-
1 νύγμα
A prick, Nic.ll.cc., Aret.SD2.7, Tryph.365.2 lesion of a νεῦρον, opp. ἕλκος (of flesh) and κάταγμα (of bone), Gal.13.651,883, cf. Steph.in Hp.2.439 D.II pl., νύγματα solicitations of the senses, Epicur.Fr. 413. -
2 νυγμάς
νυγμά̱ς, νυγμήdot: fem acc pl -
3 νύσσω
Grammatical information: v.Derivatives: 1. νύξις f. `push, sting' (Dsc., Plu.), κατάνυξ-ις `stupefaction, bewilderment' (: κατα-νύσσομαι `get a push in the heart, be stunned'; LXX, NT); 2. νύγμα (also - χμα) n. `push, prick' (Nic., Epicur., Gal.) with νυγμα-τικός `fit for pricking' (medic.), - τώδης `punctuated' (Arist., medic.); 3. νυγ-μός m. (D. S., Plu.), - μή f. (Plu.) `id.'; 4. νύγ-δην `by pricking' (A.D.). -- Further νυκχάσας = νύξας H. (expressive enlargement with geminate and aspiration; cf. Schwyzer 717 n. 4).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Without exact agreement outside Greek. Formal similarity show some westgerm. and Slav. expressions for `nod etc.', e.g. MLDu. nucken `move the head menacingly', nuck(e) `sudden for- and upward pushing of the head when frightened etc', OCS nukati, njukati `brighten', which are, assuming a velar enlargement, usually conneted with νεύω, Lat. nuō. Also νύσσω is since Brugmann IF 13, 153 ff. seen in this way, which means for νεύω, nuō the assumption of a basic meaning `make a pull, give a thrust'. -- WP. 2, 323f., Pok. 767, W.-Hofmann s. nuō.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νύσσω
-
4 κίνυγμ'
κί̱νυγμα, κίνυγμαanything moved about: neut nom /voc /acc sg -
5 κίνυγμα
κί̱νυγμα, κίνυγμαanything moved about: neut nom /voc /acc sg -
6 νυγμός
νυγ-μός, ὁ,A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62 : in pl., of gout, Luc.Ocyp.30.II metaph., of the prickings of conscience,τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58
; but also, = νύγμα II,ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9
. -
7 νύσσω
Aνένυγμαι Gal.10.221
: [tense] aor. 1ἐνύχθην D.L.2.109
, Gal.10.390: [tense] aor. 2 ἐνύγην [pron. full] [ῠ], [ per.] 3sg. opt. νυγείη ib.401 ; part.νῠγείς Chrysipp.Stoic.2.233
, Gal.13.565, App.Anth.3.129.6 (D.L.):—touch with a sharp point, prick, stab, pierce,ἔγχεϊ νύξε Il.5.579
;χείρεσσι.. ἀσπίδα νύσσων 16.704
; χθόνα.. ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι dinting the earth with their hoofs, Hes.Sc.62 ; ἀγκῶνι νύξας having nudged him with the elbow, Od.14.485, cf. Theoc.21.50, Plu.2.79e, etc. ; γνωμιδίῳ γνώμην ν. prick it (and see what is in it), Ar.Nu. 321 ; γέονταν. 'beard the lion in his den', Diogenian.1.52.2 metaph., sting, Phld.Lib.p.64O. ;νύξας ὁ λόγος Luc.Herm.71
, cf. Porph.Abst. 1.49.II impinge upon, esp. of sense-impressions, Plot.4.5.1, 6.6.12 :—[voice] Pass., Chrysipp. l. c., Alex.Aphr.de An.130.15.2 [voice] Pass., of the νεῦρα, suffer lesion (νύγμα 1.2
), Gal.ll.cc. -
8 νύχμα
См. также в других словарях:
νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… … Dictionary of Greek
νυγμάς — νυγμά̱ς , νυγμή dot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κέντηση — η (Α κέντησις) [κεντώ] κεντιά, τσίμπημα, αγκύλωμα, νύξη, νύγμα νεοελλ. κέντημα, στόλισμα, ποίκιλμα αρχ. επιγρ. η τοποθέτηση ψηφίδων σε μωσαϊκό, η κατασκευή ψηφιδωτών … Dictionary of Greek
νυγματίζομαι — (Α) [νύγμα] 1. νύσσομαι, κεντρίζομαι 2. παροτρύνομαι … Dictionary of Greek
νυγματικός — νυγματικός, ή, όν (Α) [νύγμα] ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, τής προσβολής τών νεύρων … Dictionary of Greek
νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] … Dictionary of Greek
νύχμα — νύχμα, τὸ (Α) βλ. νύγμα … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek
κίνυγμ' — κί̱νυγμα , κίνυγμα anything moved about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)