Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τομαί

См. также в других словарях:

  • τομαί — τομή fem nom/voc pl τομός cutting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

  • τομαίη — τομάω need cutting pres opt act 3rd sg τομαί̱η , τομαῖος cut fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»