Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγοστῷ

См. также в других словарях:

  • ἀγοστῷ — ἀγοστός flat of the hand masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγοστῶι — ἀγοστῷ , ἀγοστός flat of the hand masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνω — και μέσ. πηχύνομαι, Α [πήχυς] 1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.) 2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» παίρνω στην παλάμη (Νόνν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»