-
1 τοίχος
-
2 τοῖχος
-
3 τοῖχος
τοῖχος, ὁ, 1) die Wand, Mauer des Hauses, Hofes; ὡς δ' ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίϑοισι δώματος, Il. 16, 212; μεγάροιο, 18, 324; αὐλῆς, Hes. O. 734; aber öfter ohne Zusatz, ἅπαντ' ἐρευνῶν τοῖχον, Eur. Hec. 1174; Hel. 1589 u. öfter; τοίχους διορύττειν, Ar. Plut. 565; u. in Prosa : οἰκίας, Plat. Rep. IX, 574 c; γράψαντα ἐν τοίχοις, Legg. IX, 859 a; Folgde. – 2) die Wand des Schiffes, der Bord; Od. 12, 420; Thuc. 7, 36; Bian. 11 (IX, 295); Pol. 8, 6, 2. – Vgl. τεῖχος.
-
4 τοιχος
ὅ1) стена(δώματος Hom.; οἰκίας Plut.)
2) тж. pl. борт корабля Hom., Thuc., Eur.πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Arph. или εἰς εὐτυχῆ τοῖχον Eur. — с попутным ветром (досл. с благополучного борта)
3) стенка(οἱ τοῖχοι τῶν κηρίνων Arst.)
4) бок(τοῖχοι μελέων Eur.)
-
5 τοῖχος
1 wall χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 -
6 τοῖχος
τοῖχος, ὁ,A wall of a house or enclosure, abs., Od.2.342, Ar.V. 130, etc.; ἅπαντ' ἐρευνῶν τ. dub. in E.Hec. 1174;τ. δώματος Il.16.212
;μεγάροιο 18.374
, cf. Od.19.37; τ. καὶ θριγκοί (of the αὐλή) 17.267, cf. Hes.Op. 732;τὸν τῆς αὐλῆς τ. PEnteux.12.3
(iii B. C.); wall of a temple, IG12.372.51, al.; ;ἐν τοῖσι τ. ἔγραφ' Ἀθηναῖοι καλοί Ar.Ach. 144
, cf. Pl.Lg. 859a;εἰς τὸν τ. ἀντεγγραψάτω IG12.94.24
; νόμους ἀναγράφειν εἰς τοῖχον Decr. ap. And.1.84; κοινοὶ τ. party- walls, OGI483.101, al. (Pergam., ii A. D.);τοίχῳ προσιστάμενοι γυμνάζονται Gal.6.144
: of the side of a tent or hut, Il.9.219, 24.598, E. Ion 1158.b metaph., τοῖχε κεκονιαμένε, as a term of abuse, Act.Ap.23.3.2 pl., sides of a ship, Od.12.420, Thgn.674, E.Hel. 1573, Th.7.36, Theoc.22.12;τοίχου ἄρχω τοῦ δεξιοῦ Luc.DMeretr.14.3
, cf. JTr.49.3 of other things, as the human body, εἰς ἀμφοτέρους τοίχους (by metaph. from a ship) E.Tr. 118 (anap.), cf. Luc. Asin.9; of a cup, Pherecr.143.2; of a vessel, Arist.Mete. 359a3; of a bath ([etym.] πύελος), Gal.15.709.4 prov., τοίχους τοὺς δύο ἐπαλείφειν 'to run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15, cf. Suid. s.v. δύο τοίχους; ὁ εὖ πράττων τ. 'the snug side of the ship', 'the right side of the hedge', Ar.Ra. 537 (lyr.);ἐς το'ν εὐτυχῆ τ. χωρεῖν E.Fr.89
. (Akin to τεῖχος, but used in a special sense; later = τεῖχος, LXX Is.25.12, prob. so in JHS24.39 ([place name] Cyzicus).) -
7 τοῖχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τοῖχος
-
8 τοῖχος
-
9 τοῖχος
τοῖχος, ου, ὁ (Hom.+) wall, in denunciatory expression τοῖχε κεκονιαμένε whitewashed wall Ac 23:3 (since RSmend, Ezech. 1880, Ezk 13:10 is usu. compared here).—DELG s.v. τεῖχο. M-M. -
10 τοίχος
ο стена;ωρολόγι τού τοίχου стенные часы;§ στον τοίχοο τα λέει — как об стенку горох;
από τον τοίχοα να τα κόψω;
ирон. откуда мне взять, с неба что ли?;τό πρόσωπο της τοίχος — она вся размалёвана, наштукатурена;
εβάρεσε τον κώλο του στον τοίχοο — он вылетел в трубу
-
11 τοῖχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τοῖχος
-
12 τοίχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τοίχος
-
13 τοῖχος
стена.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τοῖχος
-
14 τοῖχος
-ου + ὁ N 2 6-31-29-7-10=83 Ex 30,3; Lv 5,9; 14,37(bis).39Cf. WEVERS 1990, 489; →NIDNTT -
15 τοίχος
[тихое] ουσ α стена. -
16 τοίχος
wallΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τοίχος
-
17 εὔ-τοιχος
-
18 μεσό-τοιχος
μεσό-τοιχος, ὁ, dasselbe, übertr., τὸν τῆς ἡδονῆς καὶ ἀρετῆς μεσότοιχον διορύττειν, Eratosth. bei Ath. VII, 281 d.
-
19 δεξιό-τοιχος
δεξιό-τοιχος, der am rechten Schiffsbord rudert, B. A. 91.
-
20 ἀργυρό-τοιχος
ἀργυρό-τοιχος δροίτη, mit silbernen Wänden, Aesch. Ag. 1520.
См. также в других словарях:
τοῖχος — wall of a house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασταμονίτσας. * * * ο / τοῑχος, ΝΜΑ οικοδομικό έργο λιθοδομής ή πλινθοδομής, κατά κανόνα μορφής κατακόρυφου επιπέδου, αποτελούμενο… … Dictionary of Greek
τοίχος — ο κατασκεύασμα από πέτρες, τούβλα κτλ. για περίφραγμα χώρου, ντουβάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοῖχε — τοῖχος wall of a house masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖχον — τοῖχος wall of a house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισότοιχος — ἰσότοιχος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό τοιχος, μεσό τοιχος] … Dictionary of Greek
μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τοιχίο — το / τοιχίον, ΝΑ [τοῑχος] (υποκορ. τού τοίχος) μικρός τοίχος, τοιχάκι νεοελλ. 1. το μέρος τού τοίχου που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές πόρτας ή παραθύρου 2. η εξωτερική όψη τής θήκης τού ουραίου πυροβόλου όπλου 3. ενισχυμένος τοίχος που… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek