См. также в других словарях:
τελεστός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ τος, ὀψιτέλεσ τος. Η μαρτυρία τού απλού τελεσ τός είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek