-
21 μαχατάς
1 warriorκαὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον I. 7.31
-
22 Περικλύμενος
Περικλῠμενος son of Neleus, an Argonaut, defended Thebes against the Seven.1Περικλύμεν' εὐρυβία P. 4.175
δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα (sc. Ἀμφιαρέα)μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
-
23 πρίν
a adv., before ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Hermann: πρὶν ἔδεκτο cod. πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' Pae. 1.2
πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ ἀοιδὰ Δ. 2. 1. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 20. c. art.,ἦρ' ωλτ;γτ; φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b prep. c. gen., before “ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα πρὶν ὥρας” P. 4.43c conj.I before c. inf.ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92
τὸν μὲν πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.9
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinxerunt codd.: post ἆμαρ Bergk.: sc. γενέσθαι) P. 9.113 ( ἄκων)ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον, αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
ἧν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
κρύψεν δ' ἅμ ἵπποις, δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν, πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέλτ;γτ;ω νόημ Pae. 1.1
]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐς ευ[ Pae. 6.155
bc. ind., untilἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί, πρὶν Ὀλυμπιος ἁγεμὼν μίχθη O. 9.57
ἦ πόλλ' ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
-
24 πτερόν
-
25 τύπτω
1 strikeδουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν N. 9.26
ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάταισι τυπεὶς οἴχεται Καινεὺς Θρ... τὸν (sc. θησαυρὸν ὕμνων) οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι παμφόρῳ χεράδει τυπτόμενον (Dawes: -όμενος, -όμενοι codd.) P. 6.14 met.,ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53
-
26 φρίσσω
a bristle with c. dat.ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις P. 4.183
met.,οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 6.40
b shudder at, before c. acc.Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38
παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρῖξαν κύνες I. 1.13
c make to shiver καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν his breath shaken by gasps N. 10.74 part., abs., chilling,φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 18. -
27 γυμνός
A naked, unclad,γ. περ ἐών Od.6.136
, etc.;τὰ γ. Thphr.Char.4.4
: [comp] Comp.,Ἴρου γυμνότερος Procop.Gaz.Ep. 122
; γυμνὸν στάδιον, opp. ὁπλιτοδρόμος, Pi.P.11.49.2 unarmed,οὐδ' ὑπέμεινε Πάτροκλον, γυμνόν περ ἐόντ' ἐν δηϊοτῆτι Il.16.815
, etc.;γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν Plu.Fab.11
; parts not covered by armour, exposed parts,Th.
3.23, X.HG4.4.12; esp. right side (the left being covered by the shields), Th.5.10.71.3 of things bare, γ. τόξον an uncoveredbow,i.e. taken out of the case, Od.11.607;γ.ὀϊστός 21.417
;γ. μάχαιραι Theoc.22.146
;ξίφος A.R.1.1254
;γ. τῇ κεφαλῇ Pl.Phdr. 243b
.4 c.gen., stripped of a thing,κολεοῦ γ. φάσγανον Pi. N.1.52
, cf. X.Ages.2.14;κᾶπος [δένδρων] γ. Pi.O.3.24
;γ. ὀστράκων A.Fr. 337
;γ. προπομπῶν Id.Pers. 1036
(lyr.); (but alsoγ. τῶν ἀριστείων ἄτερ S.Aj. 464
): in Prose,γ. ὅπλων Hdt.2.141
(v.l.);ἡ ψυχὴ γ. τοῦ σώματος Pl.Cra. 403b
, cf. R. 577b, Grg. 523d: [comp] Comp.ἀνδριάντων -ότερος D.Chr.34.3
.5 lightly clad, i.e. in the undergarment only, Hes.Op. 391, Ar.Nu. 498, Pl.R. 474a, Luc.Herm.23;μικροῦ γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ D.21.216
; of horses, without harness, Arr. Cyn.24.3.6 of facts, naked, bald,γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων D.S.1.76
;γ. τὸ ἔργον διηγήσασθαι Luc.Tox.42
; ;γ. χρῆσθαι τῇ μιμήσει Demetr.Eloc. 112
. Adv. - ῶς baldly, Sch.A.Pers. 740.9 beardless, A.R.2.707.10 scalped, Archil.161.11 γυμνή· ἄνηβος, Hsch.12 prov. of impossibilities,γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις Pherecr.144
, Philem.12. (Akin to Skt. nagnás, Lat. nādus, etc.; cf. λυγνός.) -
28 διφρεύω
2 c.acc., drive over,δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr. 1010
(lyr.);νὺξ.. νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr. 114
.3 c. acc. cogn.,αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος.. κατ' αἰθέρα Id.Supp. 991
(lyr.);ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33
.4 = διακαθίζω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρεύω
-
29 δρακόντειος
δρᾰκόντειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρακόντειος
-
30 θέω
θέω (A), [dialect] Ep. also [full] θείω, Il.6.507, 10.437 (in [dialect] Att. the syllables εο, εου, εω are not [var] contr.); [dialect] Ep. subj.Aθέῃσι 22.23
; [ per.] 3sg. [tense] impf.ἔθει Od.12.407
and later,ἔθεε Il.1.483
, Hdt.1.43 (and in later Prose, D.S.16.94); [dialect] Ep.θέε Il.20.275
, Hes.Sc. 224; [dialect] Ion. [tense] impf.θέεσκον Il.20.229
: [tense] fut.θεύσομαι 23.623
, Ar.Eq. 485,Av. 205, ([etym.] ὑπο-) Pi.P.2.84, ([etym.] ἀντι-) Hdt. 5.22, ([etym.] μετα-) X.Cyn.6.22;θεύσω Lyc.1119
: [tense] aor. 1 ἔθευσα ([etym.] δι-) Vett.Val.345.35, part.θεύσας IGRom.4.1740
([place name] Cyme):—the other tenses are supplied by τρέχω and Δρέμω : ( θεϝ-, Skt. dhávate):— run, ποσί, πόδεσσι, Od.8.247, Il.23.623;βῆ δὲ θέειν 17.698
; ; ποῖθεῖς; Ar.V. 854; θᾶττον θανάτου θεῖ [ἡ πονηρία] Pl.Ap. 39b;ὁ βραδέως θέων Id.Hp.Mi. 373d
; of horses, Id.Cra. 423a;ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Id.Lg. 822b
: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα, came running, Il.6.54, 394, etc.; ἷξε θέων, of a person on ship-board, Od.3.288; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.12.343, etc.2 περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι to run for a tripod, 11.701: metaph. (cf.τρέχω 11.2
), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, 22.161;θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Hdt.8.140
.ά; θ. < τον> περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ib.74;περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Paus.6.18.3
.3 metaph.,θ. ἐς νόσους Pl.Lg. 691c
;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Id.R. 417b
;θεῖν παρὰ τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plu. Fab.26
.II of other kinds of motion, as,1 of birds,θεύσονται δρόμῳ Ar.Av. 205
.2 of things, run; of ships,ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il.1.483
, cf. X.HG6.2.29; of a potter's wheel, Il.18.601; of a rolling stone, 13.141; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly.., Od.8.193.3 metaph.,δύναμις θαυμαστὴ ἐκεῖ θεῖ Plot.2.9.8
, cf. 6.5.11.III of things not actually in motion, [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il.13.547
; ;ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε Hes.Sc. 224
;γραμμῆς περὶ [σημεῖον] θεούσης Plot.6.5.11
.IV c. acc. loci, run over,τὰ ὄρη X.Cyn.4.6
, cf. 5.17;μέσσα θέων πελάγευς AP7.273
(Leon.), cf. 10.23 (Autom.);πλωτῶν γένος ὑγρὰ θεόντων Opp.H.3.183
.—The simple Verb is used in Trag. only by E. Ion 1217.------------------------------------θέω (B),A shine, gleam,ὀδόντων λευκὰ θεόντων Hes.Sc. 146
( λευκαθεόντων cj. Wackernagel); ὕλῃ χλωρὰ θεούσῃ cj. in Theoc.25.158;ποίην.. χλωρὰ θέουσαν IG14.1389i
i 24; cf. θοός (B), Λευκαθέα, λευκαθίζω. -
31 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
-
32 κήτειος
A of sea monsters,νῶτα Mosch.2.119
;γένυες Nonn.D.39.240
;πέλωρα Inscr.Perg.324.28
: generally, monstrous, Hsch.II Κήτειοι, οἱ, an unknown race in Mysia, Od.11.521, cf. Str.13.1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήτειος
-
33 κυρτιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτιάω
-
34 κυρτόω
A hump up, make convex, κυρτῶν νῶτα, of a bull preparing to charge, E.Hel. 1558; τὴν χεῖρα ὑπὲρ τοῦμετώπου κεκυρτωκότες Ath.14.629f
;καταιγίδες εἴς οὐρανὸν κυρτοῦς τὰ κύματα Lib.Or.59.138
;λαίφεα AP10.15
(Paul. Sil.); κ. ὀστοῦν make the skull bulge, Antyll. ap. Orib.46.27.6:—[voice] Pass.,κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν Od.11.244
;κυρτοῦσθαι ῥάχιν Opp.C.3.273
; of leeches, Opp.H.2.602: in Prose,οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους πιεζόμενοι ἄνω κυρτοῦνται ὥσπερ οἱ ὄνοι οἱ κανθήλιοι X.Cyr.7.5.11
; become hunchbacked, Sor.1.112: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐκυρτώσαντο bulged,δειρήν Nonn. D.37.564
. -
35 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
36 νηοφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηοφόρος
-
37 νόστος
νόστ-ος, ὁA, (νέομαι)
return home,Hom.
, esp. in Od.,νόστοιο τέλος γλυκεροῖο 22.323
;ν. μελιηδέα 11.100
, al.: freq. c. gen. pers.,Ἀχαιῶν ν. 1.326
, al.: c. gen. objecti, ὤλεσε.. νόστον Ἀχαιίδος lost his chance of returning to Greece, 23.68 ;γῆς πατρῴας ν. E.IT 1066
;ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Od.3.142
;ν. ἐς δόμους S.OC 1409
: in pl.,νόστοι ἐκ πολέμων A. Pers. 861
(lyr.);ὤμοι ἐμῶν ν. S.Aj. 900
(lyr.);οἰκτρὰ νόστοις αὐδά Id.El. 193
(lyr.): generally, return,νῆας ἔπι Il. 10.509
.2 generally, travel, journey, ἐπιμαίεο νόστου γαίης Φαιήκων to the land of the P., Od.5.344 ; ἐπὶφορβῆς ν. journey after (i. e. in search of) food, S.Ph.43 ; ν. πρὸς Ἴλιον, Ἰλίου πύργους ἔπι, E. IA 966, 1261.3 as pr. n. Νόστοι, the homeward journeys of the Greek heroes after the taking of Troy, title of Cyclic Epic, Paus. 10.28.7, etc. ; of a work by Anticlides, Ath.11.466c. -
38 παρατίθημι
Aπαρατίθω PMag.Par.1.333
, Tab.Defix.Aud. 26.27) ; [ per.] 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73 : [tense] impf.- ετίθει Ar.Ach.85
, Eq. 1223 : [tense] aor. [voice] Act. παρέθηκα, [voice] Med. παρεθέμην : [tense] pf. παρατέθεικα : in [dialect] Att. παράκειμαι generally serves as the [voice] Pass. :— place beside,πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177
, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc. ; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40
(Rosetta, ii B. C.).b. freq. of meals, set before, serve up,σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810
, cf. 9.90 (tm.) ;ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192
; ; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66
;νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408
;ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779
, cf. Od.9.517 (tm.) ; : c. gen.,τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73
, cf. 1.119 ([voice] Pass.) ;παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31
; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Id.Cyr.8.8.20 ; τὰ παρατιθέμενα meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16 : in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal,σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11
(Epid., v/iv B. C.).c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105.2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ.. θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν ) oh that they would place power at my disposal !, Od.3.205 ; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c ;π. αὐτοῖς.. ἀναγιγνώσκειν.. ποιήματα Id.Prt. 325e
:—[voice] Med., expose for sale, Arist.HA 622b34.3. place upon,στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th. 577
(nisi leg. περίθηκε).4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14 ; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή.. POxy. 2110.6 (iv A. D.) ; allege, produce, Is.9.32 ;ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79
K.;παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24
:—[voice] Med., v. infr. B. 5.5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a ; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6 ; set side by side, compare,τινά τινι Plu.Demetr.12
.b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. ([voice] Pass.).6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2.B. [voice] Med., set before oneself, have set before one,ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105
codd., cf. 19.150, 24.140 ;σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390
;τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130
;σῖτον X.Cyr.8.6.12
; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20 ; have meat set before others,ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506
; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσα .. Plu.Per.26.2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge,τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686
. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16 ;τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71
(iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to,τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22
; commend or commit into another's hands,εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46
;τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23
, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19 ; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.).b. store up in one's mind,ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8
.3. venture, stake, hazard,σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237
; , cf. Tyrt. 12.18.4. apply something of one's own to a purpose, employ it,ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd. 65e
.5. cite in one's own favour, cite as evidence or authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a ; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.) ; ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.) ;ψήφισμα Plu.2.833e
, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention,ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9
; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22 : abs., quote instances, ib. 52.7,al.:—rarely in [voice] Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v. l. in Id.Comp.23.6. affix, apply a name,τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4
.7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατίθημι
-
39 πατέω
πᾰτ-έω, Delph. [full] βᾰτέω Plu.2.292e ; [dialect] Aeol. [full] μάτημι [pron. full] [ᾰ] Sapph.54: ([etym.] πάτος):—A tread, walk,π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85
;πρὸς βωμόν A.Ag.
1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ;π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19
:—[voice] Pass.,οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14
.II trans., tread on, tread,πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph.
l. c.;πορφύρας πατεῖν A.Ag. 957
;δωμάτων πύλας Id.Ch. 732
; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; , cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn,π. τὰ θέρη PFlor. 150.5
(iii A.D.) ;κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy. 988
(iii A.D.) ;π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5
(ii A.D.).2 walk in, i.e. dwell in, frequent,Λῆμνον πατῶν S.Ph. 1060
;γαῖαν Theoc.18.20
;π. πόντον Opp.C.2.218
;νῶτα ἁλός AP7.532
(Isid.) ; rarely of vehicles,τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25
: metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag. 1193 ;ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del. 248
; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av. 471 ; τὸν Τεισίαν.. πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—[voice] Pass., to be hackneyed,τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10
; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345, 444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ;τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6
.3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr. 248a, etc. ; ;πόλιν Apoc.11.2
: abs.,πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562
: metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag. 1357, S.Ant. 745 ;τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377
:—and in [voice] Pass.,τὰ.. δίκαια.. λάγδην πατεῖται S.Fr. 683
, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu. 110. -
40 πέμπω
Aπέμπεσκε Hdt.7.106
: [tense] fut.πέμψω Od.5.167
, etc.; [dialect] Dor.πεμψῶ Theoc.5.141
; [dialect] Ep.inf.πεμψέμεναι Od.10.484
: [tense] aor. ἔπεμψα, [dialect] Ep.πέμψα Il.1.442
, 21.43, etc.: [tense] pf.πέπομφα Th.7.12
, X.Cyr.6.2.10, D.4.48 : [tense] plpf. ἐπεμπόμφει, [dialect] Ion. - εε, X.Cyr.6.2.9, Hdt.1.85 :—[voice] Med. (not in early Prose, exc. in compds. ἀπο-, μετα-, προ-πέμπομαι), [tense] fut. πέμψομαι only f.l. in E. Or. 111 : [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.πεμφθήσομαι Str. 1.1.4
, Plu.Demetr.27 : [tense] aor.ἐπέμφθην Pi.N.3.59
, S.El. 1163, etc.: [ per.] 3sg.[tense] pf. , ([etym.] προ-) Th.7.77; part.πεπεμμένος D.23.159
, Luc. Alex.32, D.C.50.13: [tense] plpf.ἐπέπεμπτο Id.36.18
, ([etym.] προὐπ-) Th.8.79 (cj.):— send, freq. of persons, as messengers, spies, etc., Il.3.116, A.Th.37, Hdt.7.15, etc.; of troops, A.Pers.34 (anap.), Th. 470 : c. dupl. acc., ὁδὸν π. τινά send one on a journey, S.Aj. 739, cf.El. 1163 ([voice] Pass.); also of things,πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν Od.5.167
, etc.; π. γράμματα, ἐπιστολήν, Pl.Ep. 310d, 323b; in letters, in the epistolary aorist, Th.1.129, X. An.1.9.25, LXX2 Es.4.14; π. κακόν τινι send one evil, Il.15.109;π. παραβᾶσιν Ἐρινύν A.Ag.59
(anap.); ποινάς, ζημίαν, Id.Eu. 203 (dub.), E.Fr. 506;ψόφον π. ἔσω Id.IT 1308
; ὕπνον, ὀνείρατα, S.Ph.19, El. 460; freq. of omens, π.οἰωνόν, τέρατα, Il.24.310, X.Mem. 1.4.15, cf. Smp. 4.48; ; alsoἱκεσίους π. λιτάς Id.Ph. 495
; π. ἀρωγάς, ἀλκάν, A.Eu. 598, S. OT 189(lyr.):—Constr.:1 c. acc. of place to which, π. τινὰ Θήβας, ἀγρούς, Id.OC 1770 (anap.), OT 761 : also c. dat., (anap.): but usu. with Preps., ἐς Τροίην, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, etc., Il.6.207, Od.5.37, etc.;π. εἰς Ἀΐδαο Il.21.48
;δόμον Ἄϊδος εἴσω Od.9.524
; π. εἰς διδασκάλων send to school, Pl.Prt. 325d (so πέμπειν alone, Ar.Fr. 216); π. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης over.., Od.4.560, etc. ; π.ἐπὶ Θρῃκῶν ἵππους to them, Il.10.464; but πέμπειν ἐπί τι send for a purpose,ἐπ' ὕδωρ Hdt.5.12
;ἐπὶκατασκοπήν X. Cyr.6.2.9
(π. εἰς κ. S.Ph.45);π. ἀρωγὴν ἐπὶ νίκην A.Ch. 477
codd. (anap.); π. ἐπί τινι send to him, Il.2.6; against.., A.Ag. 61 (anap.), etc.; for a purpose,ἐπὶ πολέμῳ X. HG4.8.17
; περί τινος about something, Th.1.91, X.Cyr.6.2.10; ὑπέρ τινος Epist. Philipp. ap.D.12.12; παρά or πρός τινα to some one, Th.2.81, X.An.5.2.6;ὥς τινα Th.8.50
.2 folld. by Advbs., οἴκαδε, οἶκόνδε, Od.19.281, 24.418;ὅνδε δόμονδε Il.16.445
;θύραζε Od.9.461
;πόλεμόνδε Il. 18.452
, etc.; ἕταρον γὰρ.. πέμπ' Ἄϊδόσδε was conducting or convoying Patroclus to Hades, 23.137.3 folld. by inf. of purpose,τὴν.. ἅρμασι π. νέεσθαι Od.4.8
;ἕπεσθαι Il.16.575
;ἰέναι Od.14.396
;ἱκανέμεν 4.29
;ἄγειν 24.419
;φέρειν Il.16.454
; φέρεσθαι ib. 681 ; ; send word,πέμπεις.. σῇ δάμαρτι, παῖδα σὴν δεῦρ' ἀποστέλλειν E.IA 360
; πέμπουσιν οἱ ἔφοροι.. στρατεύεσθαι sent him orders to march, X.HG3.1.7 : also c. part.,κήρυκας π. ἀγγέλλοντας IG 12.76.22
: the place from which is expressed by ἀπό or ἐκ, Il.16.447, Od.11.635, etc.4 abs., ;πέμπει κελεύων Th.1.91
, 2.81;ἐκέλευε.. πέμπων X. An.2.3.1
;ἔπεμπε πρὸς Κῦρον δεόμενος Id.Cyr.1.5.4
;ἔπεμπον ἐρωτῶντες Id.An.6.6.4
, etc.5 send forward, nominate a person for a post, ὀνόματα Wilcken Chr.28.20 (ii A.D.) :—[voice] Pass., ib.392.7 (ii A.D.).II send forth or away, dismiss, send home,τὸν ξεῖνον Od.7.227
, al.: less freq. in Il., as 24.780; χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν 'welcome the coming, speed the parting guest', Od.15.74 ;ὑπέδεκτο καὶ πέμπε 23.315
; of the father who sends off his daughter to go to her husband, c. dat., 4.5 ;π. τινὰ ἄποικον S.OT 1518
, etc.2 of missiles, discharge, shoot, : metaph.,ὄμματος.. τόξευμα A. Supp. 1005
: abs.,οἱ πολλάκις πέμποντες ἔστιν ὅτε τυγχάνουσι τοῦ σκοποῦ Eun. VS p.495
B.III conduct, escort, Il.1.390, Od.14.336, S.Tr. 571, etc.; freq. of Hermes and other gods, Od.11.626, A. Eu. 12, Supp. 219; ὁ πέμπων abs., of Hermes, S. Ph. 133 (cf.πομπός, πομπαῖος, etc.); of a ship, convey, carry, Od.8.556, cf. A.Supp. 136(lyr.); (lyr.), cf. Pi.P.4.203 ([voice] Pass.).2 πομπὴν π. conduct, or take part in, a procession, Hdt.5.56, Ar. Ec. 757, Th.6.56, Lys. 13.80, D.4.26, etc.; π. χορούς move in dancing procession, E.El. 434(lyr.); Παναθήναια π. Men. 494, Philostr. VA4.22 :—[voice] Pass., φαλλὸς Διονύσῳ πεμπόμενος carried in procession in his honour, Hdt.2.49, cf. Plu.Aem. 32, Demetr.12;τῆς πομπῆς ὅπως ἂν ὡς κάλλισταπεμφθῇ IG12.84.27
;χορὸς ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος X. Mem.3.3.12
.IV send as a present, εἵματα, σῖτον, Od. 16.83,4.623; π. δῶρα, σκῦλα, ξένια, Hdt.7.106 ([voice] Act. and [voice] Pass.), S.Ph. 1429, X.Cyr.3.1.42.B [voice] Med., πέμπεσθαί τινα send for one, S.OC 602, ubiv. Sch.; τί χρῆμ' ἐπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων πόδα; E.Hec. 977.
См. также в других словарях:
νώτα — τα (ΑΜ νῶτα) βλ. νώτο … Dictionary of Greek
νώτα — τα 1. το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος, αλλ. πλάτες: Μου γύρισε τα νώτα. 2. τα πίσω τμήματα στρατιωτικής παράταξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νῶτα — νῶτον back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑκατὸν πληγαὶ ἐπὶ νῶτα ἑτέρου οὐδέν εἰσι. — См. На чужой спине беремя легко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νῶθ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ … Dictionary of Greek
плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek