Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τελεσ-τα

См. также в других словарях:

  • Τέλεσ' — Τέλεσι , Τέλεσις event fem voc sg Τέλεσι , Τέλης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλεσ' — τέλεσι , τέλεσις event fem voc sg τέλεσι , τέλος coming to pass neut dat pl τέλεσαι , τελέω fulfil aor imperat mid 2nd sg τέλεσα , τελέω fulfil aor ind act 1st sg (homeric ionic) τέλεσε , τελέω fulfil aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

  • τελεσμός — ὁ, Α 1. καθιερωμένη τελετή («συντελοῡντες τὸν τελεσμὸν καὶ τὴν θυσίαν τῷ Άσκληπιῷ», επιγρ.) 2. συμπλήρωση, ολοκλήρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + κατάλ. μος (πρβλ. τέλεσ μα)] …   Dictionary of Greek

  • καρηφόρως — (Μ) επίρρ. έτσι ώστε να φοριέται στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφάλι» + φόρως (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρως, τελεσ φόρως] …   Dictionary of Greek

  • πάστρια — ἡ, Α κεντήστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσω* «διακοσμώ, κεντώ» + επίθημα τρια (πρβλ. τελέσ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • παστήρια — τὰ, Α 1. ευωχία με το κρέας τής θυσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα τὰ ἐντόσθια κοιλία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασ τού πατέομαι «γεύομαι, τρώω» (πρβλ. μέλλ. πάσομαι) + επίθημα τήριον (πρβλ. τελεσ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… …   Dictionary of Greek

  • τέλεσμα — το, ΝΜΑ 1. (κατά το βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) το τίμημα τού δικαιώματος επιφανείας (βλ. επιφάνεια) 2. στον πληθ. τα τελέσματα (κατά τους βυζαντινούς χρόνους) διάφορα έργα τέχνης που τά χρησιμοποιούσαν με μαγικό τρόπο, για να προστατεύουν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»