object offered as the prize, τ. δέπας, βοῦν, σόλον, etc., Il.23.656, 750, 826, al., cf. Hdt. 1.144, S.Aj. 573:—this is more fully expressed by ἐς μέσσον τ., Il.23.704: after Hom. more generally, lay before people as common property, ; ; so alsoτ. τι εἰς τὸ κοινὸν X.Mem.3.14.1
; reading and sense are doubtful in A.Ch. 145.2 set up in a temple, dedicate,ἀγάλματα Od.12.347
;τάσδε.. θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε E.Ph. 576
; so perh. Il.6.92 (v. supr. 1b).IV assign, award,τιμήν τινι Il.24.57
;ὄνομά τινι Pl.Sph. 244d
: esp. in [voice] Med., ὄνομα (or οὔνομα) θέσθαι τινί give a child a name at one's own discretion, Od.18.5, 19.406 (in 19.403 with v.l. θείης), Hdt.1.107, 113, cf. E.Ph.13: ellipt., withoutὄνομα, ᾧ δὴ ἀθροίς ματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Pl.Tht. 157b
, cf. Cra. 402b: pleonast., .V τιθέναι νόμον down or give a law, of a legislator, S.El. 580, E.Alc.57, Ar.Ach. 532, Pl.R. 339c, D.24.99, etc.:—so in [voice] Med., of Solon, Hdt.1.29; of a people, state, or legislature, give oneself a law, make a law, Pl.R. 338e, Isoc.3.6, Arist. Pol. 1289a14 ([voice] Pass.,τίθεται νόμος Ar.Nu. 1425
, Pl.Lg. 705e, 744a; τιμωρίαι.. ἐτέθησαν ib. 943d); alsoθήσω θεσμόν A.Eu. 484
;κήρυγμα θεῖναι S.Ant.8
; σκῆψιν τιθέναι allege an excuse, Id.El. 584: c. acc. et inf., order matters so that.., [ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια ἅπαντα X.Lac.15.2
, cf. 1.5, 2.11; without inf., : c. dat. et inf.,γυναιξὶ σωφρονεῖν.. θήσει Id.Tr. 1057
.2 [voice] Med., agree upon,ἡμέραν θέσθαι D.42.1
,13; so θ. συγγραφήν, ὁμολογίαν, σύμβολόν τινι, etc., PEleph. 2.16 (iii B.C.), PGoodsp.Cair. 6ii 2 (ii B.C.), PRein.11.9 (ii B.C.), etc.3 execute a document. τ. διαθήκην make a will, Stud.Pal.1.6.3 (v A.D.): so in [voice] Med., PSI10.1119.16 (ii A.D.); θέσθαι τινὸς ἀπαρχήν make out a person's birth-certificate, ib.9.1067.15 (iii B.C.), etc.VI establish, institute, , cf. X.An.1.2.10; ἐν τοῖς ἀγώνοις οἷς ἁ πόλις τίφητι (sic) Delph.3(3).120.17 (ii B.C.);πενταετηρίδα Pi.O.3.21
.VII dispose, order, ordain, bring to pass, of gods,οὕτω νῦν Ζεὺς θείη Od.8.465
, 15.180;ὣς ἄο' ἔμελλον θησέμεναι Il.12.35
; [Ζεὺς] τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.1.2
; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν (sc. Ζεύς) A.Eu. 651; πάντα παγκάκως θεοὶ θέσαν cj. in Id.Pers. 283 (lyr.);τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς.. καλῶς S.Tr. 26
; κόσμῳ θέντες, as etym. of θεοί, Hdt.2.52; of human beings, administer, manage, [τι] κακῶς θέμεν, εὖ θέμεν, Thgn.845, 846;τὰ δ' ἄλλα φροντὶς.. θήσει δικαίως A.Ag. 913
; ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς ib. 1673 (troch.);ταῦτ' ἐγὼ θήσω καλῶς E.Hipp. 521
, cf. Andr. 737;τὰ παρ' ὑμῶν εὖ τίθει Ar.Lys. 243
;τ. τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς X.Ages.11.12
; :—[voice] Med., administer for oneself,οἶκον εὖ θέσθαι Hes.Op.23
;ἄνδρας σοφοὺς χρὴ τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι Cratin. 172
(lyr.), cf. D.23.134, Anon.ap Suid.s.v. τίθεσθαι, Hsch.s.v.τὸ παρὸν εὖ τίθεσο; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25
; τὸ παρὸν εὖ θέσθαι make the best of one's resources or situation, Luc.Nec.21, M. Ant.6.2, cf. Aristid.2.35 J.; ;τὰ παρόντα θέσθαι καλῶς Ach.Tat.5.11
;τὰ σεωυτοῦ τιθέμενος εὖ Hdt.7.236
;τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον Pl.R. 443d
; ;τὰ πάντα ὅπως ἂν αὐτῇ ἡδὺ ᾖ οὕτως τίθεσθαι X.Mem.1.4.17
;εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα E.Andr. 378
;τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ Id.IT 1003
, cf. Ba.49, HF 605, 938, Hipp. 709, Dionys.Eleg.1.5;τὰ πρὶν εὖ θέμενος S.El. 1434
; συνετῶν ἀνδρῶν (sc. εἶναι), πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι Pittac.
ap. D.L.1.78; τὸ κοινῶς φοβερὸν ἅπαντας εὖ θέσθαι that all should face the common danger, Th.4.61; of wars, quarrels, etc., bring them to a successful issue, but sts. put a good face on them, patch them up,ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται Id.8.84
;θήσονται τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται Id.1.31
; πόλεμον ἀραμένους οὐ ῥᾴδιον εὐπρεπῶς θέσθαι ib.82;ὅτῳ τρόπῳ.. τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θήσονται Id.6.11
; ;τὸν τρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο Pl.Mx. 243e
; ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον ib. 245e; : abs.,θέσθαι καλῶς S.Fr. 350
:—pass.,εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Th.4.120
.2 in the game of πεττεία, κυβεία, Lat. tesserae (cf. Ter.Adelph.739), to place as skilfully as possible the pieces which have been assigned to one by the luck of the dice,πεττείᾳ τινὶ ἔοικεν ὁ βίος, καὶ δεῖ ὥσπερ ψῆφόν τινα τίθεσθαι τὸ συμβαῖνον Socr.
ap. Stob.4.56.39;ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R. 604c
, cf. Plu.Pyrrh.26;στέργειν δὲ τἀκπεσόντα καὶ θέσθαι πρέπει σοφὸν κυβευτήν S.Fr. 947
; τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι I will take advantage of my master's good luck, A.Ag.32: many of the passages cited in A. v11. I may be metaph. applications of this sense.B put in a certain state or condition, much the same as ποιεῖν, ποιεῖσθαι, and so often to be rendered by our make:I folld. by an attributive Subst., make one something, with the predicate in apposition, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν, etc., Il.1.290, 6.300, Od.15.253, etc.;θ. τινὰ ἀρχέπολιν Pi.P.9.54
; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος make her another's wife, of a third person who negotiates a marriage, Il.19.298 (for [voice] Med., v. infr. 3); ἥτε με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει who has made me such as she will, Od.16.208; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou hast made my comrades swine, 10.338; so [νῆα] λᾶαν ἔθηκε 13.163
, cf. Il.2.319, etc.;ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον LXX Ps.109(110).1
; but γέλων ἔθηκε συνδείπνοις caused them laughter, E. Ion 1172; λόγους εἰς μέτρα τ. put them into verse, Pl. Lg. 669d.2 with an Adj. for the attributive, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρων make him undying and undecaying, Od.5.136; πηρόν, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινά, Il.2.599, 6.139, 9.483;τὸν μὲν.. θῆκε μείζονά τ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Od.6.229
, cf. 18.195, Pl.Prt. 344d.b of things, ἅλιον πόνον, πόνον οὐκ ἀτέλεστον, πάντα μεταμώνια, Il.4.26,57, 363;ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων Od.3.88
, cf. 11.274;ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.17
;ἀρὰν τ. ἀλαθῆ A.Th. 944
(lyr.); ἀναστάτους οἴκους τ. S.Ant. 674; ; τὸ πραχθὲν ἀγένητον τ. Pl.Prt. 324b.3 freq. in [voice] Med., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά make her one's wife, Od.21.72, 316, B.5.169; παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν θ. take her own son as husband, A.Th. 929 (lyr.).b υἱὸν θέσθαι τινά, like ποιεῖσθαι, make one's son, adopt, Pl.Lg. 929c, etc.: abs., θέσθαι τινά adopt, Plu.Aem.5.c generally,προσφιλῆ θέσθαι τινά S.Ph. 532
; but φίλον ἐμαυτῷ θ. deem my friend, Id.Ant. 188; γέλωτα θέσθαι τινά make him one's butt, Hdt.3.29, 7.209.4 c. inf., make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικᾶσαι make him conquer, Pi.N.10.48 (dub.);μετατραπεῖν Id.Fr. 177
; (lyr.), cf. 1036, 1174 (lyr.), E.Med. 718, Heracl. 990, etc.II in reference to mental action, when [voice] Med. is more freq. than [voice] Act., lay down. assume, hold, reckon or regard as.., τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.21.333; (lyr.); , cf. 430b ([voice] Med.); θὲς δή μοι.. now suppose so and so, Id.Tht. 191c;εὐεργέτημά τι θεῖναι D.1.10
; withὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται Pl.R. 458a
, cf. Phd. 100a;μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς D.18.193
.2 folld. by Advbs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? S.Ph. 451; οὐδαμοῦ τιθέναι τι hold of no account, E.Andr. 210; πρόσθεν or ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι, Id.Hec. 129 (anap.), Supp. 515; πόρρω τίθεσθαί τί τινων set far below.., D.18.299.3 folld. by Preps.,τ. τινὰ ἐν φιλοσόφοις Pl.R. 475d
;ἐν τοῖς φίλοις X.Mem.2.4.4
; also εἰς ὁποτέραν (of two classes) Pl.Sph. 264c; εἰς τὸν δῆμον, εἰς τοὺς πλουσίους, X.Mem.4.2.39; alsoοὐκ ἐν λόγῳ τίθεσθαί τινα Tyrt.12.1
;ἐν τιμῇ τίθεσθαί τινα Hdt.3.3
;ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινά Id.8.99
; ἐν οἰωνῷ τινι τοῦ μέλλοντος, ἐν ἐπαίνῳ, ἐν γέλωτι τίθεσθαι, Plu.Alex.31, Cat.Ma.20, TG17; θέσθαι παρ' οὐδέν set at naught, A.Ag. 230 (lyr.), E.IT 732, cf. Pl.Phdr. 252a (but (i B.C.), Supp.Epigr.7.1.6 (Susa, i A.D., Epist.Artabani));ἐν παρέργῳ θοῦ με S.Ph. 473
; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου ib. 876;ταῦτ' ἐν αἰσχρῷ θέμενος E. Hec. 806
;ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Th.1.35
;ἐν ἀδικήματος μέρει τιθέναι τι D.23.148
; θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος estimate them by.., Id.8.8.4 c. partit. gen., ἐμὲ θὲς τῶν πεπεις μένων put me down as one of the convinced, Pl.R. 424c, cf. 376e, 437b; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη might reckon it as due to our carelessness, D.1.10.5 c. inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, S.Ant. 1166: so in [voice] Med., Pl.Phd. 93c, D. 25.43,44: rarely c. part., θήσω ἀδικοῦντα [αὐτόν] Id.23.76, cf. Pl. Prt. 343e, Ap. 27c.6 elliptically, lay down, assume, θῶμεν δύο εἴδη (sc. εἶναι) Id.Phd. 79a, etc.; θήσω οὕτω (sc. εἶναί τι) D.23.85, cf. Arist.Pol. 1290a30.7 affirm, opp. αἴρω (deny), τὸ ἐπέκεινα ὄντος οὐ τόδε λέγει- οὐ γὰρ τίθησιν-- the phrase 'beyond being' does not denote a 'this' (for it is not an affirmation), Plot.5.5.6.C without any attributive word following, make, work, execute, of an artist,ἐν δ' ἐτίθει νειόν Il.18.541
, cf. 550, 561, 607; [δόρπον] θησέμεναι Od.20.394
.2 make, cause, bring to pass,ἔργα Il.3.321
;τ. κέλαδον καὶ ἀϋτήν 9.547
;ὀρυμαγδόν Od.9.235
;ἔριν μετ' ἀμφοτέροισιν 3.136
; φιλότητα, ὅρκια μετ' ἀμφ., Il.4.83, Od.24.546: c. dat. pers.,σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Il.8.171
; , etc.;πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον 21.524
, cf. 15.721, 16.262; 6, etc.;χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99
;πόλει κατασκαφὰς θέντες A. Th.47
;εἰρήνην φίλοις Id.Pers. 769
;αἷμα θήσεις E.Ba. 837
(s. v.l.).3 freq. in [voice] Med., make or prepare for oneself, θέσθαι κέλευθον make oneself a road, open a way, Il.12.418;θέτο δῶμα Od.15.241
; τίθεντο δὲ δαῖτα, δόρπα, Il.7.475, 9.88 (but δαῖτα τίθενται are holding a feast, Od.17.269); μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to make oneself, get a large thigh, Od.17.225; θέσθαι μάχην engage in.., Il.24.402; ; ἱδρῶτα τίθεσθαι have an access of perspiration, Hp.Decent.2; μαρτύρια θέσθαι produce as testimony, Hdt.8.55; ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος putting on the aspect of a reverend man, Pi.P.4.29, cf. Hsch. s.v. θήκατο; πόνον πλέω τίθου work thyself the more annoy, A.Eu. 226;εὐκλεᾶ θέσθαι βίον S.Ph. 1422
, etc.4 periphr. for a single Verb. μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι make a scattering, Od.1.116; θέμεν κρυφόν, νέμεσιν, αἶνον, for κρύπτειν, νεμεσῦν, αἰνεῖν, Pi.O.2.97, 8.86, N.1.5;μὴ σχολὴν τίθει A. Ag. 1059
; ὑμῖν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν (v.l. προμηθίαν) E.Med. 915:— also in [voice] Med., θέσθαι μάχην, for μάχεσθαι, Il.24.402; θέσθαι θυσίαν, γάμον, for θύειν, γαμεῖσθαι, Pi.O.7.42, 13.53; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι, S.Aj.13, 536, cf. Pi.P.4.276;θ. ἐπιστροφὴν πρό τινος S.OT 134
;περὶ τούτων οἰκονομίας PEnteux.22.6
(iii B.C.); and c. gen., θ. λησμοσύναν, συγγνωμοσύνην τινῶν, S.Ant. 151 (lyr.), Tr. 1265 (anap.). (Cf. Lith. dēti 'lay (eggs, etc.)', Skt. dáti 'lay down, place', Lat. -do in con-do, etc., Engl. do, doom.) -
6 ἅρμα
1 chariot ἅρμα θοὸν τάνυεν sc. Poseidon O. 8.49τίς ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.17
Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι P. 11.46
ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (sc. Ἄδραστος) N. 9.12ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι i. e. Poseidon I. 1.54ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16
( φάμα):ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἅρμα Θηβαῖον (sc. ἐξοχώτατόν ἐστι) fr. 106. 5. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. pl. pro sing., “ ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν” O. 1.77Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.33
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον ( ἔν τ' ἄρματα v. l.) P. 2.11χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὡς ἐπὶ τῶν ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μέσος ἐστίν, οὕτως ὁ Σωγένους οἶκος ἐξ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ἔχων τὰ σὰ τεμένη, μέσος ἐστίν. Σ.) N. 7.93 met., chariot of the Muses, i. e. song,ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν, τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον P. 10.65
ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
πο] τανὸν ἅρμα Μοισα[ Πα. 7B. 13. -
7 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50). -
8 λαμβάνω
a take upἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.18
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α πεδά.ς[ (supp. Lobel: sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. assumed O. 6.57 μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν win O. 8.6 ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες won O. 10.22 [οἴκοθεν μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν ( ἔλαχες Bergk e Σ.) N. 3.31]κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα Pae. 6.130
b fall upon, seize “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
met., ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes O. 1.81 Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom Death? seized Θρ. 3. 8.c take (to mind)καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3. -
9 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
10 φιάλα
1 gobletφιάλαν ὡς εἴ τις ἔνδον ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ δωρήσεται νεανίᾳ O. 7.1
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ, ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.51
Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43
τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (as prizes in the games) I. 1.20ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Τελαμών I. 6.40
-
11 δέχομαι
δέχομαι, [dialect] Ion., [dialect] Aeol., Cret. [full] δέκομαι, Hdt.9.91, Sapph.1.22, Pi.O.2.69, [tense] impf.Aἐδεκόμην Hdt.3.135
: [tense] fut. δέξομαι, [dialect] Ep. alsoδεδέξομαι Il.5.238
, also in AP5.8 (Rufin.), Aristid.Or.28(49).24; ([place name] Chersonesus); δεχθήσομαι (in pass. sense) LXXLe.22.25: [tense] aor.ἐδεξάμην Il.18.238
, etc.,δεξάμην Pi.P.4.70
; also ἐδέχθην ([etym.] ὑπ-) E.Heracl. 757(lyr., δεχθείς in pass.sense), J.AJ18.6.4, ([etym.] εἰς-) D.40.14 ([voice] Pass.): [tense] pf.δέδεγμαι Il.4.107
, Pi.P.1.100, etc.; imper. δεδεξο Il.5.228, pl. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἀπο-δεδέχαται Hdt.2.43
, al.:— Hom. also has [dialect] Ep. [tense] impf.ἐδέγμην Od.9.513
, [ per.] 3sg.δέκτο Il.15.88
, al., laterἔδεκτο Pi.O.2.54
, Simon.184; imper.δέξο Il.19.10
, pl.δέχθε A.R.4.1554
; inf. ; part.δέγμενος Il.18.524
(alsoδέχμενος Hsch.
); also a [ per.] 3pl. [tense] pres.δέχαται Il.12.147
; cf. προτίδεγμαι, and v. δεδοκημένος:—I of things as the object, take, accept, receive, etc.,ἄποινα 1.20
, etc.;μισθὸν τῆς φυλακῆς Pl.R. 416e
;φόρον Th.1.90
;δ. τι χείρεσσι Od.19.355
;τὸ διδόμενον παρά τινος Pl.Grg. 499c
;τι ἐν παρακαταθήκῃ παρά τινος Plb.33.6.2
, etc.; δ. τί τινι receive something at the hand of another,δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον Il.2.186
, cf. IG12(3).1075(Melos, vi B. C.), etc.; accept as legal tender, ([place name] Gortyn);τι παρά τινος Il.24.429
;τι ἔκ τινος S. OT 1107
(lyr.);τί τινος Il.1.596
, 24.305, S.OT 1163; also δ. τί τινος receive in exchange for..,χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Od.11.327
; choose,τι δ. πρό τινος Pl.Lg. 729d
;μᾶλλον δ. τι ἀντί τινος Id.Grg. 475d
: c. inf., prefer,δεξαίμην ἂν πάσας τὰς ἀσπίδας ἐρριφέναι ἢ.. Lys. 10.21
, cf. Pl.Phlb. 63b;δ. μᾶλλον.. X.HG5.1.14
, Smp.4.12;οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Th.1.143
;Ὀρφεῖ συγγενέσθαι ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ' ἂν ὑμῶν; Pl.Ap. 41a
;οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν And.1.5
.b catch, as in a vessel,ὀπὸν.. κάδοις δ. S.Fr.534.3
.2 of mental reception, take, accept without complaint,χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον Od.20.271
;κῆρα δ' ἐγὼ τότε δέξομαι Il.18.115
.b accept graciously,τοῦτο δ' ἐγὼ πρόφρων δ. 23.647
; of the gods,ἀλλ' ὅ γε δέκτο μὲν ἱρά 2.420
; προσφιλῶς γέρα δ., of one dead, S.El. 443;τὰ σφάγια δ. Ar.Lys. 204
, cf. Pi.P.5.86; τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνὸν δ., accept, hail the oracle, the omen, Hdt.1.63, 9.91;δέχου τὸν ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν Ar.Pl.63
;δ. τὰ ἀγαθά IG22.410
,al.;ἐδεξάμην τὸ ῥηθέν S.El. 668
: abs., , cf. X.An.1.8.17; accept, approve, τὸν λόγον, ξυμμαχίαν, Hdt.9.5, Th.1.37; τοὺς λόγους ib.95; διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια ib.37, cf. h.Merc. 312; δέχεσθαι ὅρκον, v. ὅρκος; accept a confession, and so forgive, .c simply, give ear to, hear, ;δ. ὀμφάν Id.Med. 175
(lyr.);τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δ. Th.2.11
,89.d take or regard as so and so,μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα S.Aj.68
; understand in a certain sense, : c. inf.,κῶλά με δέξαι νυνὶ λέγειν D.H.Comp.22
, cf. Str.1.3.13, etc.II of persons as the object, welcome,κόλπῳ Il.6.483
;ἀγαθῷ νόῳ Hdt.1.60
; ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν, Il.18.331, Od.17.110;δόμοις δ. τινά S.OT 818
; στέγαις, πυρὶ δ. τινά, E.Or.47;δ. χώρᾳ Id.Med. 713
; τῇ τόλει δ. to admit into the city, Th.4.103; ἀγορᾷ, ἄστει δ., Id.6.44; ἔσω ibid.;εἰς τὸ τεῖχος X.An.5.5.6
; δ. τινὰ ξύμμαχον accept or admit as an ally, Th.1.43, etc.; accept as security, PGrenf.1.33.4, etc.: metaph. of places, ; entertain,δείπνοις Anaxandr.41.2
(anap.);δωρήμασιν S.OC4
.2 receive as an enemy, await the attack of,ἐπιόντα δ. δουρί Il.5.238
, cf. 15.745; of a hunter waiting for game, 4.107; of a wild boar waiting for the hunters, 12.147; of troops,εἰς χεῖρας δ. X.An.4.3.31
;τοὺς Λακεδαιμονίους δ. Hdt.3.54
, cf. 8.28, Th.4.43;ἐπιόντας δ. Id.7.77
;δ. τὴν πρώτην ἔφοδον Id.4.126
;ἐδέξατο πόλις πόνον E.Supp. 393
.3 expect, wait, c. acc. et [tense] fut. inf.,ἀλλ' αἰεί τινα φῶτα.. ἐδέγμην ἐνθάδ' ἐλεύσεσθαι Od.9.513
, cf. 12.230; alsoδέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν Il.9.191
;δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς 10.62
.—In these two last senses, Hom. always uses [tense] fut. δεδέξομαι, [tense] pf. δέδεγμαι, and δεδεγμένος, cf.δεδεγμένος ὁππόθ' ἵκοιτο Theoc.25.228
; δέγμενος is used in sense 3 only, exc. in h.Cer.29, Merc.477: inf. δειδέχθαι as imper., expect, c. gen.,βορέω Arat.795
, cf. 907, 928.III rarely with a thing as the subject, occupy, engage one, τίς ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας [αὐτούς]; Pi.P.4.70.4 Geom., contain, circum-scribe,γωνίας ἴσας Euc.3
Def.11;πεντάγωνον Papp.422.34
.IV intr., succeed, come next,ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί Il.19.290
; ;ἄλλος ἐξ ἄλλου δ. Emp.115.12
; of places,ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται Hdt.7.176
. ( δέκομαι is prob. the original form, cf. Slav. desiti, dositi 'find'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέχομαι
-
12 καθάπτω
A fasten or fix on, put upon,καθῆψεν ὤμοις.. ἀμφίβληστρον S.Tr. 1051
; ;τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9
;τι εἴς τι Plb.8.6.3
;τι ἔκ τινος Plu.2.647e
; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10;τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir. 483b31
:—[voice] Med.,κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4
:— [voice] Pass.,βρόχῳ καθημμένος S.Ant. 1222
, cf. Theoc.Adon.11.2 equip by fastening or hanging on, in [voice] Med.,σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh. 202
, cf. AP9.19 (Arch.):—[voice] Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219;καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71
.3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA 514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon,τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3
, cf. Poll.1.164.II used by Hom. only in [voice] Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him.., Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενοςἐπέεσσιν Od.10.70
; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing.., 18.415, 20.323;χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op. 332
: without a qualifying Adj., accost, assail,ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127
, cf. Od.2.240; withoutἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39
, cf. 20.22, Il.16.421.3 in military sense, attack,καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14
.5 lay hold of,τυραννίδος Sol.32.3
;βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65
; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: [voice] Act.,καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10
(cf. 1.3).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάπτω
-
13 καταπρηνής
καταπρην-ής, ές,A down-turned, opp. ὕπτιος, in Hom. always of the hand as used in striking or grasping, πλῆξεν.. Χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.16.792, cf. Od.13.164;πεπλήγετο μηρὼ Χερσὶ καταπρηνέσσι Il.15.114
;Χείρεσσι κ. λαβοῦσα Od.19.467
;ἐς τὸ κ. ῥέποντα Hp.Fract.40
. ([dialect] Ion. for καταπρανής, q. v.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπρηνής
-
14 κατέχω
κατέχω, [tense] fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: [tense] aor. κατέσχον, poet.Aκατέσχεθον Hes.Th. 575
, S.El. 754; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κάσχεθε Il.11.702
, [dialect] Aeol. κατέσκ [ εθε] Alc.Supp. la.12; imper. (lyr.), laterκατάσχε Philostr.Ep.38
(v.l.), PMag.Lond.97.404; late [tense] aor.κατέσχα PGen. 54.22
(iv A.D.).I trans., hold fast,καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575
.b hold back, withhold,εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186
, cf. 11.702, Od.15.200;ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6
: check, restrain, bridle,ἑωυτόν Hdt.6.129
, cf.Pl.Chrm. 162c, Men.Sam. 112; [ γυναῖκε] A.Pers. 190;ἱππικὸν δρόμον S.El. 754
; (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El. 1011, OC 874, E.Ba. 555 (lyr.), etc.; (lyr.);τὴν διάνοιαν Th.1.130
; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62;κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103
; , al.;τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, Pl.La. 184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from.., Pl.Phdr. 254a:—[voice] Pass., to be held down,γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50
;ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c
; to be bound,ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29
;ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17
(ii A.D.);τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13
(iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.c detain,κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128
, cf. 8.57, Th.8.100;κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11
:—[voice] Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr. 249;περὶ Κρήτην Th.2.86
, etc.d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077;Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109
.e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.2 c.gen., gain possession of, be master of,τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat. 9a6
;τῆς ὀργῆς Philem.185
codd. Stob.;τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82
, cf. Plb.14.1.9;τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9
; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1
, cf. 1.7.3; cling to,τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51
.II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 ([voice] Pass., iii B.C.), etc.);ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10
.b dwell in, occupy,Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant. 609
(lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu. 603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς.. κατέχουσι occupy, A.Ag. 454 (lyr.), cf. S.Aj. 1167 (anap.).2 of sound, fill,οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79
; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10;οἰμωγὴ.. κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
, cf. E.Hipp. 1133 (lyr.):—[voice] Pass.,οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111
.3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life.., S.Ph. 690 (lyr.).4 to be spread over, cover,νὺξ.. δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269
;ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers. 387
, cf. Ar.Nu. 572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138;ὀσμὴ.. κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9
:—[voice] Pass.,σελήνη.. κατείχετο.. νεφέεσσιν Od.9.145
, cf. Il.17.368, 644:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor.,κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361
; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.5 of the grave, confine, cover, , cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power,μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497
; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987;ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96
;τινὰ.. λάθα κ. Id.N.8.24
; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC 370
; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma. 304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib. 355d;συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1
:—[voice] Pass.,ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg. 858a
: rarely in good sense,ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
;μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av. 1726
(lyr.);εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1
.b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, , cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj. 142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72;τὰ πρήγματα Id.3.143
;τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27
;τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96
;φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d
.9 master, understand,οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb. 26c
, cf. Men. 72d, Ceb.34;περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17
, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of.., Puchstein Epigr.Gr.p.9.b keep in mind, remember,χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U.
, cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit. 109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—[voice] Pass., Epicur.Ep.1p.31U.10 possess, of a god,εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12
; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets,μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39
(v.l. κατηχοῦσι):—mostly in [voice] Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl. Ion 533e; ἐξ Ὁμήρου ib. 536b;ἐκ θεῶν X. Smp.1.10
;κάρῳ Phld.D.1.18
; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι)κατέσχημαι Luc. DMort.19.1
:—also in [tense] aor. [voice] Med., Pl.Phdr. 244e.B intr.,1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT 782;οὐκέτι καθέξω Men.Pk. 394
;εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15
;οὐ κατέσχεν App.BC3.43
: c. inf.,κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd. 117c
.2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV),νηΐ Θορικόνδε h.Cer. 126
;τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188
, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε.. κατέσχετε; S.Ph. 221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel. 1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id. Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El. 503 (lyr.).3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10;κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130
;σεισμῶν -εχόντων Th.3.89
;ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete. 345a1
, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.4 gain the upper hand,παρά τινι Thgn.262
; gain one's purpose, Lys.3.42;ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec. 434
;νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol. 1307b10
.C [voice] Med., keep back for oneself, embezzle, [ τὰ χρήματα] Hdt.7.164.3 hold, contain, Plb.9.26a.7.II [tense] aor. [voice] Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10. -
15 νέω
νέω (A),A , codd. Ath.; inf.νεῖν Epich.53
, Th.7.30; part.νέων Od.5.344
, Pl.R. 529c: [tense] impf. ; [dialect] Ep.ἔννεον Il.21.11
; poet.νέον Alc.143
: [tense] fut.νεύσομαι Hsch.
, νευσοῦμαι v.l. in X.An.4.3.12: [tense] aor. ἔνευσα (δι-) Pl.Prm. 137a, (ἐξ-) E.Hipp. 470, Th.2.90: [tense] pf. νένευκα ( δια-) Pl.R. 441c:—swim,χείρεσσι νέων Od.5.344
; ἷξε νέων ib. 442;νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt. 8.89
, cf. 6.44;οὔτε ἐπιστ. νεῖν Th.7.30
;νεῖν οὐκ ἴσαντι Epich.
l.c.2 metaph., of shoes that are too large, ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν was floating in my shoes, as if they were boats, Ar.Eq. 321; νεῖν ἐξ ὑπτίας, v. ὕπτιος 11. fin. (Prob. cogn. with νάω, Lat. nare.)------------------------------------νέω (B), [tense] fut. νήσω: [tense] aor. 1 ἔνησα:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐνήθην: [tense] pf. νένησμαι ( ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr.14:—A spin, Hom. only [tense] aor. [voice] Med., ἅσσα οἱ κατὰ Κλῶθες νήσαντο the happenings which they spun out to him, Od. 7.198; of a spider, ;στήμονα μακρὸν ἔνησα Batr.183
;πέπλους τε νῆσαι S.Fr. 439
;στήμονα νήσω Ar.Lys. 519
;νῶσαι μαλθακωτάτην κρόκην Eup.319
;τὰ νηθέντα Pl.Plt. 282e
: [ per.] 3pl. νῶσι occurs in Ael.NA7.12 (as if from νάω), cf. Poll.7.32, 10.125, EM344.1; and Hsch. cites νῶντα· νήθοντα; in Eup.l.c. Meineke restores νῆσαι for νῶσαι. (Cf. Lat. neo 'spin', OHG. nāan 'sew', etc.)------------------------------------Aνήσω Suid.
: [tense] aor. ἔνησα (v. infr.):—[voice] Med., [tense] fut. (in pass. sense)νήσομαι Hsch.
(v. infr.): [tense] aor.ἐνησάμην Polyaen.8.65
:— [voice] Pass., [tense] aor.ἐνήσθην Arr.An.7.3.2
, Porph.Abst.2.54, also ἐνήθην (ἐπ-) prob. in Hdn.4.2.10: [tense] pf.νένημαι IG22.1522.23
(iv B.C.), X. (v. infr.), perh. also νένησμαι (v. infr.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl. νενέαται ( συν-) Hdt.2.135; [ per.] 3sg. [tense] plpf.ἐνένηστο Ael.VH5.6
: [tense] pres. only in compds. ἐπι-, περινέω (qq.v.):—heap, pile up, πυρὴν νῆσαι pile a funeral pyre, Hdt. 1.50, cf. Ar.Lys. 269, Th.2.52, Porph. l.c. ([voice] Pass.);νήσαντες ξύλα E. HF 243
;ἀμφορῆς νενησμένοι Ar.Nu. 1203
;ἄρτοι νενημένοι X.An.5.4.27
; νῶντος, glossed σωρεύοντος, Phot.II in [voice] Pass., to be stuffed, c. gen.,νενημένην χοῖρον πολλῆς φορίνης Herod.4.15
; cf. νησόμεθα· κορεσθησόμεθα, Hsch. (Contr. from νηέω, q.v.)------------------------------------ -
16 νύσσω
Aνένυγμαι Gal.10.221
: [tense] aor. 1ἐνύχθην D.L.2.109
, Gal.10.390: [tense] aor. 2 ἐνύγην [pron. full] [ῠ], [ per.] 3sg. opt. νυγείη ib.401 ; part.νῠγείς Chrysipp.Stoic.2.233
, Gal.13.565, App.Anth.3.129.6 (D.L.):—touch with a sharp point, prick, stab, pierce,ἔγχεϊ νύξε Il.5.579
;χείρεσσι.. ἀσπίδα νύσσων 16.704
; χθόνα.. ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι dinting the earth with their hoofs, Hes.Sc.62 ; ἀγκῶνι νύξας having nudged him with the elbow, Od.14.485, cf. Theoc.21.50, Plu.2.79e, etc. ; γνωμιδίῳ γνώμην ν. prick it (and see what is in it), Ar.Nu. 321 ; γέονταν. 'beard the lion in his den', Diogenian.1.52.2 metaph., sting, Phld.Lib.p.64O. ;νύξας ὁ λόγος Luc.Herm.71
, cf. Porph.Abst. 1.49.II impinge upon, esp. of sense-impressions, Plot.4.5.1, 6.6.12 :—[voice] Pass., Chrysipp. l. c., Alex.Aphr.de An.130.15.2 [voice] Pass., of the νεῦρα, suffer lesion (νύγμα 1.2
), Gal.ll.cc. -
17 πηχύνω
A take in one's arms, embrace, A.R.4.972, Nonn.D.25.177 ; τινὰ ἀγοστῷ ib.3.340 : more freq. in [voice] Med.,χείρεσσι AP12.121
(Rhian.), Opp.H.4.286, Nonn.D.9.30 ; ἀγοστῷ ib.14.152. -
18 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
19 ἀπρίξ
ἀπρίξ, Adv.A fast, tight,ἀ. ὄνυξι συλλαβών S.Aj. 310
;ἀ. ἔχεσθαι τοῦ κερδαίνειν Id.Fr. 328
, cf. Theoc.15.68, Luc.Nec.5, Eun.VSp.475 B.;τοῖν χεροῖν λαβέσθαι τινός Pl.Tht. 155e
, cf. Plb.12.11.6;ἔχειν χείρεσσι Theoc.24.55
;δράξασθαι AP5.247
(Paul. Sil.).II Subst., a kind of ἄκανθα (Cypr.), EM132.53. -
20 ἐμφύω
A implant, θεὸς δέ μοι ἐν φεσὶν οῐμας παντοίας ἐνέφυσεν planted them in my soul, Od.22.348;ἐμφῦσαι ἔρωτά τινι X.Mem.1.4.7
; νόον τινί Eleg. ap. Ath.7.337f, cf. Ph.1.631,al.II [voice] Pass., with [tense] pf. ἐμπέφῡκα and [tense] aor. 2 ἐνέφῡν: [tense] pf. subj.ἐμπεφύῃ Thgn.396
:1 grow in or on, τινί, ὅθι τε τρίχες ἱππων κρανίῳ ἐμπεφύασι ([dialect] Ep. for ἐμπεφύκασι) Il.8.84;τὰ ἐμφυόμενα Hp.
Aër.5; ἐμφύεσθαι ἐν [ νήσῳ] Hdt.2.156: hence of qualities, φθόνος ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ is implanted in him, Id.3.80; ᾧ (sc. μάντει)τἀληθὲς ἐμπέφυκεν S.OT 299
;τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί Id.OC 1488
;πάντ' ἐμπέφυκε τῷ γήρᾳ κακά Id.Fr. 949
;τὸ μῶρον γυναιξὶν ἐμπέφυκε E.Hipp. 967
; οὐδεὶς Χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι is set by nature on the body, Id.Med. 519;κακία τῇ πόλει ἐμφύεται X.Mem.3.5.17
, etc.: the [tense] pf. part. abs., innate,νόσημα πόλεως ἐ. Pl. Lg. 736a
, cf. 863b.2 to be rooted in, cling closely, ὣς ἔχετ' ἐμπεφῠυῖα ([dialect] Ep. part. ) she hung on clinging, Il.1.513; ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ Χειρί clung fast to his hand, clasped his hand tight, as a warm greeting, 6.253, etc.;ἔφυν ἐν Χερσί Od.10.397
;ἐν Χείρεσσι φύοντο 24.410
; so χεῖρες.. ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖσι ἐπισπαστῆρσι stuck fast to the handles, Hdt.6.91;ἐμφύντε τῷ φύσαντι S.OC 1113
, cf.E. Ion 891 (anap.); ὀδὰξ ἐν Χείλεσι φύντες biting the lips hard, in suppressed anger, Od.1.381, 18.410, 20.268 (so ἐμφῦσαι ὀδόντας to fix the teeth in, Ael.NA14.8);ἀμὺξ ἐμφῦναι Nic.Th. 131
: c. gen., D.H.11.31 (s.v.l.): abs.,ἐμφύς Hdt.3.109
;ἐμφὺς ὡς βδέλλα Theoc.2.56
; ἐμπεφυκὼς πόνος fixed pain, Archig. ap. Gal.8.110.3 metaph., cling to,ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς παρασκευαῖς Plu.2.342c
;τοῖς ἠθικοῖς καὶ πολιτικοῖς δόγμασι Id.Cat.Mi. 4
;τοῖς πολεμίοις Id.Nic.14
;τὴν πόλιν ἀφέντας -φῦναι ταῖς ναυσίν Id.Them.9
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χείρεσσι — χείρ b. fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείρεσσ' — χείρεσσι , χείρ b. fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
πηχύνω — και μέσ. πηχύνομαι, Α [πήχυς] 1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.) 2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» παίρνω στην παλάμη (Νόνν.) … Dictionary of Greek
ποτήρ — ήρος, ὁ, Α 1. το ποτήρι («ποτῆρα δ ἐν χείρεσσι κίσσινον λαβών», Ευρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον ποιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω (βλ. λ. πίνω) + επίθημα τήρ (πρβλ. δο τήρ)] … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek