-
1 τελεσίερος
τελεσ-ίερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεσίερος
См. также в других словарях:
τελεσίερος — και τελεσσίερος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τελεσίερον παιᾱνα τὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῑς θεοῑς ἐπιτελουμένων ἱερῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος* + ἱερός] … Dictionary of Greek