Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔφῡν

См. также в других словарях:

  • ἔφυν — ἔφῡν , φύω bring forth aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) φύω bring forth aor ind act 3rd pl (epic) ἔφῡν , φύω bring forth aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • Сказуемое — (грамм.) обыкновенно выражается личною формою глагола, которая изображает признак во время его возникновения (Потебня). Этот признак может быть представляем связанным с определенным предметом (напр. трава зеленеет ), но может точно так же не… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste geflügelter Worte/N — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • επαμοιβαδίς — ἐπαμοιβαδίς και ἐπαμοιβαδόν (Α) επίρρ. 1. αμοιβαία («ὧς ἄρα πυκνοὶ ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς», Ομ. Οδ.) 2. εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβ αδίς (< αμείβω «ανταλλάσσω») τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας αμειβ ] …   Dictionary of Greek

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • συμφιλώ — έω, Α τρέφω αμοιβαία αισθήματα αγάπης για κάποιον («οὔ τοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῑν ἔφυν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλῶ «αγαπώ» (< φίλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»