-
1 δρομώ
-
2 δρομῶ
-
3 δρόμω
δρόμοςcourse: masc nom /voc /acc dualδρόμοςcourse: masc gen sg (doric aeolic)δρομόωhasten: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)δρομόωhasten: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————δρόμοςcourse: masc dat sg -
4 δρόμῳ
Βλ. λ. δρόμω -
5 δρόμωι
δρόμῳ, δρόμοςcourse: masc dat sg -
6 δρόμος
δρόμος, ὁ, der Lauf (δραμεῖν); Homer: von Menschen, Wettlauf, im singular., Odyss. 8, 121 Iliad. 23, 758. 768; von Pse rden, im singular., Wettlauf Iliad. 23, 300. 361. 373. 375. 526, in der Schlacht Iliad. 18, 281; Pl atz zum Laufen, Rennbahn, für Pferde, im singular. Iliad. 23, 321 ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, im plural. Odyss. 4, 605 ἐν δ' Ἰϑάκῃ οὔτ' ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών. – Folgende: 1) der Lauf, das Rennen; Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 838, wie Hippocr.; vom Laufe der Gestirne, Plat. Ax. 370 b; δρόμῳ χωρεῖν, ἰέναι, ἔρχεσϑαι, ϑεῖν u. ä., Thuc. 3, 4 Plat. Crat. 397 d u. A., schnell gehen, laufen; bes. beim Heere, = im Sturmschritt, Xen. An. 1, 8, 18, wo Krüger mehr Beispiele beibringt; ἅπαντι χρῆσϑαι τῷ δρόμῳ, aus allen Kräften laufen, Luc. dom. 10; Her. sagt περὶ τοῠ παντὸς δρόμον ϑεῖν, einen entscheidenden Kampf bestehen, 8, 74; vgl. τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, den Wettlauf ums Leben, Ar. Vesp. 376; Plat. Theaet. 175 a. – 2) der freie Platz zum Laufen, die Rennbahn, Soph. El. 703. 738 u. Folgde. – Bei Plat. auch ein Ort zum Spazierengehen, τῶν ἐν τοῖς δρόμοις περιπάτων Phaedr. 227 b; der auch bedeckt ist, περιεπατείτην ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Euthyd. 273 a; vgl. ἐν τῷ ἔξω δρόμῳ (Halle?) ἠλείφοντο Theaet. 144 c. Dah. Ἀκαδήμου, die Akademie, Eupol. bei D. L. 3, 7. Von einer Vorhalle eines Tempels Strab. XVII p. 805; u. nach Hesych. auch die Orchestra, od. der Theil derselben, auf welchem der Chor eintritt. – Uebertr.; ἔξω δρόμου φέρεσϑαι Aesch. Prom. 885, wie ἐκ δρόμου πεσὼν τρἐχω, von der Laufbahn abschweifen, vom Ziel abkommen; vgl. Ch. 1018; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου, es ist nicht ungehörig, unzweckmäßig, 507; so ἐκτὸς δρόμου φέρεσϑαι Plat. Crat. 414 b.
-
7 δρόμος
A course, race, in Il.mostly of horses,ἵπποισι τάθη δρόμος 23.375
; also of men, τέτατο δρόμος ib. 758; οὐρίῳ δρόμῳ with prosperous course, S.Aj. 889 (lyr.); ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ at full speed, Luc.Dom.10: of any quick movement, e. g. flight, A.Pers. 207: of Time, ἡμέρης δ. a day's running, i. e. the distance one can go in a day, Hdt.2.5;κατανύσαι τὸν προκείμενον δ. Id.8.98
;ἵππου δ. ἡμέρας D.19.273
: of Things, δ. νεφέλης, ἡλίου τε καὶ σελήνης, E.Ph. 163, Pl. Ax. 370b (pl.), etc.;οἱ δ. τῶν ἀστέρων Procl.Par.Ptol. 136
; δρόμῳ at a run, freq. with Verbs of motion,δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπόν Hdt.9.59
;ἰέναι Id.3.77
;χρῆσθαι Id.6.112
;χωρεῖν Th.4.31
;δ. ξυνῆψαν E. Ph. 1101
;βοηθῆσαι δ. Ar.Fr. 551
: in pl., , Supp. 819.2 foot-race, as a contest, IG2.594.11, al.: prov., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον (- μου codd.) θεῖν to run for one's life, Hdt.8.74; ;περὶ ψυχῆς ὁ δ. Pl.Tht. 173a
: generally, contest, πλαγᾶν δρόμος, i. e. a pugilistic contest, Pi.I.5(4).60.4 in speaking, rapid delivery, Longin.Rh.p.312S.3 public walk,ἐν εὐσκίοις δ. Ἀκαδήμου Eup.32
, cf. IG22.1126.36, etc.; colonnade, Pl.Tht. 144c;κατάστεγος δ.
cloister,Id.
Euthd. 273a;δ. ξυστός Aristias 5
; in Crete, = γυμνάσιον, Suid., cf. SIG463.14 (Itanos, iii B. C.); δὔ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε having taken two or three turns in the cloister, Pl.Euthd. l. c.; in Egypt, avenue of Sphinxes at entrance of temples, OGI56.52 (Canopus, Ptol. III), Str.17.1.28, etc.;δ. τοῦ ἱεροῦ BGU 1130.10
(i B. C.).5 metaph., ἔξω δρόμου or ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι get off the course, i. e. wander from the point, A.Pr. 883 (anap.), Pl.Cra. 414b;ἐκ δρόμου πεσεῖν A.Ag. 1245
; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου 'tis not foreign to the purpose, Id.Ch. 514.III δ. δημόσιος, = Lat. cursus publicus, Procop. Vand.1.16, Arc.30, Lyd.Mag.2.10; δ. ὀξύς, = Lat. cursus velox, ib.3.61, POxy.900.7 (iv A. D.), etc. -
8 δρομος
ὅ1) тж. pl. бегἵππους δρόμου ἆσαι Hom. — утомить коней скачкой;ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ Luc. — бежать изо всех сил2) воен. форсированный марш3) (быстрое) движение, бег(νεφέλης Eur.; δρόμοι ἡλίου τε καὴ σελήνης Plat.)
4) состязание в беге, пробег, бега(ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Hom.; δρόμον προκηρύσσειν Soph.)
5) дорожка или площадь для состязаний в беге, ристалище(ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δοόμον Hom.; ἐμεστώθη δ. κτύπου ἁρμάτων Soph.)
ἔξω или ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Aesch., Plat. и ἐκ δρόμου πίπτειν Aesch. — отклониться от дороги или от цели;οὐδέν ἐστ΄ ἔξω δρόμου Aesch. — нелишне, вполне уместно6) состязание, борьба(περὴ ψυχῆς Arph., Plat.)
περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. — вступить в решительный бой7) ( при ходьбе) круг, конецδύ΄ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθώς Plat. — сделав два или три конца
8) место для прогулок, аллея(δ. κατάστεγος Plat.; ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου Diog.L.)
9) путь, расстояние -
9 δρόμος
a race δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) O. 1.21τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.94
χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον sc. Erginos O. 4.22 πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον sc. Xenophon O. 13.30Ἀλεξίδαμος ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
b racecourseδωδεκάγναμπτον περὶ τέρμᾰ δρόμου ἵππων O. 3.33
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δ' ρόμῳ N. 10.48
ἐν γναμπτοῖς δρόμοις I. 1.57
c turn of the race, roundπερὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.75
ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δ(υ)ωδεκαδρομον, -δρόμων codd.: v. ποδαρκέω) P. 5.33d course met. — αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (τὴν τῶν πληγῶν ὁρμήν τε καὶ σπουδὴν πληγῶν δρόμον φησίν, ἵνα λέγῃ τὸ παγκράτιον. Σ) I. 5.60 ὀρθῷ δρόμῳ fr 1a. 5. -
10 ἐν
ἐν (in crasis1κἀν I. 4.25
, I. 6.59 coni., butκαὶ ἐν P. 9.40
: repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:ἐνί P. 6.18
, Θρ. 7. 3, fr. 163: joined withἐπὶ N. 5.2
,παρά N. 9.34
) A prep. c. dat.1 of time.a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερονἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28
κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32
νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
[ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61
τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.b during, within, in the course ofἐν ἁμέρᾳ O. 1.6
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
[ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
, P. 8.15ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18
ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70
ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίωνμιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3
]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.c in the space ofπολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82
βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43
τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59d phrases τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ (ἐν om. codd.: supp. Hermann: ἐνσχερώ Dindorf: in a line, uninterruptedly) N. 1.69 ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι ( ἐνσχερὼ Heyne) N. 11.39 ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι ( ἐνσχερὼ Fr. Portus i. e. 100 feet broad without interruption) I. 6.22 ὥστ' ἐν τάχει τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν soon N. 5.35 [ ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musur.: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42]2 of place.a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23
ἐν Πίσᾳ O. 6.5
ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
ἐν Πίσᾳ O. 10.43
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39
ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27
ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8
Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18
Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63
ἐν Πυθιάδι P. 8.84
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15
Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27
ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
ἐν Κρίσᾳ I. 2.18
χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
ἐν Νεμέᾳ N. 2.23
ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18
κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12
ἐν Νεμέᾳ I. 6.3
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν Νεμέᾳ” I. 6.48κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81
ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86
ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33
ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40
ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21
Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87
ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39
τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27
Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42
ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11
ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17
cf. ( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61
ἐν Θήβαισι O. 6.16
τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἐν Θήβαις O. 13.107
ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
, P. 8.39 “ ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19
ἐν Θήβαις N. 10.8
ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30
—3.ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16
ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82
ἐν Ἀθάναις O. 9.88
κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38
, N. 8.11ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.ἐν Σικελίᾳ O. 1.12
ἐν Ἄργει O. 7.83
ἐν Μεγάροισιν O. 7.86
ἐν Μαραθῶνι O. 9.89
ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77
ἐν Φθίᾳ P. 3.101
“ ἐν δὲ Νάξῳ” P. 4.88Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78ἐν Ἄργει P. 9.112
τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἐν Τροίᾳ N. 2.14
ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8
ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59
ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45
“ Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας” P. 4.20Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79
Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15
Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91
τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98
ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.ἐν δρόμοισι O. 1.21
ἐν δρόμοις O. 1.94
ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43
—4.Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14
ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.ἐν οἴκῳ O. 6.48
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
ἐν θαλάμῳ P. 3.11
τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38
“ ἐν λέχεσιν” P. 4.51 “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” P. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασι” P. 4.113θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69
ἐν μεγάρῳ N. 1.31
Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43
ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30
Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6
ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58
ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92
ἐν οὐρανῷ O. 14.10
ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15
χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐν πελάγει O. 7.56
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3
—4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47ἐν χέρσῳ N. 1.62
ἐν πελάγει N. 3.23
ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49
ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43
ἐν πόντῳ I. 5.5
ἐν πεδίῳ I. 8.54
ἐν πόντῳ I. 9.7
πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10
ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81
ἐν ναυσὶν P. 3.68
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
ἐν ναυσὶν I. 6.30
κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23
ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35
οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76
ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82
ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
ἐν ὄρει P. 3.90
ἐν πολέμῳ P. 3.101
ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8
ἐν ἀγορᾷ P. 4.85
ἐν πρύμνᾳ P. 4.194
ἐν μέσσοις P. 4.224
ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106
λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.b at, before met.,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 in, contained in, surrounded bya of clothing, simm.χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8
“ σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” P. 4.114Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37
cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.b contained inμονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6
καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36
c of light and darkness.ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71
O. 13.70ἐν σκότῳ O. 1.83
ἐν καθαρῷ O. 10.45
φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27
d met.,εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
4 of feelings, thoughts.ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63
εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89
αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
5 amongaζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς” P. 4.143κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281
—2.ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295
ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114
“ καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
—3.ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23
ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65
ἀρετὰ ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
b betweenοἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
c after verbs of mixing. νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται (sc. Πέλοψ: is part of) O. 1.90 ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν (sc. Ἀργοναῦται: zeugma, they knew) P. 4.251 ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν enjoyed I. 2.29 ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον coni. Zuntz) fr. 111. 1, cf. Δ. 2. 20.aἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidstἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19
κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
τὸν ( Ἀρκεσίλαν)ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27
ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12
λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.207 instrumental in, with, by means ofτετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
esp. withχείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.8 upon, into following verbs of movement.ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 “ ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12
“ νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” P. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
[ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.629 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
, cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.9011 in the hands of, in the power ofἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30
12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.14 in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν (v. ἐμβάλλω) O. 7.44 ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) O. 10.74 B adv. dabeia thereἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
b too, besidesΜοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.------------------------------------v. ἐς -
11 πτερόν
πτερόν, τό, 1) Feder, womit man fliegt ( πτέσϑαι), Flügel, Fittig; Hom. gew. im plur.; οἰωνοὶ περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες, Il. 11, 454; τιναξάσϑην πτερὰ πολλά, Od. 2, 151; als Sinnbild der Geschwindigkeit, νέες ὠκεῖαι, ὡςεὶ πτερὸν ἠὲ νόημα, 7, 36; vgl. πόδα ἴσον πτεροῖς, Eur. I. T. 32; πτεροῖσιν ἀκάμαντας ἵππους, Pind. Ol. 1, 87; πτεροῖσιν πορφυρέοις πεφρίκοντας νῶτα, P. 4, 182; er vrbdt auch πτερὰ νικᾶν δέξατο, P. 9, 125, die Fittige des Sieges, dessen Ruhm sich schnell verbreitete; κίρκον εἰςορῶ δρόμῳ πτεροῖς ἐφορμαίνοντα, Aesch. Pers. 204; u. so in Prosa überall; ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεσϑαι, sich mit fremden Federn schmücken, Luc. pro merc. cond. 24. – Uebertr. wie bei uns, κείρειν τινὶ τὰ πτερά, Einem die Flügel beschneiden, ihn in Schranken halten, Callim. ep. 49, 8. – Von den Flughäuten der Fledermaus, Her. 2, 76. – Auch das junge Barthaar, Milchhaar, Jac. A. P. 773. – Auch der Vogel, und überh. jedes geflügelte Geschöpf, Ar. Pax 76; dah. auch, wie οἰωνός, Vogelzeichen, οὐκ ἔσϑ' ὅπως οὐ πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτερὸν ἐξήγαγ' εἰς τόδ' ἄλσος, Soph. O. C. 97; Geschick, Loos, πόνου δ' ἴδοις ἂν οὐδαμοῠ ταὐτὸν πτερόν, Aesch. Suppl. 324. – Auch wie bei uns übertr., der Schutz, Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ, unter den Fittigen der Pallas, Aesch. Eum. 455; vgl. τὰ κείνου τέκν' ἔχων ὑπὸ πτε ροῖς, Eur. Heracl. 10. – Von Rudern u. Segeln, welche die Flügel des Schiffes sind, νηὸς πτερά, Hes. O. 630, wie Hom. sagt ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται, Od. 11, 125. 23, 272; νεὼς οὔριον πτερόν, Eur. Hel. 146; Ar. u. in Prosa (vgl. auch πτερόω); auch die Räder, s. Müller Lycophr. 1072; vgl. Voß Virg. Georg. 1, 169. – Fächer, com. bei Poll. 10, 127. – 2) Die Säulenstellung an beiden Seiten der griechischen Tempel, und an den ägyptischen, welche dergleichen nicht hatten, die Seitenmauern; auch eine Art Mauerzinnen zur Vertheidigung der Mauern. – Eine mit Eisen beschlagene Zugbrücke vor den Stadtthoren, Schol. Eur. Phoen. 114. – Πτερὰ Θετταλικά, ein weiter, thessalischer Flügelmantel, Coray Heliod. 2 p. 18. – Ein Saiteninstrument, vielleicht eine σῦριγξ, Anonym. Bellerm. de mus. 17.
-
12 παρα-φέρω
παρα-φέρω (s. φέρω), 1) daneben, hinzubringen; ξύνϑημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen auftragen, vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν ϑήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden vorbringen, vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund beibringen, anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχϑαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) vorübertragen, Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ τειχίον entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαϑε δρόμῳ παρενεχϑέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ τύχη χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφϑαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχϑέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ ϑηρίων κατεβρώϑησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, ἴσως μὲν ἀληϑοῠς τινος ἐφαπτόμενοι τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχϑημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχϑέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ βλέμμα παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καϑεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχϑείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, verabsäumen, ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς ϑυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηϑέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελϑουσῶν, vgl. 5, 26; εὑρήσει τις τοσαῠτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ γλῶσσα ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῠτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) übertreffen, Luc. Charid. 19 u. a. Sp.
-
13 σπεύδω
σπεύδω, fut. σπεύσω, 1) antreiben, in schnelle Bewegung setzen, beschleunigen, eifrig betreiben; ταῠτα χρὴ σπεύδειν, Il. 13, 236; γάμον, Od. 19, 137; Her. 1, 38; παῠσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις, 1, 206; 3, 137; vgl. Bornem. Xen. Conv. 7, 4; pass., ξυνὸν τοῠτο πᾶσι ἀγαϑὸν σπεύδεται, Her. 7, 53. – Dah. Etwas eifrig erstreben, sich um Etwas bemühen, bewerben; μὴ βίον ἀϑάνατον σπεῠδε, Pind. P. 3, 62; ἀρετάν, I. 3, 31, εὐψυχίαν ἔσπευσας, Eur. Suppl. 173; κλίμακας, I. T. 1352, σπεύδει ἀσπούδαστα, 201, u. öfter; νῠν σεαυτῷ τἀναντία σπεύδεις, Plat. Prot. 361 b. – Med., Aesch. σπευδομένα ϑυσίαν, Ag. 147. – Auch = anregen, ermahnen, Her. 8, 46. – 2) häufiger intr., sich antreiben, sich sputen, eilen, sich eifrig bemühen, anstrengen; absolut, περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος, sich um den gefallenen Patroklus bemühen, um seine Leiche kämpfen, Il. 17, 121, σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα, 24, 253; neben ἱδρώων, 11, 119. 18, 373; ἀλλ' ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον, 8, 191; μάλα σπεύδοντα ἐς μάχην, in die Schlacht eilen, 4, 225; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις, 8, 293, was treibst du mich an, der ich schon von selbst eile, mich beeifere, auch im med., ἔγωγε σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, 16, 402, u., so auch σπευδόμενος, eilig, wie App. ἐσπευσμένος; Hom. dat so das part. praes. act. σπεύδων, eilig, hastig, Il. 8, 293. 23, 506 u. sonst; ἔσπευδε δρόμῳ, Eur. El. 473; – mit dem partic., ἐπειδὴ σπεῠσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, er verrichtete seine Arbeit schnell, Od. 9, 250. 310. 843; c. inf., Hes. O. 22. 675; σπεῠδεν ἱκέσϑαι, Pind. N. 9, 21; Aesch. Ag. 587 Eum. 340, auch c. acc. c. inf., 1, 74. 8, 41, vgl. σπεύσαϑ', οἱ μὲν, Τεῠκρον ἐν τάχει μολεῖν, Soph. Ai. 791; auch ὃς σπεύδει ϑανεῖν, 799; ἔσπευδεν εἶναι μὴ μάχας, Ar. Pax 655; τοιαῠτα σπεύδεις περὶ σεαυτὸν γενέσϑαι, ἅπερ –, Plat. Crit. 45 c; λεκτικοὺς γίγνεσϑαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν, Xen. Mem. 4, 3, 1; ἔσπευδον πεμφϑῆναι τὸν λόγον, Isocr. 5, 23; σπεύδοντες ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν ϑεῶν, Aesch. Prom. 203; σπεύδειν ὅπως μή, Plat. Gorg. 480 a; Folgde; ὑπὲρ πράγματος, Pol. 4, 51, 2, im Ggstz von ἐκ παρέργου ποιεῖν; – σπεύδειν τινί, sich für Einen bemühen, Einem gewogen sein, Sp., wie Chariton. – Bei den LXX, auch = in Gemüthsbewegung gerathen, unruhig werden, erschrecken.
-
14 συν-τείνω
συν-τείνω (s. τείνω), anspannen, anziehen, anstrengen; σύντεινε ποδὸς ὁρμάν, Eur. El. 112; στέργηϑρα φρενῶν ξυντεῖναι, Hipp. 257; τὰ νεῠρα, im Ggstz von χαλᾶν, Plat. Phaed. 98 d; ξύντεινε σαυτόν, Euthyphr. 12 a, u. öfter; auf Etwas hinrichten, beziehen, πάντα ἐς τοῦτο, Gorg. 507 d; ἐπὶ πόλεμον ἀεί τινα τὰς αὑτῶν ξυντείνοντες πόλεις, Polit. 308 a; ἐπὶ τὸ δηλῶσαι συντεῖναι τὸν λόγον, Legg. I, 641 e. – Gew. intrans. sich anstrengen, bes. – a) laufen, eilen, wobei man ὁδόν zu ergänzen pflegt, συντείνειν δρόμῳ εἰς ἄστυ, in die Stadt laufen, Plut. Nic. 30; – übh. seine Kräfte anspannen, κοινᾷ συντείνει γνώμᾳ, Eur. Hec. 190; ὅτι μάλιστα δύνασαι συντείνας, Plat. Soph. 239 b, u. öfter; im pass., συντεταμένον καὶ σπ ουδάζοντα, Euthyd. 288 d; u. so auch Sp., συντείνοντος τοῦ κακοῠ, als das Uebel zunahm, Plut. Dion. 45. – b) seine Spann- od. Schnellkraft worauf richten, wonach zielen, τοῖς τόξοις, Hippocr.; μὴ εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν πάντα ταῦτα ξυντείνει, Plat. Theaet. 184 d; ὅσα εἰς ἱππικὴν συντείνει μαϑήματα, Legg. VII, 813 e; πρὸς τὸ κοινῇ ξυντείνων βέλτιστον, X, 903 c; ἐπί τι, Polit. 294 b 309 b; εἰς τοῦτο συντείναι, Xen. Ages. 7, 1; τὰ πρὸς τὸν σκοπὸν συντείνοντα, Arist. eth. 6, 12, 9; ὅσα συντείνει πρὸς τὸ διασώζειν, Pol. 16, 12, 9.
-
15 διώκω
διώκω (δίω?), am gewöhnlichsten im praes. u. impf., fut. διώξω Pind. Ol. 3, 45 Ar. Th. 1224 Xen. Cyr. 6, 3, 13 An. 1, 4, 8 Dem. 38, 16 u. Sp.; sonst διώξομαι, wie Ar. Equ. 368 Plat. Theaet. 168 a Prot. 313 c Xen. Cyr. 4, 1, 19; – 1) in schnelle Bewegung setzen, Hom. Iliad. 8, 439 Ζεὺς Ἴδηϑεν ἅρμα καὶ ἵππους Οὔλυμπόνδε δίωκε, Scholl. Aristonic. δ ίω κε: ἡ διπλῆ, ὅτι κυρίως διώκειν λέγεται, ὅταν προφεύγῃ τις· νῦν δὲ ἐπὶ τοῠ συντόνως ἐλαύνοντος. Hiernach betrachtete Aristarch die unten sub 2) aufgeführte Bedeutung » verfolgen« als die Grundbedeutung, und die hier sub 1) aufgeführte Bedeutung » in schnelle Bewegung setzen« als katachrestisch. Vgl. noch Scholl. Aristonic Iliad. 22, 158; Lehrs Aristarch. p. 150. Vom Wagenlenker, ohne Object, παρεξελάσῃσϑα διώκων, intell. τοὺς ἵππους, Iliad. 23, 844; παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῦ, ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν Iliad. 23, 424. Aehnlich vom Kunstreiter Iliad. 15, 681 σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ διώκῃ, v. l. δίηται, s. Scholl. Vom Schiff, Odyss. 12, 182 αὐτοὶ δ' ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα ταπτον ἐρετμοῖς. ἀλλ' ὅτε τόσσον ἀπῆμεν ὅσον τε γέγωνε βοήσας, ῥίμφα διώκοντες, τὰς δ' οὐ λάϑεν ὠκύαλος νηῦς ἐγγαϑεν ὀρνυμένη; von der σχεδίη des Odysseus Od. 5, 332 ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσϑαι, ἄλλοτε δ' αὖτ' Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν; passiv., Odyss. 13, 162 ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυϑε ποντοπόρος νηῦς ῥίμφα διωκομένη. – Eben so die Folgenden: Aesch. vollständig Σύριον ἅρμα διώκειν Pers. 84; ἔνϑεν διώκουσ' ἦλϑον ἄτρυτον πόδα, den Fuß in Bewegung setzend, den Schritt beschleunigend; vgl. Spt. 353; Eur. διώκω τὸν ἐμὸν εἰς δόμους πόδα Or. 1344; absolut, ἐπὶ πόλιν διώκων, gegen die Stadt eilend, Aesch. Spt. 89, wie auch Xen. An. 7, 2, 20, absolut, ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον, sie eilten fort; δρόμῳ διώκειν 6, 3, 25; vom Reiter, dahersprengen, Plut. Eumen. 7 Alex. 6; fahren, Chares bei Ath. XIII, 575 e. – Gew. – 2) verfolgen, nachsetzen, von Hom. an, vom Kriege u. von der Jagd, überall; bei Homer mit der bestimmten Bedeutung, daß der Verfolgte weiß, er werde verfolgt, welche Bedeutung z. B. in ἐπιδραμεῖν fehlt. S. Iliad. 10, 354. 359 Scholl. Aristonic. zu beiden Stellen und Lehrs Aristarch. p. 132. Gegensatz διωκέμεν ἠδὲ φέβεσϑαι Iliad. 5, 223; φεύγοντα διώκειν Iliad. 22, 199; φευγέμεναι und διώκειν Iliad. 10, 359; ὑποφεύγειν und διώκειν Iliad. 22, 200. Mit der Bedeutung »nachjagen«, »wonach trachten«, Iliad 17, 75 ϑέεις ἀκίχητα διώκων, ἵππους Αἰακίδαο δαΐφρονος, Unerreichbares zu erreichen suchen. Mit der Bedeutung »vertreiben«, »forttreiben«, Odyss. 18, 409, wo Telemachos zu den Freiern als zu seinen Gästen sagt ἀλλ' εὖ δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες, ὁππότε ϑυμὸς ἄνωγε· διώκω δ' οὔ τιν' ἔγωγε. Im passiv., Iliad. 22, 168 φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ τεῖχος ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶμαι. Medium Homerisch in der Bedeutung des activ., Odyss. 18, 8 ὅς ῥ' ἐλϑὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο, er suchte ihn aus seinem Hause zu vertreiben, Scholl. παϑητικὸν (d. h. Medium. s. Friedlaender Aristonic. p. 2) ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ und διώκετο: ἐδίωκεν; lehrreich Iliad. 91, 601. 602, wo neben dem activisch gebrauchten Medium das Activ. in derselben Bedeutung steht: αὐτῷ γὰρ ἑκάεργος Ἀγήνορι πάντα ἐοικὼς ἔστη πρόσϑε ποδῶν, ὁ δ' ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν. ἕως ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο πυροφόροιο κτἑ. – Folgende: Gegensatz φεαγειν Plat. Gorg. 507 b; ἔριν αἱματηράν Aesch. Ch. 467, u. ähnl.; nachjagen, wonach trachten, ἀρετάς Eur. Ion 440; τὰς τιμάς Thuc. 2, 63; τὴν ἡδονὴν ὡς ἀγαϑὸν ὄν Plat. Prot. 354 c u. öfter; τὴν ἀλήϑειαν Gorg. 482 e; τὸ ἀγαϑὸν καὶ καλόν 480 c. So im med., τὸ πλέον ἔχειν D. Hal. 1, 87; u. pass., ὑφ' ἡδονῆς διώκομαι Soph. El. 859; – τινά, jemandem nachfolgen, ihm anhangen, καὶ φιλεῖν Plat. Theaet. 168 a; vgl. Xen. Mem. 2, 8, 6. 4, 4, 24. Auch von leblosen Dingen, φυτὰ διώκοντα τοὺς ξηροὺς τόπους Theophr., d. i. lieben. – Aehnl. wie persequor, λόγον, eine Untersuchung verfolgen, Plat. Soph. 251 a; vgl. Rep. V, 454 a; τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν Xen Mem. 2, 1, 34; auseinandersetzen, ἀοιδήν Coluth. 110; – τὰ συμβαίνοντα Dem. 4, 39. 10, 21, immer nur sich durch die Ereignisse in seinen Plänen leiten lassen. – Vertreiben, τινὰ ἐκ τῆς γῆς Herodot. 9, 77. – 3) In athenischer Gerichtssprache, Einen gerichtlich verfolgen, verklagen, Ggstz φεαγειν Plat. Euthyphr. 3 e; Oratt. oft; ὁ δ ώκων, der Kläger, Aesch. Eum. 558 u. A.; διώκειν τινὰ τυραννίδος Her. 6, 104, u. sonst; τῆς ἀπάτης εἵνεκεν 6, 136; τινὰ περὶ ϑανάτου Xen. Hell. 7, 3, 6; περὶ ὧν διώκομεν Dem. 18, 9. Auch γραφάς, δίκην, Antiph. 2, 5; Dem. 54, 41; ἣν (γραφήν) ἐδίωκε Στέφανον 59, 69; φόνον διώκειν, d. i. den Mord rächen, Eur. Or. 1554. – Pass. διώκομαι, angeklagt werden, gew. φεαγειν. – Adj. verb., διωκτέοι εἰσί Her. 9, 58; διωκτός, Vertriebener, Soph. bei Poll. 9. 158; dem man nachtrachten muß, Chrysipp. bei Ath. I, 8 d; Arist. Eth. 1, 5.
-
16 βάδην
βάδην ( βαίνω), im Schritt, Ggstz von schnellem Laufen, Il. 13. 516; dem δρόμῳ entggstzt Xen. Cyr. 3, 3. 62; ἡσυχῇ καὶ βάδην καὶ οἷον ἕρπον Ael. H. A. 11, 16 (VLL. ἠρέμα, σχολῆ); ϑᾶττον ἢ βάδην Xen. Hell. 5, 4, 53, cf. Men. bei E. M. 184, 48; βάδην ταχύ, im Sturmschritt, An. 4, 6, 25; Ggstz von πυκνότερον Sosip. com. Ath. IX, 378 (v. 50). Bei Aesch. Pers. 19 Ggstz von Reitern u. zu Schiff Fahrenden, zu Fuß. Uebertr., βάδην ἐπείνων Ar. Ach. 535, sie singen allgemach zu hungern an; von dem Stil, χαμαὶ καὶ βάδην Luc. pro Imag. 18.
-
17 θοάζω
θοάζω (von ϑοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος ϑοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐϑόαζον κάϑαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, ϑοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, ϑοάζων αἰϑέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = ϑαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποϑ' ἔδρας τάςδε μοι ϑοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καϑέζεσϑαι u. ϑαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. ϑοῶς προςκάϑησϑε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.
-
18 θέω
θέω (Wurzel ΘΥ), p. auch ϑείω, Il. 10, 437; ϑέεσκον, 20, 229; fut. ϑεύσομαι, auch ϑεύσω, Lycophr. 119; andere Tempora kommen davon nicht vor; laufen, von Menschen u. Thieren, ἀντίος ἦλϑε ϑέων Il. 6, 54, u. so öfter bei anderen Ver- bis der Bewegung, wo ϑέων adjectivisch, schnell, hurtig übersetzt werden kann; ἦλϑε ϑέουσα, sie kam gelaufen, 6, 394; vom Seefahrer, ἷξε ϑέων, schnell gelangte er hin, Od. 3, 288; βῆ δὲ ϑέειν Iliad. 17, 698 u. öfter; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, Od. 8, 247 Il. 23, 623; ϑέειν πεδίοιο, durch die Ebene hinlaufen, Il. 22, 23; ἐπ' ἄκρον καρπόν, ἐπ' ἄκρον ἁλὸς ϑέειν, über die Spitzen des Aehrenfeldes, über die Oberfläche des Meeres hinlaufen, 20, 227. 229. Andere Vrbdgn der Art sind bei den betreffenden Präpositionen erwähnt. Aus Il. 22, 161 περὶ ψυχῆς Ἕκτορος ϑέειν, laufen, wettrennen um Hektors Leben, ist die Verbindung τὸν περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ϑεῖν Her. 8, 74 zu erkl. u. τὸν περὶ τῆς ψυχῆς (sc. δρόμον) ϑεῖν, vgl. 8, 140; πόλει ϑεούσῃ τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Gefahr laufen, Plut. Fab. 26 (vgl. τρέχειν). – Von Vögeln, ϑεύσονται δρόμῳ Ar. Av. 207. – Von unbelebten Dingen, von Schiffen, ἡ δ' ἔϑεεν κατὰ κῠμα Il. 1, 483 Od. 2, 429, von dem losgerissenen Felsblocke, ἀσφαλέως ϑέει ἔμπεδον Il. 13, 141, von der umlaufenden Töpferscheibe, 18, 601, von der Wurfscheibe, ϑέων ἀπὸ χειρός, aus der Hand fliegend, Od. 8, 193. – Auch von Dingen, die sich nicht bewegen, φλὲψ ἀνὰ νῶτα ϑέουσα διαμπερές Il. 13, 547. wie auch wir "die den Rücken hinauflaufende Ader" sagen. Bes. von dem Kreisförmigen, das in sich selbst zurückläuft, ἄντυξ, ἣ πυμάτη ϑέεν ἀσπίδος, der zu äußerst am Schilde umlaufende, Rand, Il. 6, 118, vgl. 20, 275; ὀδόντες λευκὰ ϑέοντες, die sich weiß im Munde hinziehenden Zähne, Hes. Sc. 146. 224. – Von den Tragg. hat das Wort nur Eur., Ion 1217 Suppl. 702; Ar. Vesp. 854, οὔτε ϑέομεν οὔτ' ἐλαύνομεν Eccl. 109; in Prosa, vom Wettlauf, ἐν Ὀλυμπίᾳ ϑεόντων ἵππων Plat. Legg. VII, 822 b.
-
19 νῑκάω
νῑκάω, fut. νικήσω, die Annahme des att. fut. νικῶ beruht auf Pallad. 52 (XI, 288), wo νικῶσιν aber als praes. zu fassen ist; siegen, besiegen; – 1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404; ὁ μὲν ἂρ μύϑοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, öfter; νικήσας, der Sieger, 3, 138; ἐν Πυϑίοισι νικᾶν, Pind. N. 2, 9, u. oft vom Sieger in den Kampfspielen; δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σϑένει, N. 10, 48. Häufig steht das praes. in der Bdtg Siegersein (gesiegt haben), ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν, Ol. 11, 17; dah. in den Angaben. der Sieger bei den Scholl. u. sonst gew, ἐνίκα, νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών, Aesch. Ag. 305; νικᾶσϑαι, unterliegen, Spt. 496; ἐξαμαρτεῖν u. νικᾶν einander entgeggstzt, Soph. Phil. 95; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen, Ar. Av. 445; vgl. νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch, Plat. Legg. VII, 801 a; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν, es ist besser, Polit. 303 b; vgl. über die Bdtg des praes. Krüger zu Xen. An. 1, 10, 4, wo er auch Thuc. 7, 11 μάχῃ τῇ πρώτῃ νικᾶται ὑφ' ἡμῶν anführt, er ist besiegt worden; bei Dem. Lpt. 74 steht νικῶν neben παρακρουσόμενος; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rath siegte, behielt die Oberhand, Od. 10, 46; νικᾷ τὸ κέρδος, Aesch. Ag. 560; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch, Thuc. 2, 12 u. Folgde oft; δόξα, Plat. Gorg. 487 c; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18; vgl. ὅ, τι ἂν νικῴη ἐν τῷ κοινῷ τοῦτο κύριον εἶναι, Hell. 6, 5, 6; τὸ νικῆσαν ψήφισμα, Dem. 24, 27; u. ähnl. τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν, Soph. Ant. 233, vgl. 274; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend, Her. 3, 82; – auch = einen Proceß gewinnen, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 545, vgl. 558; oft bei den Rednern, selbst ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Proceß wegen der Erbschaft, Dem. 43, 32. – 2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen, τινά, von Hom. an überall; μάχῃ νικῶντες Ἆχαιούς, Il. 16, 79; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe, 20, 410, wie 23, 756; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν, 9, 130; ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων, 15, 284; neben κρείσσων γενέσϑαι, 3, 71 Od. 18, 46; auch von Leidenschaften, νόον νίκησε νεοίη, Il. 23, 604, von Fehlern, Umständen, die Einen wozu zwingen; so auch Tragg.; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, Aesch. Eum. 88, überwältigen; so ὕπνῳ, κέρδεσιν νικώμενος, Ag. 282. 333, wie ξυμφορᾷ νικωμένη Eur. Med. 1195; – auch c. gen., ἱμέρου νικώμενος, Aesch. Suppl 983; bes. bei Personen, statt ὑπό τινος, κρεισσόνων νικώμενος, Eur. Med. 316 Troad. 23 I. A. 1357; ἢν ταῦτα νικηϑῇς ἐμοῦ, Ar. Nubb. 1088; vgl. κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος, Soph. Ai. 1332, also wie ἡσσάομαι construirt; Plat. vrbdt auch νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνϑρώπους, Conv. 213 e; Xen. mit dem partic., ἔςτε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, An. 1, 9, 11, vgl. Ages. 9, 7 Mem. 2, 6, 35, im Abwehren. – Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt, wie in dem homerischen Beispiele νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen, wie νικῶσα νίκην τίνα Eur. Suppl. 1060; von Kampfspielen so, Is. 6, 60; auch Plat. Rep. V, 465 d; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er, Il. 4, 389; ähnl. νικᾶν τὴν δίκην, Eur. El. 955, wie Ar. Vesp. 581; δίκας, Equ. 93; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen, Vesp. 594, vgl. Nubb. 432; so auch Her. Ἱππίεω δὲ γνώμην νικήσαντος, 1, 61; οἱ νικῶντες τὰς γνώμας περὶ τούτων, Plat. Gorg. 456 a; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen, Thuc. 1, 126, wie oft bei Luc. u. Paus.; ταύτην τὴν Ὀλυμπιάδα ἐνίκα στάδιον u. ä.; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen, Plat. Lach. 191 c u. öfter, wie Xen. u. Folgde; auch ἐνίκησαν τὴν ναυμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους, Aesch. 3, 181; νικήσας τοὺς Ἀϑηναίους τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην, Pol. 5, 10, 1, neben μάχῃ, was sich bei denselben Schriftstellern eben so oft findet.
-
20 ὁρμάω
ὁρμάω, 1) trans., in Bewegungsetzen, antreiben, anregen, εἰς πόλεμον, Il. 6, 338 (wie Thuc. 1, 127), ποτὶ κλέος, Pind. O. 11, 21; ἦ ῥά σε Ἄρτεμις ὥρμασε – ἐπὶ βοῦς ἀγελαίας, Soph. Ai. 175; Καδμείαν μέριμναν ὁρμήσασ' ἐπ' ἔργον, Eur. Phoen. 1071; στρατὸν ἐπί τινα, Her. 8, 106, vgl. 1, 76; ἐφ' ὃ ἡ Μοῦσα αὐτὸν ὥρμησεν, Plat. Ion 534 c, vgl. Rep. V, 466 b; c. inf., Phaedr. 255 d; auch von Sachen, πόλεμον, erregen, Od. 18, 376. Daher pass. angetrieben werden, ὁρμηϑεὶς ϑεοῦ, von einem Gotte angereizt, Od. 8, 499, vgl. 4, 282. 13, 82 (doch s. den aor. auch unten beim med.; πρὸς ϑεῶν ὡρμημένος, Soph. El. 70; τοὺς ὑπὸ τούτου τοῦ ἔρωτος ὡρμημένους, Plat. Conv. 181 d. – 2) häufiger intr., wobei man ἑαυτόν ergänzen kann, sich in schnelle Bewegung setzen, ἴρηξ, ὃς ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο, Il. 13, 64, der sich aufschwingt einen andern Vogel zu verfolgen (= ὦρτο πέτεσϑαι ib. 62); ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε Ἅχιλλεὺς στῆναι ἐναντίβιον, so oft er sich in Bewegung setzte, sich anschickte, versuchte, Widerstand zu leisten, 21, 265, wie ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων ἀντίον ἀΐξασϑαι, 22, 194, so oft er losfuhr, gegen die Thore anzudringen, u. so öfter c. inf. von dem ersten innern Antriebe, Vorsatze, Etwas zu unternehmen; ἤδη νίκην ὁρμῶντ' ἀλαλἀξαι, Soph. Ant. 133; στρατεύεσϑαι, Her. 7, 150; Folgde, wie Plat. Phaedr. 251 b Rep. IV, 452 b Conv. 190 a; Xen. An. 3, 4, 44; – sich schnell darauf losstürzen, darauf losstürmen, zum Angriff, sowohl τινός, auf Einen, ὁππότε Τρώων ὁρμήσειε, Il. 4, 335, als ἐπί τινα, Hes. Sc. 403 Her. 1, 1, u. ἐς μάχην, Aesch. Pers. 386, wie εἰς ἀγῶνα Eur. Phoen. 266; ὁρμᾶν πύργωμα ἔπι, Suppl. 1219, εἰς πατρὸς δόμους, Med. 1178; ϑεία ἡ ὁρμή, ἣν ὁρμᾷς ἐπὶ τοὺς λόγους, Plat. Parm. 135 d; auch von leblosen Dingen, δόξης ἐπὶ τὸ ὀρϑὸν ὁρμώσης, Phaedr. 238 b; ἐφ' ὅγε μέρος ὥρμηκεν ἡμῖν ὁ λόγος, Polit. 264 e; oft auch absolut, ὥςπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν, Prot. 314 b; vgl. ὅπῃ ἄν τις ὁρμήσῃ, τοιαῦτα καὶ τὰ ἑπόμενα εἶναι, wie Einer beginnt, Rep. IV, 425 b; εἰς τὸ διώκειν ὁρμήσαντες, Xen. An. 1, 8, 25; ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ' αὐτούς, 4, 3, 31, öfter; auch ὁδόν, einen Marsch beginnen, 3, 1, 8; ὁρμᾶν τὴν στρατείαν, Cyr. 8, 6, 20; u. so oft bei Pol., τὴν ἡδίω τῶν ὁδῶν ὥρμησε 12, 27, 2, πρὸς τὰς ἐπιβολάς 1, 3, 9, u. c. inf., διαβαίνειν ὥρμησαν εἰς Σικελίαν 1, 5, 2, ἐπὶ τὸ συνεμβαίνειν 1, 20, 7, öfter; ὡρμηκότες ἐπὶ τὸ σκοπεῖν, Xen. Mem. 3, 7, 9; Sp., πρὸς τὰ κάλλιστα ὥρμησα, Luc. Somn. 18, u. Plut. oft. – So bes. im pass. oder med. durch einen Andern oder sich selbst angetrieben werden, darauflosstürzen, sowohl τινός, auf Einen, Πηλείδης δ' ὡρμήσατ' Ἀγήνορος, er stürzte sich auf den Agenor, griff ihn an, Il. 21, 595, vgl. 14, 488, als ἐπί τινι, Od. 10, 214, μετά τινος, hinter Einem hereilen, Il. 17, 605, u. mit Präpositionen, die den Ort, von wo aus man eilt, bezeichnen, ὡρμᾶτ' ἐκ ϑαλάμοιο, sie eilte aus dem Schlafgemach, Il. 3, 142, vgl. 9, 178; u. so in Prosa, von einem Punkte aus aufbrechen, bes. von einem Feldherrn, mit seinem Heere ausrücken, Her. 1, 36. 8, 112 u. öfter; vgl. ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι τοὺς ἰχϑύας αἱρέουσι, 3, 98; πάντα ἔφη ἐκ τῆς ψυχῆς ὡρμῆσϑαι καὶ τὰ κακὰ καὶ τὰ ἀγαϑὰ τῷ σώματι, Plat. Charmid. 156 e; περὶ τῆς ἀρχῆς διαλεγόμενος καὶ τῶν ἐξ ἐκείνης ὡρμημένων, und über das, was davon ausgeht, Phaed. 101 e; auch von Flüssen, entspringen, ποταμοὺς ἄνωϑεν ἐκ τῆς Ἴδης ὡρμημένους, Legg. III, 682 b; vgl. noch ἡ πρώτη βλάστη καλῶς ὁρμηϑεῖσα, hervorgebrochener Keim, VI, 765 e, u. τὰ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὑποϑέσεως ὁρμηϑέντα, Phaed. 101 d; ἀπό, ἔκ τινος, Xen. An. 1, 2, 5. 5, 9, 23; ἐπολέμει ἐκ Χεῤῥονήσου ὁρμώμενος, indem er den Chersones zur Basis seiner Kriegsoperationen machte, 1, 1, 9, vgl. Hell. 1, 3, 4; ἐπὶ τὴν στρατείαν, Xen. Cyr. 1, 6, 1 u. öfter; Thuc. 3, 31, wo der Schol. erkl. ὁρμητήριον ἔχων; vgl. οὐκ ἀπὸ τοσῶνδε ὁρμᾶσϑαι, 1, 144; Pol. öfter; – auch das Ziel bezeichnend, εἰς ἐπάλξεις, Aesch. Spt. 31; ἐς ναῠν, Soph. Phil. 869; εἰς ἐπόψιον τόπ ον, Aut. 1097; ἐφ' ὑμᾶς, feindlich, Ai. 47; δεῠρο, 1203; u. mit dem bloßen accus., O. C. 1572; πρὸς δόμους, Eur. Hipp. 1152; εἰς ϑάλασσαν ποσίν, I. T. 1407; εἰς δόμους, Bacch. 1164; auch εἰς φυγήν, Rhes. 193; ὁρμέατο (ὥρμηντο) ἐπὶ τὸ ἱερόν, sie machten sich auf nach dem Tempel, Her. 8, 35; ἐπ' ἀλήϑειαν ὁρμωμένης ψυχῆς, Plat. Soph. 228 c; πρὸς τὴν ἡδονὴν ὥρμηται ἡ ποίη-σις, Gorg. 502 c. – Cum inf. = sich in Bewegung setzen, sich aufmachen, Etwas zu thun, μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται, daß sie sich nur nicht aufmachen, um zu fliehen, Il. 8, 511; διώκειν ὡρμήϑησαν, 10, 359; ὡρμήϑη κόρυϑα κρατὸς ἀφαρπάξαι, er eilte, den Helm vom Haupte zu reißen, 13, 188; ἦτορ ὡρμᾶτο πολεμίζειν, das Herz fühlte sich getrieben zu kämpfen, 21, 272; ὁρμᾶται αἶνον ϑέμεν, Pind. N. 1, 5; häufiger in Prosa, λόγον ὥρμητο λέγειν, d. i. er hatte angefangen, Her. 3, 50; ὁρμέατο ἐκδιδόναι, 1, 158, vgl. 7, 22; ὁρμέατο βοηϑέειν, sie eilten ihnen zu Hülfe zu kommen; αὖϑις ὡρμᾶτο ἰέναι, Plat. Theag. 129 b; τῆς ἀνϑρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προϑύμως τι πρᾶξαι, Thuc. 3, 45; Folgende. – Oft auch absolut, aufbrechen, eilen, bes. um anzugreifen, Il. 13, 182. 496. 526. 559; ἥ μιν ἔπειτ' ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηϑῆναι, Od. 12, 126, oft; auch mit dem Zusatz ἔγχεϊ, ξυστοῖς, ξίφεσι, mit dem Speere, den Schwertern angreifen, Il. 5, 855. 13, 496. 17, 530; u. übh. von jeder schnellen Bewegung, ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς, Aesch. Prom. 337, öfter, auch von leblosen Dingen, τὸ φέγγος ὁρμάσϑω πυρός, Eum. 983; ἐχϑρῶν δ' ὕβρις ἀτάρβητος ὁρμᾶται, Soph. Ai. 195, u. öfter, wie Eur.; ὁρᾷς ὁρμωμένους ἡμᾶς πάλαι προϑύμως, Ar. Plut. 257; ὁ λόγος ὥρμηται, die Sage hat sich schnell verbreitet, Her. 3, 56; ὡς φάτις ὥρμηται, Her. 7, 189; auch ὁ λόγος ὥρμητο λέγεσϑαι, 4, 16. 6, 86; Xen. u. Folgde, wie Pol. oft. – Die Form ὁρμώωνται, bei Opp. Hal. 1, 598, berechtigt nicht zur Annahme eines neuen Präsens ὁρμώω.
См. также в других словарях:
δρομώ — (I) και δρομάω (Α δρομῶ, άω) τρέχω νεοελλ. παίρνω δρόμο, πορεύομαι. (II) δρομῶ ( όω) (Α) επισπεύδω … Dictionary of Greek
δρομῶ — δρομόω hasten pres subj act 1st sg δρομόω hasten pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμω — δρόμος course masc nom/voc/acc dual δρόμος course masc gen sg (doric aeolic) δρομόω hasten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δρομόω hasten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμῳ — δρόμος course masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δρόμωι — δρόμῳ , δρόμος course masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… … Dictionary of Greek
κατωδρομώ — 1. τρέχω προς τα κάτω 2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του») 3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση τής νόσου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξο δρομώ, σταδιο δρομώ] … Dictionary of Greek
κενοδρομώ — κενοδρομῶ έω (Α) (κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek
κοινοδρομώ — κοινοδρομῶ, έω (Α) τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο δρομώ, ισο δρομώ] … Dictionary of Greek
κουφοδρομώ — (για νόσο) προσβάλλω κάποιον κρυφά, λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + δρομώ (< δρόμος), πρβλ. λοξο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek