Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τελεσ-τήρ

См. также в других словарях:

  • τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»