-
1 τελεστά
τελεστά̱, τελεστήςan official: masc nom /voc /acc dualτελεστήςan official: masc voc sgτελεστήςan official: masc nom sg (epic)τελεστόςfulfilled: neut nom /voc /acc plτελεστά̱, τελεστόςfulfilled: fem nom /voc /acc dualτελεστά̱, τελεστόςfulfilled: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 τελεστά
-
3 τελεστᾶ
-
4 τελεστάς
τελεστά̱ς, τελεστήςan official: masc acc plτελεστά̱ς, τελεστήςan official: masc nom sg (epic doric aeolic)τελεστά̱ς, τελεστόςfulfilled: fem acc pl -
5 Τελέστας
Τελέστᾱς, Τελέστηςmasc acc pl (doric)Τελέστᾱς, Τελέστηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
6 Τελέσται
Τελέστᾱͅ, Τελέστηςmasc dat sg (doric aeolic) -
7 τελεστής
b = γόης, Cat.Cod.Astr.8(4).221.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελεστής
-
8 ἔτης
A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house,ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262
; ;παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239
, cf. Od.15.273;ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464
;ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295
;γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16
.II later, citizen,ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10
, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office,πρός σε.. ὡς ἔτην λέγω A.Supp. 247
;οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr. 377
;ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr. 1014
; (Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 ([place name] Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)
См. также в других словарях:
τελεστά — τελεστά̱ , τελεστής an official masc nom/voc/acc dual τελεστής an official masc voc sg τελεστής an official masc nom sg (epic) τελεστός fulfilled neut nom/voc/acc pl τελεστά̱ , τελεστός fulfilled fem nom/voc/acc dual τελεστά̱ , τελεστός fulfilled … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστᾶ — τελεστής an official masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεστάς — τελεστά̱ς , τελεστής an official masc acc pl τελεστά̱ς , τελεστής an official masc nom sg (epic doric aeolic) τελεστά̱ς , τελεστός fulfilled fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέστας — Τελέστᾱς , Τελέστης masc acc pl (doric) Τελέστᾱς , Τελέστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελέσται — Τελέστᾱͅ , Τελέστης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… … Dictionary of Greek
Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… … Dictionary of Greek