Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μάτημι

См. также в других словарях:

  • μάτημι — (I) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματεύω. (II) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματώ (III) …   Dictionary of Greek

  • ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • ματώ — (I) ματῶ, άω (Α) [μάτη] 1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.) 2. είμαι μάταιος, ανώφελος 3. αποτυγχάνω σε κάτι. (II) ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) (σπάν.τ.) βλ. ματεύω. (III) ματῶ, έω, αιολ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • men-2 —     men 2     English meaning: to step, tread over, press     Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken”     Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»