Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐάσομεν

См. также в других словарях:

  • ἐάσομεν — ἐά̱σομεν , ἐάω suffer aor subj act 1st pl (attic epic doric aeolic) ἐά̱σομεν , ἐάω suffer fut ind act 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»