Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν+εἰρήνην

См. также в других словарях:

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκεζίνης, Σπυρίδων — (Αθήνα 1909 – 2000). Νομικός, πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεώργιου Β’ (1936 46). Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • IOSUA — I. IOSUA fil. Nun, Num. c. 13. v. 16. 1. Par. 1. 7. v. 27. Ios. c. 1. v. 1. fuit minister et suecessor Mosis, qui populum Israel per sicentum Iordanis alveum in terram Canaan introduxit. Ο῾μώνυμος et typus Servatoris aostri Iesu Christi, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντιμεταβολή — ἀντιμεταβολή, η (Α) ρητορικό, σχήμα κατά το οποίο η σημασία της πρώτης ημιπεριόδου αντιστρέφεται στη δεύτερη («οὐ γὰρ Αἰσχίνης διὰ τὴν εἰρήνην κρίνεται, οὐκ, ἀλλ ἡ εἰρήνη δι Αἰσχίνην διαβέβληται») …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • εκσκεδάννυμι — ἐκσκεδάννυμι (Α) διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • ύναν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὴν εἰρήνην» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»