-
41 πρόσθιος
A foremost, opp. ὀπίσθιος, οἱ π. πόδες (v.l. for ἐμπρ- ) the fore-feet, Hdt.2.69;π. πούς X.Cyn.9.19
, etc.; τὰ π. κῶλα (v.l. for ἐμπρ-) Pl.Ti. 91e, etc.;τὰ π. σκέλη Arist.PA 688a3
; freq. τὰ π. alone, the front parts, opp. τὰ ὀπίσθια, Id.HA 493a11, al.; opp. τὰ πρανῆ, Id.GA 720a14; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting the fore-feet to my hands, E.Rh. 210;οἱ π. ὀδόντες Arist.HA 501a13
, al.; σιαγόνες δύο, τὸ π. γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς ib. 492b22; τοῦ χοροῦ (prob. for τοὺς χοροὺς) τοὺς π. the front row of teeth, Ar.Ra. 548 (lyr.);π. θρίξ Achae.10.2
; π. τραύματα wounds in front, AP9.279 (Bass.); οἱ κίονες οἱ π., ὁ π. τοῖχος, the front row of columns, wall, IG22.1682.4, 1668.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθιος
-
42 συμφυής
συμφῠής, ές,A born with one, congenital, natural,ὕδωρ.. εἴτ' ἐπακτὸν εἴτε συμφυές Arist.Mete. 382b11
;συμφυέστερον ἀνελευθερία.. τῆς ἀσωτίας Id.EN 1121b14
;σ. κακά Plb.6.4.8
. Adv., συμφυῶς ἔχειν πρὸς ἄλληλα to be naturally related, Arist.Phgn. 805a10, cf. Ael.NA12.27.II grown together, naturally united, of the embryo in the womb, Arist.GA 737b17; of the shells of bivalves, opp. μονοφυής, Id.HA 525a22, Fr. 304; of roots or branches, Thphr.HP5.2.4, al.; also σ. λίθος compact, solid, Id.CP3.6.5;τοῖχος D.S.2.49
.2 c. dat., attached, adhering, ἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ., of the crocodile, Arist.PA 660b28; ;μῆλον.. σ. ἀκρεμόσιν AP6.252
(Antiphil.): abs., forming one body, coalescing, of the tongue of the τέττιξ, Arist.HA 532b12; of vision and the organ of vision, Pl.Ti. 45d, cf. Sph. 247d; of matter, cohesive, compact, Arist.GC 327a1, Ph. 255a12; τὰ συμφυέα the undivided ( median) organs, viz. tongue and nose, opp. διεστῶτα (eyes, arms, legs), Aret.SD1.7; τῷ κοινῷ συμφυεῖς organic parts of the commonwealth, Plu.Lyc.25.III rarely c. gen., γένος ἀνθρώπων σ. τοῦ παντὸς Χρόνου congenital or bound up with.., Pl.Lg. 721c; σ. ἡμῶν combined with us, Id.Ti. 64d.--Cf. σύμφυτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφυής
-
43 τοίχαρχος
τοίχ-αρχος, ὁ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοίχαρχος
-
44 τοιχίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχίδιον
-
45 τοιχίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχίζω
-
46 τοιχίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχίον
-
47 τοιχωρύχος
τοιχωρύ?τοιχωρύχοςXχ-ος (parox.), ὁ, ([etym.] τοῖχος, ὀρύσσω)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχωρύχος
-
48 φύλλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύλλινος
-
49 χαράσσω
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op. 573, Sc. 235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f;χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op. 387
.2 furnish with notches or teeth, like a saw,τὰ σιδήρια Arist.Aud. 803a3
:—[voice] Pass., of certain birds,ἔχουσι.. τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA 662b16
; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with.., Theoc.17.31.3 metaph., whet, stimulate,ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr. 684
codd. Stob. ( codd. Clem.Al.);τὸ φιλόνικον Plu.2.92a
, cf. 825f:—[voice] Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at.., Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med. 157 (lyr.);τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e
.II cut into furrows, scratch,στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28
;κῦμα χ. Orph.A. 372
;ἀρότρῳ.. χ. χέρσον AP6.238
(Apollonid.);ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46
, cf. 41.114 ([voice] Pass.);τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e
:— [voice] Pass., wounded,E.
Rh.73;κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers. 683
;θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2
(Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr. 528;οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237
(Alph.); στάλαν ib. 547 (Leon.Alex.); inscribe,δόγματα.. εἰς στήλην SIG795
B27 (Delph., i A. D.);γράμμα.. τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46
, cf. AP12.130;ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8
;τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293
;γραφίδεσσι.. χάραξα.. ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11
; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26
;ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481
*.430 ([place name] Ephesus); simply, write, (vi A. D.), sketch, draw,μορφὴν χαράξαι AP11.412
(Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in [voice] Med.,ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180
:—[voice] Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶτοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr. 593
;στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44
;στῆλαι χαράσσονται IG14.297
([place name] Panormus);τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16
; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13;χρῆσθαι τῷ.. μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64
; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν)ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77
S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράσσω
-
50 ἀνατοιχέω
A roll from side to side, esp. of sailors in a storm: metaph., Arr.Epict.3.12.7; διατοιχέω is preferred by Phryn.139, Poll.1.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατοιχέω
-
51 ἀντικέλευθος
ἀντικέλευθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντικέλευθος
-
52 ἀργυρότοιχος
ἀργῠρό-τοιχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρότοιχος
-
53 ἰσότοιχος
ἰσό-τοιχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσότοιχος
-
54 ἴσος
ἴσος, η, ον, [dialect] Ep. [full] ἶσος and [full] ἔϊσος (v. infr.); Cret., Arc. [full] ϝίσϝος GDI 4998ii2, 4982.2, Schwyzer665, cf. γισγόν· ἴσον, Hsch.; later [full] ἵσος Schwyzer 708a (1) (Ephesus, iv B.C.), Tab.Heracl.1.175, etc.:—A equal in size, strength, or number, c. dat.,κύματα ἶσα ὄρεσσιν Od.3.290
, etc.; freq. of appearance, like,ἶσος ἀναύδῳ 10.378
;ἶσος Ἄρευι Sapph.91
(dub.); ἴσος θεοῖσιν Ead.2.1: freq.abs.,ἴσην.. βίην καὶ κῦδος Il.7.205
; ἶσον θυμὸν ἔχειν to be of like mind, 13.704, 17.720: neut. as Adv.,ἶσον ἐμοὶ φρονέουσα 15.50
; , cf. 21.315, etc.; ἴσος τινὶ τὸ μέγαθος, ὕψος, Hdt.2.32, 124; τὸ μῆκος, τὸ πλάτος, X.An. 5.4.32; ; ἴσα τὸν ἀ. Pl.R. 441c; ποτὴν ἴσον equal in flight of song, Alex.Aet.5.5; ἴσον, τό, copy of a document, PLond. 3.1222.5 (ii A.D.), etc.: with dat. pers. in place of an object of comparison, οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας (i.e. τῷ σῷ γέραϊ) Il.1.163; τοῖσδ' ἴσας ναῦς (i.e. ταῖς τῶνδε) E.IA 262(lyr.); : folld. by a relative word, ἐμοὶ ἴσον.., ὅσονπερ ὑμῖν the same to me as to you, Ar.Ec. 173;τὰ ἐκεῖ ἴσα, ὥσπερ τὰ ἐνθάδε Lys.19.36
codd. (fort. σᾶ) ; τὰ ἴσα ὅσαπερ.. Lex ap.D.23.44;ἴσον.. ὅπερ Pl.Erx. 405b
.2 repeated to denote equal relations, ἴσα πρὸς ἴσα tit for tat, Hdt.1.2;ταχθέντες ἴσοι πρὸς ἴσους S. Ant. 142
(anap.);ἴσους ἴσοισι.. ἀντιθείς E.Ph. 750
;ἴσα ἀντὶ ἴσων λαμβάνειν, ἐκδοῦναι Pl.Lg. 774c
; ἴσος ἴσῳ (sc. οἶνος ὕδατι) Cratin.184, Com.Adesp.107, etc.; κύλικος ἴσον ἴσῳ κεκραμένης (where ἴσον is adverbial) Ar.Pl. 1132;διδόναι γάλα καὶ οἶνον πίνειν ἴσον ἴσῳ Hp. Epid.2.5.1
: metaph., 'fairly blended',μηδὲν ἴσον ἴσῳ φέρων Ar.Ach. 354
.3 of persons, equal in rights,βούλεται ἡ πόλις ἐξ ἴσων εἶναι καὶ ὁμοίων Arist.Pol. 1295b25
; ἡ πολιτικὴ ἐλευθέρων καὶ ἴσων ἀρχή ib. 1255b20; τὸ κατ' ἀξίαν ἴ. ib. 1307a26, al.II equally divided or distributed,ἴση μοῖρα Il.9.318
; ἴση alone, one's equal share,μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης Od.9.42
( ἴσσης cj. Fick, cf. ἴσσασθαι); τὴν ἴ. ἔχων Cratin.250
; οὐ μὴν ἴ. ἔτεισεν (sc. τίσιν) S.OT 810; ἄχρι τῆς ἴ. up to the point of equality, D.5.17: neut.,μὴ ἴσον νεῖμαι ἑκατέρῳ Pl.Prt. 337a
;οὐ μόνον ἴσον, ἀλλὰ καὶ πλέον ἔχειν Isoc.17.57
; οὐκ ἀνέξῃ δωμάτων ἔχων ἴσον καὶ τῷδε νεῖμαι; E.Ph. 547; τὰ ἴσα fair measure,τὰ ἴ. νέμειν Hdt. 6.11
; μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν ἀλλὰ πλεονεκτεῖν, X.Cyr.2.2.20; προστυχεῖν τῶν ἴ. to obtain fair terms, S.Ph. 552; κἂν ἴσαι (sc. ψῆφοι) γένωνται equally divided, Ar.Ra. 685.2 based on equality of rights,ἴ. καὶ ἔννομος πολιτ εία Aeschin.1.5
; ; τὰ ἴ. equal rights, equality, freq. joined with τὰ ὅμοια orτὰ δίκαια, ὡς τῆς πολιτείας ἐσομένης ἐν τοῖς ἴ. καὶ ὁμοίοις X.HG7.1.45
;τῶν ἴ. καὶ τῶν δικαίων ἕκαστος ἡγεῖται ἑαυτῷ μετεῖναι ἐν τῇ δημοκρατίᾳ D.21.67
; οὐ μέτεστι τῶν ἴ. οὐδὲ τῶν ὁμοίων πρὸς τοὺς πλουσίους τοῖς λοιποῖς ib.112; τῶν ἴ. μετεῖχε τοῖς ἄλλοις ib.96; also ἡ ἴ. καὶ ὁμοία (sc. δίκη), τῆς ἴ. καὶ ὁμοίας μετέχειν Th.4.105
; ἐπ' ἴ. τε καὶ ὁμοίῃ on fair and equal terms, Hdt.9.7, ά, cf. Th.1.145; ἐπὶ τῇ ἴ. καὶ ὁμοίᾳ ib.27, cf. SIG312.27 (Samos, iv B.C.), OGI229.44 (Smyrna, iii B.C.), etc.: generally, just, fair, ἐκ ποίας ἴ. καὶ δικαίας προφάς εως; D.18.284.3 of persons, fair, impartial, S.Ph. 684(lyr.), OT 677;ἴ. δικαστής Pl.Lg. 957c
;ἴ. καὶ κοινοὶ ἀκροαταί D.29.1
, cf. 18.7;ἴ. καὶ κοινὸν δικαστήριον Id.7.36
;κοινοὺς μὲν.., ἴ. δὲ μή Pl.Prt. 337a
;ἴ. ἴσθι κρινων Men.Mon. 266
, cf. 257;κριταὶ ἴ. καὶ δίκαιοι Plb.24.15.3
, etc.4 adequate,ἡ ἴ. φρουρά Th.7.27
(expld. by Sch. as regular, τεταγμένη) ; ἴσος τοῖςπαροῦσι Id.1.132
.III of ground, even, flat, εἰς τὸ ἴ. καταβαίνειν, of an army, X.An.4.6.18 (but ἐν ἴσῳ προσιέναι to advance with even step, ib.1.8.11); λέουσιν εἰς τὸ ἴ. καθιστάμενοι μάχεσθαι, opp. μετὰ πλεονεξίας ἀγωνίζεσθαι, on even terms, Id.Cyr.1.6.28; ἴ. τοῖχος, opp. κεκλικώς, perpendicular, Phlp.in APo.2.27.IV Adv. ἴσως (v. sub voc.): but also,1 neut. sg. and pl. from Hom. downwds. (v. sub init.), ἶσον.. ἀπήχθετο κηρὶ μελαίνῃ even as Death, Il.3.454; ἶσον ἐμοὶ βασίυε be king like me, 9.616; ἶσον γάρ σε θεῷ τίσουσιν Ἀχαιοί ib. 603;ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ 18.82
;τὸν.. ἶσα θεῷ.. εἰσορόωσιν Od.15.520
;ἶσα φίλοισι τέκεσσι Il.5.71
, cf. 13.176, Od.1.432, 11.304, etc.: later abs., alike, ; : c. dat.,ἴσον ναοῖς θεῶν E.Hel. 801
; ἴσον ἄπεσμεν τῷ πρίν equally as before, Id.Hipp. 302 (v.l. τῶν πρίν); ἴσα τοῖς πάνυ D.C.Fr.70.6
; ἴσα καί.. like as, as if, S.OT 1187(lyr.), E.El. 994 (anap.), Th.3.14; ; ὥσπερ .. S.El. 532;ὥστε.. E.Or. 882
;ἅτε.. Id.HF 667
(lyr.);ὅσονπερ.. D.15.1
.2 with Preps.: ἀπὸ τῆς ἴσης equally, Th.1.15;ὁ ἀπὸ τῆς ἴ. ἐχθρός Id.3.40
;ἀπ' ἴσης εἶναι D.14.6
; (Teos, iii B.C.);δι' ἴσου D.C.43.37
; at equal distance, Pl.R. 617b: also in Math., ex aequali, of proportions, Euc.5 Def.17, al.; δι' ἴ. ἐν τεταραγμένῃ ἀναλογίᾳ ex aequali in disturbed proportion, Archim. Sph.Cyl.2.4,al., Papp.932.11; ἐν ἴσῳ equally, Th.2.53, 4.65; ἐν ἴσῳ ἐστί it matters not, E.IA 1199;ἐν ἴσῳ [ἐστὶ] καὶ εἰ.. Th.2.60
;ἐν τῷ ἴσῳ εἶναι Id.4.10
; : more freq.ἐξ ἴσου Hdt.7.135
, S.OT 563, etc.;ἐξ ἴ. τινί Id.Ant. 516
, 644, Antipho 5.1, Pl.Grg. 517a; evenly,εὐθεῖα γραμμή ἐστιν ἥτις ἐξ ἴ. τοῖς ἐφ' ἑαυτῆς σημείοις κεῖται Euc. 1
Def.4;ἐξ ἴ. καὶ.. S.OC 254
;ὡς.. Id.OT61
; οἱ ἐξ ἴ. persons of equal station, Pl.Lg. 777d, cf. 919d;ὁ ἐξ ἴ. κίνδυνος Plb.9.4.4
;ἐκ τοῦ ἴ. γίγνεσθαί τινι Th.2.3
;τοῖς ἐκ τοῦ ἴσου ἡμῖν οὖσι X.Hier.8.5
; ; ἐκ τοῦ ἴ. μάχεσθαι to be evenly matched, X.HG2.4.16;ἐξ ἴ. πολεμεῖν D.8.47
; κατὰ μῆνα τὸ αἱροῦν ἐξ ἴ. the sum due in equal monthly instalments, PAmh.2.92.14, etc.; ἐπὶ orἐπ' ἴσης, ἐπὶ ἴ. διαφέρειν τὸν πόλεμον Hdt.1.74
;τοῦτο ἐπ' ἴσης ἔχει Id.7.50
, cf. S.El. 1062(lyr.), etc.;ἐπ' ἴσου Plb.1.18.10
;ἐπ' ἴσον Id.6.38.4
, cf. Docum. ap. D.18.106, Phld.Ir.p.21 W.;ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο Il.12.436
; cf.κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε 11.336
;κατ' ἴσον Dsc.1.68.6
, Gal.UP1.19; μετ' ἴσου equally, Demetr.Lac.Herc.124.12.V [comp] Comp. , Th.8.89, X.HG7.1.14: [comp] Sup. ἰσότατος Timo 68;ἰσαίτατος Ph.1.462
. Adv.ὡς ἰσαίτατα Pl.Lg. 744c
, butὡς ἰσότατα SIG531.30
([place name] Dyme). [[pron. full] ῑ in early [dialect] Ep. (exc. Hes.Op. 752), cf. Sol.24.1: [pron. full] ῐ first in Thgn.678, Sapph.2.1 (but ἶσος Ead.91 s.v.l.), B. 5.46 (butἶσον 1.62
, Fr.2.2), and always in Pi. (exc. in compd. ῑσοδαίμων) and Trag. (A.Fr. 216 is dub. l.) exc. in compd. ῑσό-θεος (q.v.); dub. in ἰς-όνειρος. Both quantities are found in later poetry, sts. in same line,ἔχοισαν ἴσον κάτω, ἶσον ἄνωθεν Theoc.8.19
;πρέσβυν ἴσον κούροις, ἶσον ἁδόντα κόραις APl.4.309
.] -
55 ὁμότοιχος
ὁμό-τοιχος, ον,A having one common wall, contiguous,ὁ. οἰκία Is.6.39
;ὁμότοιχος οἰκῶν Pl.Lg. 844c
;ὁ. τῇ βιβλιοθήκῃ οἶκος D.S.1.49
.2 metaph.,νόσος γείτων ὁ. ἐρείδει A.Ag. 1004
(lyr.);λύπη μανίας ὁ. Antiph.295
;μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plu.2.503d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότοιχος
-
56 ἐρείπω
Grammatical information: v.Meaning: `throw down, tear down, dash down, fall' (Il.).Other forms: Aor. ἐριπεῖν (Il., intr.), ἐρεῖψαι (Hdt., Pi.), ἐριπέντι ptz. dat. = ἐριπόντι (Pi. O. 2, 43), pass. ἐρειφθείς (S. Aj. 309), perf. ἐρήριπε (Ξ 55, intr.), plusquamp. ἐρέριπτο (Ξ 15); see Chantraine Gramm. hom. 1, 423 w. n. 3, 426 n. 3); ἐρήριμμαι, ἠρίφθην (Arr.); fut. ἐρείψω (S.),Derivatives: ἐρείπια pl. `ruins' (Hdt., Arist.; on the formation Schwyzer 470, Chantraine Formation 55), adjectivised ἐρείπιος ( οἰκία Ph.; ἐρείπιος γῆ ἡ χέρσος Suid.); ἔρειψις mean. unclear (Att. inscr.) with ἐρείψιμος `ruined' (E. IT 48), ἐρειψιπύλᾱς m. (B.), - τοιχος (A. Th. 883 [lyr.]) `casting down towers, resp. walls' (vgl. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 82); with zero grade ἐρίπναι pl. `broken cliff, steep ascent' (E., A. R.; sg. Nic.); on the suffix cf. κρημνός, κραιπνός and Chantraine Formation 192.Etymology: Beside full grade ἐρείπω we have ONo. rīfa `tear down' (trans.), also of buildings like ἐρείπω; with verbal noun Lat. rīpa `steep border, shore' (cf. ἐρίπναι and ἐρείπιος γῆ = χέρσος, i. e. `shore'); with lengthened labial ONo. rīp `upper side of a boat', EastFris. rip(e) `shore', NHG rīf `id.'; W.-Hofmann s. rīpa. - Through mechanical splitting of ἐρείπω and ἐρείκω in IE (h₁)rei-p-, (h₁)rei-k- one canreduce both verbs like many other words to an IE (h₁)rei- `scratch, tear' (Pok. 857ff.).Page in Frisk: 1,552Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρείπω
-
57 παράδεισος
Grammatical information: m.Meaning: `enclosed park, zoological garden' (X.), `garden' (LXX, hell., pap., inscr.), `garden of Eden' (LXX), `abode of the blessed, paradise' (NT).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.Etymology: By X. always of the parks of the Persian kings and nobles, Greek form of Av. pairi-daēza- m. `enclosed terrain (by a wall)' (= Gr. *περι-τοιχος), MIran. * pardēz, NP. pālēz `garden' (Schwyzer 193 w. lit.). From Gr. Lat. paradīsus. -- Cf. on τεῖχος.Page in Frisk: 2,473Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παράδεισος
См. также в других словарях:
τοῖχος — wall of a house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… … Dictionary of Greek
τοίχος — ο κατασκεύασμα από πέτρες, τούβλα κτλ. για περίφραγμα χώρου, ντουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοῖχε — τοῖχος wall of a house masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχον — τοῖχος wall of a house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισότοιχος — ἰσότοιχος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό τοιχος, μεσό τοιχος] … Dictionary of Greek
μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τοιχίο — το / τοιχίον, ΝΑ [τοῑχος] (υποκορ. τού τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι νεοελλ. 1. το μέρος τού τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου 2. η εξωτερική όψη τής θήκης τού ουραίου πυροβόλου όπλου 3. ενισχυμένος τοίχος που… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek