Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τελεστά

См. также в других словарях:

  • τελεστά — τελεστά̱ , τελεστής an official masc nom/voc/acc dual τελεστής an official masc voc sg τελεστής an official masc nom sg (epic) τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc pl τελεστά̱ , τελεστός fulfilled fem nom/voc/acc dual τελεστά̱ , τελεστός fulfilled …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστᾶ — τελεστής an official masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεστάς — τελεστά̱ς , τελεστής an official masc acc pl τελεστά̱ς , τελεστής an official masc nom sg (epic doric aeolic) τελεστά̱ς , τελεστός fulfilled fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέστας — Τελέστᾱς , Τελέστης masc acc pl (doric) Τελέστᾱς , Τελέστης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τελέσται — Τελέστᾱͅ , Τελέστης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»