См. также в других словарях:
τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] … Dictionary of Greek
τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] … Dictionary of Greek