-
1 τελεστήρ
A = τελεστής 2a,τᾶς Μεγάλας Ματρός IG4.757B10
([place name] Troezen).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεστήρ
См. также в других словарях:
τελεστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. τελεστής, ιεροτελεστής, μυσταγωγός 2. (στην αρχ. Τροιζήνα) αυτός που τελούσε τα προς τιμήν τής θεάς Κυβέλης μυστήρια («τελεστὴρ τᾱς Μεγάλας Ματρός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα τηρ* (πρβλ.… … Dictionary of Greek