-
1 ἰδιογενής
ἰδῐο-γενής, ές,2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογενής
-
2 ἴδιος
Grammatical information: adj.Meaning: `own, private' (Od.).Other forms: Dor. Ϝίδιος, Arg. hίδιοςCompounds: Often as 1. member, e. g. ἰδιο-γενής `of one's own kind' (Pl. Plt. 265e; opposite κοινο-γενής), hell..Derivatives: 1. ἰδιώτης m. `private, layman, uneducated man' (IA; on the formation Chantr. Form. 311, Redard Les noms grecs en - της 28) with f. ἰδιῶτις (hell.); from it ἰδιωτικός `belonging to an ἰδιώτης, common, ordinary, vulgar, vile, uneducated' (IA; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120 a. 123) and ἰδιωτεύω `act, live on one's own, without respect, be uneducated' with ἰδιωτεία `private life, uneducatedness' (Att.); also ἰδιωτίζω `pronounce in a special way' (Eust.). 2. ἰδιότης, - ητος f. `own character, pecularity' (Pl., X.). 3. ἰδικός = ἴδιος (late). 4. ἰδιόομαι `make one's own, appropriate' (Pl.) with ἰδίωμα `own character, pecularity' (hell.), ἰδίωσις `isolation, appropriation' (Pl., Plu.). 5. ἰδιάζω `be peculiar, live on one's own' (Arist.) with ἰδιαστής, ἰδιασμός (late).Origin: IE [Indo-European] [882] * s(e)ue- refl. pron.Etymology: Arg. Ϝhεδιεστας = ἰδιώτης (cf. κηδεσ-τής, El. τελεσ-τα) shows for ἴδιος an orig.. *Ϝhεδιος, from the reflexive Ϝhε = ἕ (IE *su̯e) (Schwyzer 226; on ε \> ι 256). Diff., also possible, Schulze KZ 40, 417 n. 6 = Kl. Schr. 74 n. 2, Brugmann IF 16, 491ff., Fraenkel Ling. Posn. 4, 104: to Skt. ví `separate'; Arg. hίδιος then after ἑαυτοῦ etc., ἕκαστος [but vi- is not represented elsewhere in Greek]. - (Not with Specht KZ 68, 47, Ursprung 197 m. n. 2 from *su̯i-dio-.)Page in Frisk: 1,709Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴδιος
См. также в других словарях:
ιδιογενής — ἰδιογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς τού ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γενης (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
ισογενής — ἰσογενής, ές (Α) ίσος ή όμοιος ως προς το γένος, ομοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. ιδιο γενής, ομοιο γενής] … Dictionary of Greek
ομογενής — ές (ΑΜ ὁμογενής, ές) 1. αυτός που προέρχεται από το ίδιο γένος, την ίδια φυλή ή την ίδια οικογένεια, αυτός που έχει κοινή καταγωγή με άλλον, ομοεθνής 2. αυτός που έχει τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλον νεοελλ. 1. ομοιογενής, ομοιόμορφος 2.… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ομοιογενής — ές (Α ὁμοιογενής, ές) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις 2. ομοιόμορφος. επίρρ... ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς) με ομοιογενή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… … Dictionary of Greek
μονογενής — ές (ΑΜ μονογενής, Α ιων. τ. μουνογενής, ές, Μ θηλ. και μονογενή) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που δεν έχει αδέλφια, μοναχοπαίδι (α. «μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ. β. «ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῡ μονογενοῡς… … Dictionary of Greek
ταυτογενής — ές, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek