-
1 μάτημι
A = ματεύω, in [ per.] 2sg. [tense] pres.μάτης, ἐξ ἑτέρω ἕτερον μ. Theoc.29.15
:—[voice] Pass., [dialect] Ion. ματεῖσθαι, = ζητεῖσθαι, Hp. ap. Erot. (Hsch. has ματεῖ· ζητεῖ.)------------------------------------------- -
2 μάτημι
-
3 πατέω
πᾰτ-έω, Delph. [full] βᾰτέω Plu.2.292e ; [dialect] Aeol. [full] μάτημι [pron. full] [ᾰ] Sapph.54: ([etym.] πάτος):—A tread, walk,π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85
;πρὸς βωμόν A.Ag.
1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ;π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19
:—[voice] Pass.,οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14
.II trans., tread on, tread,πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph.
l. c.;πορφύρας πατεῖν A.Ag. 957
;δωμάτων πύλας Id.Ch. 732
; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; , cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn,π. τὰ θέρη PFlor. 150.5
(iii A.D.) ;κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy. 988
(iii A.D.) ;π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5
(ii A.D.).2 walk in, i.e. dwell in, frequent,Λῆμνον πατῶν S.Ph. 1060
;γαῖαν Theoc.18.20
;π. πόντον Opp.C.2.218
;νῶτα ἁλός AP7.532
(Isid.) ; rarely of vehicles,τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25
: metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag. 1193 ;ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del. 248
; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av. 471 ; τὸν Τεισίαν.. πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—[voice] Pass., to be hackneyed,τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10
; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345, 444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ;τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6
.3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr. 248a, etc. ; ;πόλιν Apoc.11.2
: abs.,πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562
: metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag. 1357, S.Ant. 745 ;τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377
:—and in [voice] Pass.,τὰ.. δίκαια.. λάγδην πατεῖται S.Fr. 683
, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu. 110. -
4 ματεύω
Grammatical information: v.Meaning: `search, seek, strive to' (Ξ 110);Other forms: ματέω in μάτης (Theoc. 29, 15; Aeol. *μάτημι), ματεῖ ζητεῖ, ματῆσαι μαστεῦσαι, ζητῆσαι, μάσσαι ζητῆσαι H., ματεῖσθαι ζητεῖσθαι (Hp. ap. Erot.).Compounds: Also with preflx ἐσ- ματέομαι, - μάσασθαι (Hp.), ἐμ-, κατ-εμ-ματέω (Nik.) `feel in, stick in (the hand, the sting)'.Derivatives: μάτος n. `investigation' (Hp. ap. Gal.), ματήρ ἐπίσκοπος, ἐπιζητῶν, ἐρευνητής with ματηρεύειν μα\<σ\> τεύειν, ζητεῖν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: To ματέω, from where prob. secondarily ματεύω (cf. Schwyzer 732), agree formally δατέομαι, πατέομαι; so we have probably to start from a nominal τ-stem (see Schwyzer 705 f.; cf. also Bechtel Lex. s. ματεύω). The verbal nouns ἄ-δασ-τος, ἄ-πασ-τος have a parallel in ἀ-προτί-μαστος; to the aorists δάσ(σ)ασθαι, πάσ(σ)ασθαι comform - μάσ(σ)ασθαι, μάσσαι. So the verbal σ-forms just like the nominal μαστύς, μαστήρ, μάστιξ etc., also μάσμα, can be connected with ματέω. From these σ-forms also μαστεύω may have got its σ. With δατέομαι: δαίομαι compare ματέω: μαίομαι. But while we have for the explanation of δαίομαι certain comparanda outside Greek, μαίομαι has no certain analysis; cf. s. v.Page in Frisk: 2,184Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ματεύω
См. также в других словарях:
μάτημι — (I) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματεύω. (II) μάτημι (Α) (αιολ. τ.) βλ. ματώ (III) … Dictionary of Greek
ματεύω — και ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) 1. μαστεύω, αναζητώ, ανιχνεύω, ψάχνω («ματεύει δ ὧν ἀνευρήσει φόνον», Αισχύλ.) 2. επιζητώ να πράξω κάτι, αγωνίζομαι να κάνω κάτι («μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι», Πίνδ.) 3. ερευνώ, εξετάζω («εἰ δ ἄρα μὴ κνώσσων τὺ τὰ… … Dictionary of Greek
ματώ — (I) ματῶ, άω (Α) [μάτη] 1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.) 2. είμαι μάταιος, ανώφελος 3. αποτυγχάνω σε κάτι. (II) ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) (σπάν.τ.) βλ. ματεύω. (III) ματῶ, έω, αιολ. τ.… … Dictionary of Greek
men-2 — men 2 English meaning: to step, tread over, press Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken” Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… … Proto-Indo-European etymological dictionary