-
1 μάχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `do battle' (Il.).Other forms: ep. also μαχέομαι ( μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. lengthening), aor. μαχέσ(σ)ασθαι (Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), fut. μαχήσομαι (ep. Ion.), μαχέσ(σ)ομαι (Ion. a. late), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (Att.; μαχεῖται Υ 26), perf. μεμάχημαι (Att.),Compounds: Often with prefix, e.g. δια-, συν-, ἀπο- (on ἀμφι μάχομαι Bolling AmJPh 81, 77ff.). As s. member in synthetic paroxytona like μονο-μάχ-ος `battling alone' (A., E.), m. `gladiator' (Str.), with μονομαχ-έω, - ία etc., ναυ-μάχ-ος `battling on sea' (AP; but ναύ-μαχος from μάχη, s. below).Derivatives: μάχη `battle' (Il.; on the meaning etc. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); as 2. member e.g. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππό-μαχος with derivv. like προμαχ-ίζω, συμμαχ-έω, ναυμαχ-έω, - ία. Derivv. 1. μαχη-τής m. `battler' (Hom., LXX), Dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ ἀντίπαλος), Aeol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperaeol.?), also derived from μάχομαι; Trümpy 128. 2. μάχ-ιμος `warlike, soldier of an Egyptian tribe' (IA.; after ἄλκιμος, Arbenz 42) with μαχιμικός `after the μάχιμοι' (pap.). 3. Μαχάων m. PN (Aeol. ep.), Ion. - έων, with Dor. Μαχαν-ίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). -- From μάχομαι also μαχ-ήμων `martial' (Μ 247, AP) and μαχ-ητός `controllable' (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περι-μάχ-ητος (Att.), μαχ-ητικός `prepared to fight' (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); cf. μαχ-ήσομαι, με-μάχ-ημαι and Fraenkel 2, 79. -- Can be connected both with the noun as with the verb: -μάχᾱς, e.g. ἀπειρο-μάχᾱς `unexperienced in battle' (Pi.), λεοντο-μάχᾱς `fighting with a lion' (Theoc.); cf. Schwyzer 451.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Beside the thematic root-present μάχομαι there is the isolated by-form μαχέομαι, prob. rather after μαχήσομαι (cf. below) than as denominative of μάχη (cf. Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 351). With μαχήσομαι: ἐμαχό-μην compare cases like ἀπ-εχθήσομαι: ἀπ-εχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). One is therefore prepared to see in ἐμαχόμην (to which μάχομαι was made) an original aorist, with which would agree, that the aorist in Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 n. 333). When μαχεσθαι was reinterpreted as present a new aorist (after κοτέσσασθαι a. o.) μαχέσ-(σ)ασθαι would have arisen. After the type τελέσ(σ)αι: fut. τελῶ arose to μαχέσ(σ)ασθαι the new fut. μαχοῦμαι. -- In the field of fighting and battle old inherited expressions are hardly to be expected. The connection with a supposed Iran. PN * ha-mazan- prop. *"warrior" in Άμαζών (s. v.), with which also ἁμαζακάραν πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες αἱ μηλέαι H. is as original as uncertain. Within Greek it is formally possible, to connect μάχομαι with μάχαιρα and further with μῆχαρ, μηχανή (Fick BB 26, 230), which Chantr. rightly calls improbable; cf. esp. χειρο-μάχα f. (scil. ἑταιρεία) name of the workers party in Miletos after Plu. 2, 298 c; new attempt, to find a semantic basis for the connection in Trümpy 127 f. Diff. proposals in Bq and W.-Hofmann s. mactus, mactō. - The isolated root will rather be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,187-188Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχομαι
См. также в других словарях:
Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek