Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Συρακόσιοι

См. также в других словарях:

  • Συρακόσιοι — Συρᾱκόσιοι , Συρακόσιος a Syracusan masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίχλα — και κίχλη, ή (AM κίχλη και κίχλα, Α δωρ. τ. κιχήλα) το ωδικό πτηνό τσίχλα («Συρακόσιοι δὲ τὰς κίχλας κιχήλας λέγουσιν», Αθήν.) αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής λαϊκής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, συγγενής τού χελιδών. Ασαφής η ακριβής …   Dictionary of Greek

  • σαυκόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ξηρόν. Συρακόσιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. από ιταλικό τ. συγγενικό τού ελλ. αὖος* «ξηρός» (< ΙΕ *sauso )] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»