-
1 τελεστήρια
τελεστήριονplace for initiation: neut nom /voc /acc pl -
2 τελεστήριον
τελεσ-τήριον, τό,II τελεστήρια (sc. ἱερά), τά, thank-offering for success, X.Cyr.8.7.3, Ael.VH12.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεστήριον
См. также в других словарях:
τελεστήρια — τελεστήριον place for initiation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της … Dictionary of Greek